Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024

Κυριακή πρὸ Χριστοῦ Γεννήσεως Ματθ. α΄, 1-52 Εὐθ. Ζιγαβηνοῦ Ἑρμηνεία τοῦ κατὰ Ματθαίον Εὐαγγέλιον

  Οἱ Εὐαγγελισταὶ ἐχαρακτήρισαν στὶς ἐπιγραφὲς τὴ διηγησή τους σὰν Εὐαγγέλιο. Ἔχομε τὴ μαρτυρία τοῦ Λουκᾶ ποὺ λέει· Ἐπειδὴ πολλοὶ προσπάθησαν νὰ συντάξουν διήγηση γιὰ τὰ γεγονότα ποὺ ἔχομε πληροφορηθῆ. Καὶ τὴν ὠνόμασαν Εὐαγγέλιο, γιατὶ φέρνει ἐλπιδοφόρο μήνυμα στοὺς ἀνθρώπους Κι αὐτὸ εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ κατάργηση τῶν δαιμόνων, ἡ παραγραφή τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ ἀναγέννηση, ἡ υἱοθεσία καὶ κληρονομία τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Εὐαγγελισταὶ δὲν εἶναι μόνο αὐτοὶ οἱ τέσσερις ἀλλὰ ὅλοι μαζὶ οἱ ἀπόστολοι, ποὺ γιὰ ὅλους μαζὶ ἐκήρυξε ἀπὸ παλαιὰ ὁ Ἡσαΐας·  Πόσον ὡραῖα τὰ πόδια ἐκείνων ποὺ εὐαγγελίζονται τὰ ἀγαθὰ. Ἀλλὰ
ξεχωριστὰ οἱ τέσσερις ὠνομάστηκαν εὐαγγελισταί, γιατὶ μᾶς ἔδωσαν γραπτή ἀφήγηση κι ἐξιστόρηση γιὰ ὅλα· ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔκαμαν τὸ ἴδιο σὲ λόγο προφορικό.

«Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ».  Γένεση ἐδῶ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θεωρεῖ τὴ γέννηση. Ἔχει κι αὐτὴ τὴ σημασία ἡ γένεση, λέη μὲ περιεχόμενο γενικό.  Μερικοὶ λένε τὸ ἑξῆς· ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ὑπερφυσική του γέννηση ἀπὸ τὴν Παρθένο παρουσίασε μὲ τρόπο καινὸ τὴ φυσικὴ γέννηση, κατ’ ἀκολουθία κι ὁ εὐαγγελιστὴς ἐχρησιμοποίησε κατὰ τρόπο καινὸ τὴ λέξη γέννηση, ὀνομάζοντάς την γένεση.
 

 

 

Τὸ ὄνομα Ἰησοῦς, εἶναι ἑβραϊκὸ καὶ σημαίνει τὸ Σωτῆρα. Αὐτός, λέει, θὰ σώση τὸ λαό του ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του. Ἀκούοντας Ἰησοῦ μπορεῖ ν’ ἀπατηθῆς ἀπὸ τὴν ὁμωνυμία, ἐπειδὴ εἶναι καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ. Γι’ αὐτὸ δὲν εἶπε Ἰησοῦ μόνο ἀλλὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, διαστέλλοντας αὐτὸν ἀπὸ κεῖνον.  Θ’ ἀπορήση κανένας ποὺ τὸ βιβλίο αὐτὸ δὲν ἀναφέρεται μόνο στὴ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ ἀλλὰ σὲ ὅλη τὴν θεία οἰκονομία τῆς ἐνανθρωπήσεως καὶ τῆς ζωῆς του. Ἡ λύση τῆς ἀπορίας εἶναι τούτη· ἡ συγκεφαλαίωση ὅλης τῆς οἰκονομίας καὶ τῆς ζωῆς του   καὶ τῆς σωτηρίας μας ἀρχὴ καὶ ρίζα εἶναι ἡ γέννηση.  Τοῦτο εἶναι γεμᾶτο ἀπὸ συγκλονισμὸ καὶ φρίκη, πάνω ἀπὸ κάθε ἐλπίδα κι ἀπαντοχή· νὰ γίνη ὁ Θεὸς ἄνθρωπος. Ἔπειτα ἀπὸ τὴν πραγματοποίηση τούτου, τἀ ἄλλα ἔρχονται μὲ λογικὴν ἀκολουθία. Ἀπὸ τὸ σημαντικώτερο λοιπὸν σημεῖο ὠνομάστηκε ὅλο τὸ βιβλίο «Βίβλος Γενέσεως». Ὅμοια κι ὁ Μωυσῆς Βίβλο Γενέσεως τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς ὠνόμασε τὸ πρῶτο βιβλίο του, ἐνῶ δὲν κάνει λόγο γιὰ τὸν οὐρανό καὶ τῆ γῆ μόνο ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅ,τι βρίσκεται ἀνάμεσά τους.
