Τινές των νεωτέρων των επιζητούντων να αρνηθώσι πάσαν παραδεδομένην εν
Εκκλησία αλήθειαν εκφράζουσιν αμφιβολίας και περί της ευρέσεως υπό της
μακαρίας Ελένης του Τιμίου Σταυρού, συμπεραίνοντες τούτο εκ της δήθεν
σιωπής του ιστορικού Ευσεβίου ως μηδέν ιστορούντος περί της ευρέσεως του
τιμίου Σταυρού εν τω συγγραφέντι αυτώ βίω του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ενώ
έτεροι σύγχρονοι ιστορικοί εν εκτάσει περί της ευρέσεως του τιμίου
Σατυρού ποιούνται λόγον, πράξεις δε αυτοκρατορικαί, σωζώμεναι μέχρι
σήμερον εις διαφόρους ιεράς μονάς, κυρούσι την γνησιότητα του τιμίου
ξύλου του Τιμίου Σταυρού του Σωτήρος, και αυτά τα τεμάχια του τιμίου
ξύλου τα διακρινόμενα δια της θαυματουργικής αυτών δυνάμεως αναιρούσι
τας ανυποστάτους υποθέσεις των νεωτεριστών.Οὐτω κατά την ομόφωνον
μαρτυρίαν των αρχαίων ιστορικών, ων κατωτέρω αναφέρωμεν τας περικοπάς, η
ευσεβεστάτη μήτηρ του Μεγάλου Κωνσταντίνου η μακαρία Ελένη, ποθούσα να
ιστορίση τους ιερούς τόπους, ένθα ο Σωτήρ έζησεν, αφίκετο περί το 326
εις Ιεροσόλυμα. Πρώτη δε αυτής φροντίς υπήρξεν η αναζήτησις του Τάφου
του Σωτήρος. Αλλ' οι εθνικοί φθόνω προς τους χριστιανούς κείμενοι
τιμώντας ιδιαζόντως το μνήμα του Σωτήρος είχον προ πολλού ήδη χρόνου
επιχώσει αυτόν. Και ίνα τελείως την μνήμην αυτού εξαλείψωσιν
ανωκοδόμησαν επί του ούτω τελεσθέντος λόφου, εν ω ο τάφος του Σωτήρος,
ναόν της Αφροδίτης και ξόανα εν αυτώ έστησαν.
Την ακρίβειαν της ιστορίας ταύτης τινές των νεωτέρων ηθέλησαν όπως είπομεν, να αμφισβητήσωσι. Πρώτος δε ο Γελάσιος ημφισβήτησεν αυτήν δια μόνον τον λόγον ότι ο ιστορικός Ευσέβιος, ο συγγράψας τον βίον του Μεγάλου Κωσνταντίνου, δεν αναφέρει τι περί του γεγονότος τούτου. Αλλά το αδικαιολόγητον τούτο επιχείρημα είναι ανίσχυρον, όπως αναιρέση την πραγματικότητα του γεγονότος τούτου. Διότι η σιωπή ενός ιστορικού περιορισθέντος εν την ιστόρησιν μόνον των αφορώντων τον βίον του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ον λεπτομερώς έγραψε, δεν δύναται να θεωρηθή ως μαρτυρία αρνητική και αποχρώσα. Ο Ευσέβιος ου μόνον τούτο εσιώπησεν, αλλά και πολλά άλλα υπό άλλων αναφερόμενα, και εν γένει λίαν συγκεκομένα και συντετμημένα αναφέρει κατά την εν Ιεροσολύμοις διαμονήν της μακαρίας Ελένης. Τούτου ένεκα ούτε δίκαιον ούτε εύλογον είναι να μεταχειρισθή τις ταύτα ως μέτρον προς καταμέτρησιν της αληθείας και να αποφανθή κατά της ορθότητος και αληθείας πραγμάτων τοσούτον αρχαίων και τοσούτον καθολικόν κύρος ανέκαθεν κτησαμένων, και υπό της ιστορίας μαρτυρουμένων δια σειράς επισήμων ιστορικών γεγονότων κεκυρωμένων υπό του κράτους και της Εκκλησίας, και υπό αναριθμήτων θαυμάτων επιμαρτυρουμένων.
Αλλά και πλην του λογικού τούτου επιχειρήματος τους αντιλέγοντας διαψεύδει η σύγχρονος ιστορία.