Κι ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ὑπερφυσικὰ μὲ τὴν ἄσπορο σύλληψη τῆς Παρθένου ἀλλὰ καὶ φυσικά, ἀφοῦ σὰν βρέφος ἀνθρώπου ἐθήλασε, εἶπε στὴν ἀρχὴ ὁ εὐαγγελιστὴς Βίβλο Γενέσεως, ὑπονοῶντας τὸ ὑπερφυσικό. Πιὸ κάτω ὅμως φανερώνοντας τὸ φυσικὸ εἶπε· τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γένεση ἔγινε μὲ τὸν ἀκόλουθο τρόπο. Μερικοὶ ἐνοοῦν μὲ τὴ λέξη γένεση πῶς πραγματοποιήθηκε ἡ ἔλευση τοῦ τοῦ Χριστοῦ στὴ γῆ.
«Τοῦ γιοῦ τοῦ Δαυΐδ, τοῦ γιοῦ τοῦ Ἀβραάμ». Γιὸ τοῦ Δαυΐδ ἀποκαλεῖ τὸ Χριστὸ καὶ γιὸ τοῦ Ἀβραάμ τὸ Δαΰιδ καὶ ὁδηγεῖ ἔτσι τὴ μνήμη τῶν ἀκροατῶν του στὶς ὑποσχέσεις. Γιατὶ στὸ παρελθὸν ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς καὶ στὸν Ἀβραὰμ καί στὸ Δαυΐδ ὅτι θ’ ἀναστήση ἀπ’  αὐτοὺς τὸ Χριστό. Ἐπειδὴ οἱ ἀκροαταὶ κρατοῦσαν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ὅπως  προαναφέραμε, ἐγνώριζαν τὶς ὑποσχέσεις. Κι ἀνέφερε πρῶτα τὸ Δαυΐδ, γιατὶ τὸν εἶχαν ὅλοι στὰ στόματά τους, καθὼς ἦταν μεγάλος προφήτης κι ἐνδοξότατος βασιλεὺς καὶ δὲν εἶχε πεθάνει πολὺ παλαιά. Ἐνῶ ὁ Ἀβραὰμ μολονότι ἦταν κι αὐτὸς σὰν πατριάρχης πολὺ ἐπιφανὴς, ἐπειδὴ εἶχε πεθάνει στὸ ἀπώτερο παρελθὸν, δὲν βρισκόταν στὴ σκέψη τους τόσο συχνά.  Καὶ στοὺς δύο εἶχε δώσει ὑποσχέσεις ὁ Θεὸς ἀλλὰ τὸ παλιὸ ἐκεῖνο τὸ ἀποσιωποῦσαν· ἐνῶ τὸ πιὸ πρόσφατο ἐπαναλαμβανόταν ἀπὸ ὅλους.  Δὲν ἔρχεται ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴ γενιὰ τοῦ Δαυΐδ καὶ ἀπὸ τὴ Βηθλεέμ, ὅπου ἔζησε ὁ Δαυΐδ; Ἔτσι κανένας δὲν τόν ἔλεγε γιὸ τοῦ Ἀβραάμ, τὸν ἀποκαλοῦσαν ὅλοι γιὸ τοῦ Δαυΐδ. Ἔτσι λοιπὸν ἀρχίζει ἀπὸ τὸν περισσότερο γνωστὸ κι ἀνεβαίνει στὸν παλιότερο.
Ὁ Ματθαῖος, ἐπειδὴ ἀπευθυνόταν πρὸς τοὺς Ἑβραίους, ἀνέβασε τὴ γενεαλογία ἀρχίζοντας ὄχι πιὸ πάνω ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ καὶ κατέβηκε ὡς τὸ Χριστό, παρουσιάζοντας ὅτι προῆλθε ἀπὸ τὴ γενιὰ τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Δαυΐδ, σύμφωνα μὲ τήν ὑπόσχεση πρὸς αὐτοὺς.  Τίποτα δὲν ἡσύχαζε τόσο τοὺς πιστοὺς ποὺ προέρχονταν ἀπὸ Ἰουδαίους, ὅσο τὸ ν’ ἀκούσουν ὅτι ὁ Χριστὸς καταγόταν ἀπὸ τὴ γενιὰ τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Δαυΐδ, ἐπειδὴ ἀπὸ κείνους τὸν περίμεναν. Ἐνῶ ὁ Λουκᾶς, ἐπειδὴ διὰ μέσου τοῦ Θεοφίλου ἐπικοινωνοῦσε μὲ ὅλους ἀπὸ κοινοῦ τοὺς πιστοὺς, ὁλοκληρώνει τὴ γενεαλογία ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ φτάνοντας στὸν Ἀβραὰμ, γιὰ νὰ δείξη πόσες γενεὲς μεσολαβοῦσαν ἀνάμεσα στὸ νέο καὶ τὸν παλαιὸ Ἀδὰμ κι ἐπάνω σὲ πόσες γενεὲς βασίλεψε ἡ ἁμαρτία. Ἡ διαφορὰ τῶν γεγονότων ποὺ ἀποδείχτηκαν προσιδιώρισε καὶ τὴ διαφορὰ τῶν ἀποδείξεων. Ὁ Ματθαῖος πού ἀνέφερε κατ’ ἀνάγκη τὸν Ἀβρααμ, εὔλογα κατεβαίνει ἀπ’ αὐτὸν στὸ Χριστὸ πού γενεαλογεῖ· ἐνῶ ὁ Λουκᾶς, ποὺ δὲν τοῦ χρειάσθηκε ν’ ἀναφέρη τὸν Ἀβραὰμ ἀλλὰ ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Χριστό, ἀκολούθησε τὸν ἀντίστροφο δρόμο. Εἶναι συνηθισμένη στοὺς Ἑβραίους καὶ ἡ ἀντίστροφη γενεαλόγηση.
«Ἀβραὰμ...ἀδελφούς του». Ἦταν συνήθεια νὰ στηρίζουν τὴ γενεαλογία στοὺς ἄνδρες ἀπογόνους. Ὁ ἄνδρας γεννᾶ κι αὐτὸς εἶναι ἀρχὴ καὶ ρίζα τοῦ παιδιοῦ καὶ τῆς γυναίκας κεφαλή.  Κι ἡ γυναίκα ποὺ ἐκτρέφει καὶ ζεσταίνει καὶ συναυξάνει τὸ σπέρμα, ἔχει δοθῆ βοηθὸς στὸν ἄνδρα.  Τὸν Ἰούδα τὸν πῆρε ἀπὸ τοὺς ἄλλους γιοὺς τοῦ Ἰακώβ, ἄν καὶ δὲν ἦταν πρωτότοκος, ἐπειδὴ ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα καταγόταν ὁ Χριστός. Κι ἐπειδὴ στὶς γενεαλογίες μνημονεύεται ἕνας πάντοτε διάδοχος, πρέπει νὰ παρατηρηθῆ, ὅτι ὅπου μνημονεύονται περισσότεροι, δὲ γίνεται χωρὶς αἰτία ἡ προσθήκη αὐτή· ἔχει τὸ λόγο της.  Μνημόνευσε ἀμέσως τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ Ἰοῦδα, ἐπειδὴ οἱ Ἰσραηλῖτες ἀποτελοῦν ἕνα ἔθνος, ποὺ ἀναφέρεται σὲ δώδεακ γενάρχες, ποὺ εἶναι οἱ δώδεκα γιοὶ τοῦ Ἰακώβ. Καὶ μοιάζει νὰ εἶναι κι αὐτοὶ πρόγονοι τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ εἶναι ἀρχηγοὶ τῶν φυλῶν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ ἔθνους ἀπ’ ὅπου βλάστησε ὁ Χριστὸς.