Και α΄.) Η διάκρισις του τιμίου Σταυρού επιβεβαιουμένη εκ των επιστολών του Μεγάλου Κωνσταντίνου προς τον Μακάριον επίσκοπον Ιεοροσολύμων και τον έπαρχον Δρακιλλιανόν (Θεοδωρήτου, Εκκλ. Ιστορία, κεφ. στ΄).
Επιστολή του Μ. Κωνσταντίνου προς Μακάριον επίσκοπον Ιεροσολύμων περί οικοδομής του θείου ναού
«Νικητής Κωνσταντίνος μέγιστος, σεβαστός, Μακαρίω. Τοσαύτη του σωτήρος ημών εστι η χάρις, ως μηδεμίαν λόγων χορηγίαν του παρόντος θαύματος αξίαν είναι δοκείν. Το γαρ γνώρισμα του αγιωτάτου πάθους, υπό τη γη πάλαι κρυπτόμενον, τοσαύταις ετών περιόδοις λαθείν, άχρις ου δια της του κοινού πάντων εχθρού αναιρέσεως ελευθερωθείσι τοις εαυτού θεράπουσιν αναλάμπειν έμελλεν, πάσαν έκπληξιν ως αληθώς υπερβαίνει. Ει γαρ πάντες οι δια πάσης της οικουμένης είναι δοκούντες σοφοί εις εν και το αυτό συνελθόντες άξιόν τι του πράγματος εθέλωσιν ειπείν, ουδ' αν ληφθήναι δυνηθήσονται. Επί τοσούτον πάσαν ανθρωπίνου λογισμού χωρητικήν φύσιν η του θαύματος τούτου πίστις υπερβαίνει όσω των ανθρωπίνων τα ουράνια συνέστηκεν είναι δυνατώτερα. Δια τούτο γουν ούτος αεί και πρώτος και μόνο εστί μοι σκοπός, ίν' ώσπερ εαυτήν οσημέραι καινοτέροις θαύμασιν η της αληθείας πίστις επιδείκνυσιν, ούτως και αι ψυχαί πάντων ημών περί τον άγιον νόμον σωφροσύνη και ομογνώμονι προθυμία σπουδαιώτεραι γίνωνται. Όπερ επειδή πάσιν είναι νομίζω φανερόν, εκείνο μάλιστά σε πεπείσθαι βούλομαι, ως άρα πάντων μοι μάλλον μέλει, όπως τον ιερόν εκείνον τόπον, ον Θεού προστάγματι αισχίστης ειδώλου προσθήκης, ώσπερ τινός επικειμένου βάρους, εκούφισα, άγιον μεν εξ αρχής Θεού κρίσει γεγενημένον, αγιώτερον δε αποφανθέντας, αφ' ου την του σωτηρίου πάθους πίστιν εις φως προήγαγεν, οικοδομημάτων κάλλει κοσμήσωμεν. Προσήκει τοίνυν την σην αγχίνοιαν ούτως διατάξαι τε και εκάστου των αναγκαίων ποιήσασθαι πρόνοιαν, ως ου μόνον βασιλικήν των πανταχού βελτίονα, αλλά και τα λοιπά τοιαύτα γενέσθαι, ως πάντα τα εφ' εκάστης καλλιστεύοντα πόλεως, υπό του κτίσματος τούτου νικάσθαι. Και περί της των τοίχων εγέρσεώς τε και καλλιεργείας, Δρακιλλιανώ τω ημετέρω φίλω τω διέποντι των λαμπροτάτων επάρχων μέρη, και τω της επαρχίας αρχώντι, παρ' ημών εγκεχειρίσθαι την φροντίδα γίνωσκε».
Ταύτην την επιστολήν ο Θεοδώρητος αντέγραψεν εκ των λ΄ και λα΄ κεφαλαίων της ιστορίας «περί του βίου του Μεγάλου Κωνσταντίνου, υπό Ευσεβίου».
Ο δε Ιεροσολύμων Κϋριλλος, όστις ην σχεδόν σύγχρονος τω Ευσεβίω (346-386) μαρτυρεί διαρρήδην περί τε της επί Κωνσταντίνου του Μεγάλου ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού και περί της τούτου υπάρξεως επί των ημερών αυτού εν Ιεροσολύμοις. Εν Κατηχήσει ΙΓ΄ λέγει: «ελέγχει με ούτος ο Γολγοθάς, ου νυν πλησίον πάντες πάρεσμεν, ελέγχει με του Σταυρού το ξύλον το κατά μικρόν εντεύθεν πάση τη οικουμένη διαδοθέν».