Ἀβραὰμ σημαίνει πατέρας ἐθνῶν· Ἰασαὰκ χαρά καὶ γέλιο.
Ἰούδας - Θάμαρ (Ζαρὰ εἶναι ἀνατολἠ. Φαρὲς σημαίνει χώρισμα ἤ διακοπή, γ’ αὐτὸ καὶ Φαρισαῖοι λέγονται, ἐπειδὴ ξεχώριζαν ἀπὸ τὴν ἐπαφὴ μὲ τοὺς πολλοὺς).
Ὁ Ἰούδας ἦταν τέταρτος γιὸς τοῦ Ἰακώβ κι ἔδωσε γυναῖκα τὴ Θάμαρ στὸν πρῶτο του γιό, τὸν Ἥρ. Ὅταν αὐτὸς πέθανε ἄτεκνος τὴν ἐνύμφευσε μὲ τὸ δεύτερο, τὸν Αὐνάν, κι ὅταν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο πέθανε κι αὐτὸς ὑποσχέθηκε νὰ τὴν ἑνώση καὶ μὲ τὸν τρίτο τὸ Σηλώμ. Ἀνέβαλλε ὅμως τὸ γάμο ἐπειδὴ φοβήθηκε μήπως πεθάνη ἀμέσως. Ἡ νύφη ὅμως ἐπιθυμοῦσε πολὺ ν’ ἀποκτήση παιδὶ ἀπὸ τὴ γενιὰ τοῦ Ἀβραάμ, ἐπειδὴ ἦταν λαμπρὴ καὶ φημισμένη. Κι ὅταν εἶδε τὶς ἀναβολὲς τοῦ Ἰούδα σκέφτηκε νά τὸν παγιδεύση.  Μεταμφιέστηκε σὲ πόρνη καὶ σκεπασμένη μὲ τὴν καλύπτρα της κάθησε στὶς πύλες τῆς πόλης. Τὴν εἶδε ὁ Ἰούδας καὶ χωρὶς νὰ γνωρίζη πῆγε μαζί της κι ἀφοῦ ἁμάρτησε μαζί της, τὴν ἄφησε ἔγκυο διδύμων γιῶν. Ἦρθε ἡ ὥρα τῶν πόνων κι ἦταν νὰ γεννήσῃ τὸ Φαρὲς καὶ τὸν Ζαρά, ὅταν ὁ Ζαρὰ ἔβγαλε πρῶτος τὸ χέρι του. Ὄταν ἡ μαῖα τὸν εἶδε, ἐπειδὴ θέλησε νὰ ξεχωρίση τὸν πρωτότοκο ἔδεσε μὲ κόκκινο τὸ χέρι τοῦ παιδιοῦ. Ἀμέσως τότε τὸ παιδὶ μάζεψε τὸ χέρι του, καὶ ἀκολούθησε ἡ γέννηση πρῶτα τοῦ Φαρὲς κι ἔπειτα τοῦ Ζαρᾶ. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἱστορία.  Φυσικὸ ἦταν νὰ περιλάβη στὴ γενεαλογία τὸ Φαρὲς μονάχα, γιατὶ μ’ αὐτὸν ἡ γενιὰ ἀνεβαίνει στὸ Δαυΐδ. Τώρα συμπεριλαμβάνει καὶ τὸ Ζαρά, σὰν σύμβολο τοῦ Χριστιανικοῦ λαοῦ. Ὁ Φαρὲς ἦταν τύπος τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ. Στὴν περίπτωση τούτη ὁ Ζαρὰ πρῶτος ἔβγαλε τὸ χέρι του καὶ τὸ μάζεψε, γιὰ νὰ γεννηθῆ ἀφοῦ γλίστρησε πρῶτος ὁ Φαρές. Ἔτσι καὶ στὴν πολιτεία τοῦ Εὐαγγελίου. Ἕνα μέρος της φάνηκε στὰ χρόνια τοῦ Ἀβραάμ, ποὺ ὑποχώρησε, γιὰ νὰ φανῆ, ἡ πολιτεία τοῦ νόμου, κι ἔπειτα ἀπ’ αὐτὴ ἄστραψε μ’ ὅλη τὴ λάμψη της ἡ πολιτεία τοῦ   Εὐαγγελίου.  Βλέπεις ὅτι δὲν ἔχει μάταια συμπεριληφθῆ ὁ Ζαρά.