Και ο ιστορικός Σωκράτης, σύγχρονος και αυτός (380), εν εκκλησιαστική ιστορία (βιβλ. Α΄, ιζ΄) λέγει: «Η του βασιλέως μήτηρ Ελένη..., δι' ονείρων χρηματισθείσα, εις τα Ιεροσόλυμα, παρεγένετο και την ποτέ Ιερουσαλήμ έρημον ως οπωροφυλάκιον, κατά τόν προφήτην, ευρούσα, το του Χριστού μνήμα, ένθα ταφείς ανέστη, σπουδαίως εζήτει. Και δυσχερώς μεν, συν Θεώ δε ευρίσκει. Τις δε η αιτία της δυσχερείας δια βραχέων ερώ. Ότι οι μεν τα του Χριστού φρονούντες, μετά τον καιρόν του πάθους, ετίμων το μνήμα. Οι δε φεύγοντες τα του Χριστού, χώσαντες τον τόπο, Αφροδίτης κατ' αυτού ναόν κατασκευάσαντες, επέστησαν άγαλμα μη ποιούντες μνήμην του τόπου. Τούτο μεν ουν πάλαι προυχώρει τη δε μητρί του Βασιλέως φανερόν τούτο εγένετο. Καθελούσα ουν το ξόανον, και τον τόπον εκχώσασα και καθαρόν εργασαμένη, τρεις ευρίσκει σταυρούς εν τω μνήματι, ένα μεν τον μακάριστον, εν ω ο Χριστός εξετανύσθη· τους δε ετέρους, εν οις οι σταυρωθέντες δύο λησταί τεθνήκεσαν. Συν αυτοίς δε εύροιτο και η του Πιλάτου σανίς, εν η Βασιλέα των Ιουδαίων τον σταυρωθέντα Χριστόν προσγράφων, εν διαφόροις γράμμασιν εκήρυττεν. Επεί δε αμφίβολος ην ο σταυρός ο ζητούμενος, ουχ η τυχούσα λύπη κατείχε την του βασιλέως μητέρα. Ουκ εις μακράν δε παύει τα της λύπης ο των Ιεροσολυμων επίσκοπος ω όνομα ην Μακάριος· λύει δε πίστει το αμφίβολον σημείον γαρ ήτει παρά του Θεού και ελάμβανε. Το δε σημείον ην τούτο. Γυνή τις των εγχωρίων νόσω χρονία ληφθείσα, προς αυτώ λοιπόν τω θανάτω εγένετο. Προσάγεσθαι ουν τη αποθνησκούση των σταυρών έκαστον ο επίσκοπος παρεσκεύασε, πιστεύσας αναρρωσθήναι την γυναίκα αψαμένην του Τιμίου Σταυρού. Και της ελπίδος ουχ ήμαρτε. Προσενεχθέντων γαρ των μη κυρίων δύο σταυρών, έμενεν ουχ ήττον η γυνή αποθνήσκουσα, ως δε ο τρίτος ο του Κυρίου προσηνέχθη, η αποθνήσκουσα ευθύς ανερρώσθη, και εν τοις υγιαίνουσιν ην. Τούτον μεν ουν τον τρόπον το του Σταυρού ξύλον εύρηται. Η δε του βασιλέως μήτηρ, οίκον μεν ευκτήριον εν τω του μνήματος τόπω πολυτελή κατεσκεύασεν, Ιερουσαλήμ τε νέαν έπωνόμασεν, αντιπρόσωπον τη Παλαιά, εκείνη και καταλελειμμένη ποιήσασα. Του δε σταυρού μέρος μεν τοι θήκη αργυρά περικλείσασα, μνημόσυνον τοις ιστορείν βουλομένοις, αυτόθι κατέλιπε το δε έτερον μέρος αποστέλλει τω βασιλεί, όπερ δεξάμενος και πιστεύσας τελείως σωθήσεσθαι την πόλιν, ένθα αν έκειτο φνλάττεσθαι , τω εαυτού ανδριάντι κατέκρυψεν... Και τους ήλους δε, οι ταις χερσί του Χριστού κατόι τον Σταυρόν ενεπάγησαν, ο Κωνσταντίνος λαβών, και γαρ και τούτους η μήτηρ εν τω μνήματι ευρούσα απέστειλε, χαλινούς τε και περικεφαλαίαν ποιήσας, εν τοις πολέμοις εκέχρητο» . Και Ερμείας δε ο Σωζόμενος εν