Ἄρα μήτε τὴ Θάμαρ δὲν ἀνέφερε ἄκαιρα, οὔτε τὶς ἄλλες τρεῖς γυναῖκες κατόπιν. Ἀθεμιτόγαμη ἦταν ἡ Θάμαρ ποὺ συνευρέθηκε μὲ τὸν πεθερὸ της, πόρνη ἡ Ραάβ, ἡ Ρούθ ἀλλόφυλη κι ἡ γυναίκα τοῦ Οὐρία Βηρσαβεὲ μοιχαλίδα, ὅπως ἀναφέρουν οἱ σχετικὲς διηγήσεις. Τὶς ἀναφέρει ὅμως, γιὰ νὰ δείξει ὅτι δὲν ντρεπόταν ὁ Χριστὸς, ποὺ   καταγόταν ἀπὸ τέτοιους προγόνους, ποὺ ὀ ἕνας τους ἦταν καρπὸς ἀθέμιτου γάμου, ὁ ἄλλος πορνείας, ὁ τρίτος προερχόταν ἀπὸ ἀλλόφυλη κι ὁ ἄλλος ἀπὸ μοιχαλίδα. Σὲ τίποτα δὲ ζημιώνουν τὸν ἐνάρετο οἱ ἀθεμιτουργίες τῶν προγόνων.  Γιατὶ καθένας ἀπὸ τὴ δικές του πράξεις κρίνεται ἄξιος ἤ ἀνάξιος. Γι’ αὐτό ἐξ ἄλλου ἦρθε κι ὁ Χριστὸς ὄχι γιὰ νὰ ἐξαφανιστοῦν οἱ ντροπὲς μας, ἀλλὰ νὰ τὶς φανερώση καὶ μὲ τὶς ἀρετὲς του νὰ τὶς ὑπερνικήση. Ἦρθε σὰν γιατρὸς ὄχι σὰν κριτής.  Τοῦτος εἶναι ὁ πρῶτος λόγος. Ὁ δεύτερος· ἐπειδή οἱ Ἰουδαῖοι παραμελῶντας τὶς ἀρετὲς τῆς ψυχῆς ἐκόμπαζαν γιὰ τοὺς προγόνους τους προβάλλοντας σ’ ὅλες τὶς διευθύνσεις τὴν ἀνωτερότητα ἐκείνων, περιορίζει τὴν περηφάνειά τους φανερώνοντας ὅτι κι ἐκεῖνοι γεννήθηκαν ἀπὸ παρανόμους γάμους. Ἀμέσως-ἀμέσως, ὁ Πατριάρχης τους Ἰούδας, ποὺ τοὺς ἐχάρισε καὶ τὸ ὄνομα ἀπὸ ἀθέμιτο γάμο τοὺς ἔδωσε τὸν προγονό τους Φαρὲς καὶ τὸ Ζαρὰ. Κι ὁ φημισμένος Δαυΐδ ἀπόχτησε ἀπὸ μοιχεία τὸ Σολομῶντα.  Μάταια λοιπὸν μεγαλοπιάνονταν γιὰ τοὺς προγόνους. Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο –νομίζω- μνημονεύθηκαν κι οἱ ἀδελφοί τοῦ Ἰούδα. Οἱ τέσσερις τους γεννήθηκαν ἀπὸ σκλαβοποῦλες, κανένα τους   ὅμως δὲν ἔβλαψε ἡ διαφορά τῆς καταγωγῆς. Ὅλοι τὸ ἴδιο ἔγιναν πατριάρχες κι ἀρχηγοὶ φυλῶν. Τρίτος λόγος ὅτι οἱ γυναῖκες ἐκεῖνες συμβόλιζαν τὴν ἐκκλησία τῶν ἐθνῶν. Ὅπως ἐκεῖνες, ἄν καὶ σκλάβες στ’ ἁμαρτήματά τους, τὶς ἀπόχτησαν οἱ ἄνδρες ποὺ ἀνάφερα, ἔτσι κι ὁ Χριστὸς συνέδε τὸν ἑαυτὸ του τὴν ἀνθρώπινη φύση, σκλάβα σὲ λογῆς ἁμαρτήματα. Κι ὅπως δὲν περιφρόνησε τὴν καταγωγή του ἀπὸ τέτοιες γυναῖκες, τὸ ἴδιο δὲν περιφρόνησε καὶ τὸ γάμο μὲ τὴν Ἐκκλησία. Συνάμα διδασκόμαστε ἀπὸ τὰ περιστατικὰ ταῦτα νὰ μὴν ντρεπώμαστε γιὰ τὶς ἁμαρτίες τῶν προγόνων μας ἀλλὰ γιὰ τὶς δικὲς μας, οὔτε νὰ μεγαλοφρονοῦμε γιὰ τοὺς προγόνους ἀλλὰ νὰ φροντίζωμε γιὰ τὴν ἀρετὴ τὴ δικὴ μας. Μήτε νὰ ταπεινώνωμε ὅσους ἀπὸ γάμους διαβλητούς, ἔγιναν ὡστόσο ἐνάρετοι, μήτε νά παραγνωρίζωμε ὅσους ἔρχονται στὴν πίστη ὕστερ’ ἀπὸ διάφορα ἁμαρτήματα.