εκκλησιαστική ιστορία (βιβλ. Β' § α΄ ) περί της ευρέσεως του ζωηφόρου Σταυρού και των αγίων ήλων, λέγει : Τα μεν δη κατά Νίκαιαν, μέχρι τούτου τέλος έσχε· και των ιερέων έκαστος οικαδε επανήλθεν ο δε βασιλεύς έχαιρεν υπερφυώς, συμφωνούσαν ορων περί το δόγμα την καθόλου εκκλησίαν χαριστήριά τε ανατιθείς τω Θεώ υπέρ της ομονοίας των επισκόπων, υπέρ τε αυτού και των παίδων και της βασιλείας, ωήθη δειν οίκον ευκτήριον τω Θεώ κατασκευάσαι εν Ιεροσολυμοις, αμφί τον καλούμενον κρανίου τόπον· περί δε τον αυτόν χρόνον, και Ελένη η αυτού μήτερ ήκεν εις Ιεροσόλυμα ευξάσθαί τε και τους ενταύθα ιερούς ιστορήσαι τόπους· ευλαβώς δε περί το δόγμα των χριστιανών διακειμένη, περί πολλού εποιείτο του σεβασμίου Σταυρού το ξύλον ευρείν· ην δε ούτε τούτου, ούτε του θεσπεσίου τάφου η εύρεσις ραδία· οι γαρ πάλαι την εκκλησίαν διώξαντες Έλληνες, έτι φυομένην την θρησκείαν πάση μηχανή σπουδάσαντες εκτεμείν, υπό πολλώ χώματι τον της δε τόπον κατέκρυψαν και εις ύψος ήγειραν βαθύτερον υπάρχοντα, ως νυν φαίνεται· περιλαβόντες δε πέριξ πάντα τον της 'Αναστάσεως χώρον και του κρανίου, διεκόσμησαν και λίθω την επιφάνειαν κατέστρωσαν και Αφροδίτης ναόν κατασκεύασαν, και ζώδιον ιδρύσαντο· ώστε τους αυτόθι τον Χριστόν προσκυνούντας, δόξαι την Αφροδίτην σέβειν · και τω χρόνω εις λήθην ελθείν την αληθή αιτίαν του περί τον τόπον σεβάσματος, μήτε των χριστιανών αδεώς εις τούτο φοιτάν, η ετέροις καταμηνύειν τολμώντων, και τουναντίον πιστουμένου του ελληνικού ναού και του αγάλματος. Εγένετο γε μην δήλος ο τόπος και εφωράθη η σπουδασθείσα περί αυτού πλάνη, ως μεν τινες λέγουσιν ανδρός Εβραίου, των ανά την έω οικούντων, εκ Πατρώας Γραφής καταμηνύσαντος, ως δε αληθέστερον εννοείν έστι του Θεού επιδείξαντος δια σημείων και ονειράτων · ου γαρ οίμαι τα θεία δείσθαι της παρ' ανθρώπων μηνύσεως, ηνίκα αν δήλα αυτά τω Θεώ χενέαθαι. Τηνικαύτα ουν, κατά πρόσταξιν του Βασιλέως, του τήδε χώρου καθαρθέντος εις βάθος, εν μέρει το της Αναστάσεως εφάνη άντρον· ε τέρωθι δε περί τον αυτόν τόπον τρεις ευρέθησαν σταυροί, και χωρίς άλλο ξύλον εν τάξει λευκώματος ρήμασι και γράμμασιν Εβραϊκούς, Ελληνικούς τε και Ρωμαϊκούς, τα δηλούντα Ιησούς ο Ναζωραίος, ο Βασιλεύς των Ιουδαίων. Και ταύτα μεν, ως η Ιερά βίβλ.ος των ευαγγελίων ιστορεί, ούτω συνέβη προγραφήναι υπέρ κεφαλής του Χριστού, Πιλάτον τούτο προστάξαντος, τον την Ιουδαίαν επιτροπεύοντος εργώδης δε έτι ετύγχανεν η του θείου σταυρού διάκρισις ει και ευρέθη, διερρυκότος αυτού του γράμματος και διερρηγμένου· άμα δε και των τριών σταυρών χύδην διεσπαρμένων, ως γε εικός, εν τη καθαιρεσει των σταυρωθέντων σωμάτων συγχυθείσης της τάξεως...