«Φαρὲς...... Βαβυλῶνος»- Τὸ τέταρτο βιβλίο τῶν Βασιλειῶν καὶ τὸ δεύτερο τῶν Παραλειπομένων ἀναφέρουν τρεῖς γιοὺς τοῦ Ἰωσία, τὸν Ἰωάχαζ καὶ τὸν Ἰωακεὶμ –ποὺ λεγόταν κι Ἐλιακείμ- καὶ τὸ Σεδεκία, ποὺ λεγόταν καὶ Ματθανίας· κι ὅτι ἀπὸ κάποιον ἀπ’ αὐτούς, τὸν Ἰωακείμ, γεννήθηκε ὁ Ἰεχονίας. Τὸ βιβλίο ὅμως τοῦ Ἔσδρα ἀναγράφει τὸν Ἰεχονία σὰν γιὸ τοῦ Ἰωσία, ὅπως ὁ σημερινὸς Εὐαγγελλιστής.  Θὰ δεχτοῦμε λοιπόν, ὅτι τὸν ἴδιο ποὺ τὰ δύο βιβλία ὀνομάζουν Ἰωάχαζ, ὁ Ἔσδρας ἀποκαλεῖ Ἰεχονία. Εἶχε δύο ὀνόματα, ὅπως καὶ οἱ ἀδελφοί του.  Γιατὶ ὅσα καθέκαστα ἀνέφεραν ἐκεῖνα τὰ δύο γιὰ τὸν Ἰωάχαζ, τὰ ἴδια ἀπαράλλαχτα ὁ Ἔσδρας ἀποδίδει στὸν Ἰεχονία, ὅτι δηλαδὴ εἶχε μητέρα τὴν Ἀμιτὰδ, κόρη τοῦ Ἰερεμία, ὅτι ἔγινε βασιλιὰς εἰκοσιτριῶν χρονῶν, ὅτι ἔπειτα ἀπὸ τριῶν μηνῶν βασιλεία μονάχα τὸν ἐκθρόνισε ὁ Φαραὼ τῆς Αἰγύπτου καὶ τὸν ἔφερε σκάβο στὴν Αἰγυπτο.
Ὥστε λοιπὸν ἦταν ἄλλος ὁ Ἰεχονίας, ὁ γιὸς τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ κανένα βιβλίο δὲν ἔγραψε τοὺς ἀδελφοὺς του.  Κι εἶναι φυσικό, ὅταν κατατροπώθηκαν οἱ Αἰγύπτιοι ἀπὸ τὸ Ναβουχοδονόσορα, τὸ βασιλέα τῆς Βαβυλῶνος, ὅτι μεταφέρθηκε στὴ Βαβυλῶνα κι ὁ Ἰεχονίας κι ἐκεῖ γέννησε τὸ Σαλαθιήλ. Ὁ Ἰωσίας, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, γέννησε τὸν Ἰεχονία καὶ τοὺς ἀδελφούς τους, ἐπὶ   μετοικεσίας Βαβυλῶνος. Ὁ Ἰωσίας τοὺς γέννησε βέβαια πρὶν ἀπὸ τὴ μετοικεσία τῶν Ἰουδαίων στὴ Βαβυλῶνα. Ἐπομένως ἡ ἔκφραση «ἐπὶ τῆς μετοικεσίας» σημαίνει «κοντὰ στὴν ἐποχὴ τῆς μετοικεσίας. Ἀνέφερε καὶ τοὺς ἀδελφούς του, γιατὶ κι ἐκεῖνοι μὲ τὴ σειρά τους ὅλοι ἐβασίλεψαν καὶ μεταφέρθηκαν καὶ τοῦτοι ἀπὸ τὸ Ναβουχοδονόσορα στὴ Βαβυλῶνα αἰχμάλωτοί του.
(Γιὰ ποιό λόγο τώρα στὴ μεσαία αὐτὴ περίοδο παρέλειψε τρεῖς βασιλιάδες τὸν Ὀχοζία, γιὸ τοῦ Ἰωράμ, καὶ τὸν Ἰωάς, γιὸ τοῦ Ὀχοσία καὶ γιὸ τοῦ Ἰωὰς, τὸν Ἀμεσία; Γιατὶ ὁ Ἀμεσίας γέννησε κατὰ τὸ τέταρτο βιβλίο τῶν Βασιλειῶν τὸν Ἀζαρία, ποὺ τὸ δεύτερο βιβλίο τὸ ὀνομάζει Ὀζία, εἶχε δὺο ὀνόματα. Ὅτι ὁ Ἰωρὰμ ἐγέννησε τὸν Ὀζία εἶναι φανερό, ἀφοῦ ὁ δεύτερος ἦταν ἀπόγονος τοῦ πρώτου.  Γιὰ ποιὸν ὅμως λόγο ἀποσιωπήθηκαν οἱ τρεῖς βασιλιάδες ποὺ εἴπαμε, κανεὶς ὡς τώρα δὲν τὸ εἶπε.  Πολὺ δύσκολο τὸ πρόβλημα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τῶν χρόνων μας, γιατὶ κι ἀπὸ τοὺς πρὶν ἀπὸ μᾶς δὲ βρῆκε τὴ λύση του.
«Μετὰ δὲ ... ὁ λεγόμενος Χριστὸς». Ἀφοῦ ἔφτασε στὸν Ἰωσήφ, δὲ σταμάτησε τὸ λόγο ὡς αὐτὸν ἀλλὰ πρόσθεσε τὸ χαρακτηρισμὸ του «τὸν ἄνδρα τῆς Μαρίας» ἐπεξηγῶντας ὅτι γι’ αὐτὴν τὸν συμπεριέλαβε στὴ γενεαλογία. Ἐπειδὴ δὲν ἦταν συνήθεια νὰ συμπεριλαμβάνωνται στὶς γενεαλογίες γυναῖκες, πρόσεξε καὶ τὴ συνήθεια νὰ διατηρήση καὶ μὲ ἄλλο τρόπο νὰ δείξῃ ὅτι ὁ Χριστὸς κατάγεται ἀπὸ τὴ γενιὰ τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Δαυΐδ. Μὲ τὸ νὰ συμπεριλάβη ὅμως στὴ γενεαλογία τὸ μνηστῆρα τῆς Μητέρας τοῦ Χριστοῦ ἀπέδειξε αὐτὸ ποὺ ἤθελε. Ἀφοῦ ὁ Ἰωσὴφ φάνηκε νὰ κρατάη ἀπὸ τὴ γενιὰ ἐκείνων, εἶναι φανερό ὅτι ἀπ’ αὐτοὺς καταγόταν καὶ ἡ Θεοτόκος. Γιατὶ δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ πάρη μνηστὴ παρὰ μονάχα ἀπὸ τὴ φυλή του, τὴν ἴδια τὴν πατριά, παναπῆ τὴ συγγένεια.Κι ἐπειδὴ ἦταν ὁ Ἰωσὴφ μνηστῆρας τῆς τὸν ὠνόμασε ἄνδρα της.  Καὶ προχωρῶντας τὴν ὀνομάζει ἐκείνη γυναῖκα του, ἐπειδὴ ἦταν μνηστὴ του. Αὐτὸ τὸ ὄνομα ἦταν συνήθεια νὰ χρησιμοποιοῦν στὴν περίπτωση τῆς μνηστείας.