«Αδήλου ουν τυγχάνοντος έτι του θείου ξύλου και θειοτέρας ή κατ' ά νθρωπον δεομένου μηνύσεως, τοιόνδε τι συνέβη· γυνή τις ην εν Ιεροσολύμοις των επισήμων χαλεπωτάτω και ανιάτω νόσω κάμνουσα· προς ταύτην κειμένην ήλθε Μακάριος ο Ιεροσολύμων Επίσκοπος, παραλαβών την τον βασιλέως μητέρα και τους αμφ' αυτόν . Ευ ξάμενος τε πρότερον, και σύμβολον τάξας τοις αγώσιν, εκείνον είναι τον θείον Σταυρόν, ος επιτιθείς απαλλάξει της νόσου την γυναίκα, φέρων έκαστον αυτή των ξύλων προσήγαγεν, αλλά των μεν δύο επιτεθέντων ουδέν, ότι μη λήρος και γέλως έδοξεν είναι το γινόμενον, θανάτου εν θύραις όντος τον γυναίου· επεί δε το τρίτον ξύλον ομοίως προσήνεγκεν, εξαπίνης ανέβλεψε, και τας δυνάμεις αθροίσασα, παραχρήμα της στρωμνής υγιής απεπήδησε· λέγεται δε και νεκρόν τω ίσω τρόπω αναβιώναι. Του δε ευρεθέντος θεσπεσίου ξύλου, το μεν πλείστον εν αργυρά θήκη μέσον έτι και νυν εν Ιεροσολύμοις φυλάττεται μέρος δε η Βασιλίς προς Κωνσταντίνον τον παίδα διεκόμισεν ου μην αλλά και τους ήλους, οις το σώμα του Χριστού διεπεπερονητο. Εκ τούτων δε ιστορούσι, περικεφαλαίαν τον βασιλέα κατασκεύασαι, και χαλινόν ίππον κατά την Ζαχαρίου προφητείαν· ω δε προείρηται ως επι του παρόντος καιρού, έσται το επί τον χαλινόν του ίππου άγιον τω Κυρίω παντοκράτορι (Ζαχαρ. ιδ' 20)' ώδε γαρ αυταίς λέξεσιν ο Προφήτης φησί.
« Ταύτα πάλαι μεν έγνωστο και προείρητο τοις ιεροίς προφήταις, εις ύστερον δε δια θαυμαοίων εβεβαιούτο έργων ότε εν καιρώ δοκούν είναι τω Θεώ κατεφαίνετο· και θαυμαστόν ούπω τοσούτον, όπου γε και προς αυτών των Ελλήνων συνωμολόγηται· Σιβύλλης είναι τούτο.
« Ω ξύλον μακάριστον, εφ' ου Θεός εξετανύσθη. Τούτο γαρ και σπουδάζων τις ενάντιος είναι, ουκ αν αρνηθείη· προυσημαινεν ουν το του Σταυρού ξύλον, και το περί αυτού σέβας». Πρβλ. και Νικηφ. Καλλίστου Εκκλ. Ιστορ. Η' · § κθ').
Ο Θεοδώρητος περί της ενώσεως του Τιμίου Σταυρού ιστορεί τα εξής εν τω ιζ'. Κεφαλαίω της Εκκλησιαστικής αυτού Ιστορίας.
«Περί Ελένης της του βασιλέως μητρός, και της περί την οικοδομίαν του θείου ναού σπουδής».
«Τούτοις τοις γράμμασιν ουκ άλλος τις διηκόνησεν, αλλ' αυτή του βασιλέως η μήτηρ, η καλλίπαις εκείνη, και παρά πάντων διδόμενη των ευσεβών, η τον μέγαν τούτον φωστήρα τεκούσα και την της ευσεβείας αυτώ προσενεγκούσα τροφήν· Αύτη των της οδοιπορίας πόνων ανασχομένη, και του γήρως ου λογιασμένη τα πάθη· προ γαρ ολίγου της τελευτής την αποδημίαν ταύτην εποιήσατο, ογδοηκοντούτις δε το τέρμα του βίου κατείληφεν. Επειδή δε το χωρίον εκείνο είδε, το της κοινής σωτηρίας τα πάθη δεξάμενον, ευθύς μεν τον μυσαρόν εκείνον νεών καταλυθήναι και τον χουν εκφορηθήναι προσέταξε. Δήλου δε του κεκρυμμένου τάφου γενομένου, ώφθησαν τρεις παρά το μνήμα το δεσποτικόν κατεχωσμένοι σταυροί. Και ότι μεν εις εκ τούτων ο του Δεσπότου ημών και Σωτήρος Ιησού Χριστού ετύγχανεν ων, οι δ' έτεροι των συν αυτώ προσηλωθέντων ληστών, αναμφισβητήτως επίστευον άπαντες. Ηγνόουν δε όμως τον τω δεσποτικώ πελάσαντα σώματι και του τιμίου αίματος την λιβάδα δεξάμενον. 'Αλλ' ο σοφότατος εκείνος και θείος όντως Μακάριος, ο της πόλεως πρόεδρος, τοιώδε πόρω την απορίαν διέλυσε. Γυναικί γαρ περιφανεί νόσω κατεχομένη μακρά, έκαστον των σταυρών εκείνων μετά προσευχής σπουδαίως προσενεγκών, έγνω του σωτηρίου την δύναμιν. Παραυτίκα γαρ όντως τω γυναίω πελάσας την χαλεπήν εκείνην εξήλασε νόσον, και την άνθρωπον απέφηνεν υγιά. Ούτω δη του βασιλέως η μήτηρ μαθούσα το ποθούμενον, των ήλων τα μεν εις το βασιλικόν ενέβαλε κράνος, της του παιδός κεφαλής προμηθουμένη, ίνα τα των πολεμίων αποκρούηται βέλη· τα δε τω του ίππου ανέμιξε χαλινώ, και ασφάλειαν μηχανωμένη τω βασιλεί και παλαιά, προφητεία επιτιθείσα. Πόρρωθεν γαρ Ζαχαρίας ο προφήτης εβόα, και έσται το επί τω χαλινώ του ίππου άγιον τω Κυρίω παντοκράτορα. Του δε σωτηρίου σταυρού μοίραν μεν τινα τοις βασιλείοις απένειμε· το δε λοιπόν, θήκην εξ ύλης αργύρου ποιησαμένη, τω της πόλεως δέδωκεν επισκόπω, φυλάττειν παρεγγυήσασα ταις έπειτα γενεαίς τα της σωτηρίας: μνημόσυνα. Πάντοθεν δε παντοδαπής ύλης τεχνίτας αγείρασα, τους μεγίστους εκείνους και λαμπροτάτους νεώς εδομήσατο. Το δε τούτων κάλλος και μέγεθος εκφράσαι περιττόν άγαν υπείληφα πάντων, ως έπος ειπείν, των φιλοθέων εκείσε δεόντων και θεωμένων των έργων την πολυτέλειαν. Πεποίηκε δε και έτερον μνήμης άξιον η πανεύφημος εκείνη και αξιάγαστος βασιλίς Τας γαρ δια βίου την παρθενίαν αοκούσας συναγείρασα πάσας και επί στιβάδων πολλών κατακλίνασα, αυτή θεραπαινίδος έργον επλήρου, διακονούσα και όψα παρατιθείσα και κύλικας ορέγουσα και πράγουν επί λέβητος φέρουσα και ύδωρ ταις εκείνων χερσίν επιχέουσα. Ταύτα και τα τούτοις όμοια δράσασα, επανήλθε μεν προς τον παίδα· μετ' ευθυμίας δε εις τον έτερον μετέβη βίον, πλείστα τω παιδί περί της ευσεβούς πολιτείας εντειλαμένη. Και ταις εξιτηρίοις αυτόν επικλύσασα ευλογίαις. Εκείνη μεν ουν και μετά την τελευτήν τιμής τετύχηκεν, οποίαν τυχείν εχρήν την όντως επιμελώς και θερμώς τον των όλων τεθεραπευκυίαν Θεόν ».