«Πᾶσαι οὖν... δεκατέσσαρες». Δικαιολογήμένα χώρισε τὶς γενιὲς σὲ τρεῖς περιόδους, ἐπειδὴ, ἄλλαξαν οἱ Ἑβραῖοι τρία διαφορετικὰ πολιτεύματα. Ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ ὡς τὸ Δαβίδ, ἔπειτα ἀπὸ τὸ Μωϋσῆ καὶ τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ ἦταν ἡ ἡγεμονία τῶν κριτῶν. Ἀπὸ τὸ Δαβίδ καὶ τὴ μετοικεσία τῆς Βαβυλῶνος εἶχαν τὰ ἡνία οἱ βασιλιάδες.  Κι ἀπὸ τὴ μετοικεσία τῆς Βαβυλῶνος ὡς τὸ Χριστὸ κυβερνοῦσαν οἱ ἀρχιερεῖς. Κι ὅταν ἦρθε ὁ Χριστὸς, ὁ ἀληθινὸς Κριτὴς καὶ βασιλιὰς καὶ Ἀρχιερέας κατατέθηκαν τὰ πολιτεύματα ποὺ μνημονεύσαμε. Ἀξίζει νὰ ρωτήση κανεὶς. Πῶς στὴ Τρίτη περίοδο, ἐνῶ θέτει δώδεκα πρόσωπα, μιλᾶ γιὰ δεκατέσσερις γενιές.  Θεωρεῖ σὰν γενιὰ καὶ τὸν καιρὸ τὴς μετοικεσίας καὶ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ καθὼς λέει ὁ Χρυσόστομος.
«Τοῦ δὲ Ἰησοῦ... οὕτως ἦν». Ὅπως δηλαδὴ θὰ διηγηθῆ παρακάτω.
«Μνηστευθείσης...ἐκ Πνεύματος Ἁγίου». Πρὶν αὐτοὶ ἔρθουν σὲ σχέση. Δὲν εἶπε, πρὶν ἔρθη ἐκείνη στὸ σπίτι του, γιατὶ ἐκεῖ ἦταν. Συνήθιζαν οἱ πολλοὶ νὰ ἔχουν γιὰ ἀσφάλεια, τὴ μνηστή τους στὸ σπίτι τους. Τὸ εὑρέθηκε τὸ χρημοποιεῖ ἀντὶ τοῦ φάνηκε. Εἶπε «εὑρέθηκε» γιὰ νὰ ἐκδηλώση τὸ ἀπροσδόκητο.  Κι ἐπειδὴ εἶδε ὅτι εὑρέθηκε ἔγκυος, γιὰ νὰ μὴ σκανδαλιστῆ κανένας ἀκούοντάς το, διώρθωσε μονάχα τὸ λόγο προσθέτοντας ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα
Καὶ γιὰ ποιό λόγο δὲν ἔμεινε ἔγκυος πρὸς ἀπὸ τὴ μνήστευσή της; Γιὰ νὰ μὴ θανατωθῆ σὰν ὕποπτη παραπτώματος. Ποιός θὰ πίστευε, ὅτι δὲν εἶχε σχέση μέ ἄνδρα; Γι’ αὐτὸ λοιπὸν συλλαμβάνει ἔπειτα ἀπὸ τὴ μνηστεία της καὶ μέσα στὸ σπίτι τοῦ Ἰωσήφ, γιὰ νὰ νομιστῆ ὅτι ἐκεῖνος ἦταν ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ καὶ νὰ διαφύγη ἔτσι τὸν κίνδυνο.  Θὰ εὕρισκε ἀκόμα στὸ πρόσωπο ἐκείνου τὸν προστάτη καὶ κηδεμόνα καὶ μάλιστα κατὰ τὸν καιρὸ τῆς φυγῆς στὴν Αἴγυπτο.
Ἄς μὴ ρωτήσωμε τώρα πῶς ἔγινε ἡ σύλληψη κι ἄς μὴν ἐρευνήσωμε, πῶς διαμορφώθηκε τὸ ἔμβρυο. Αὐτὸ δὲν τὸ φανέρωσε οὔτε ὁ Εὐαγγελιστὴς, οὔτε ὁ ἄγγελος πρὶν ἀπ’ αὐτὸν, ποὺ εὐαγγελίστηκε στὴ Θεοτόκο τὴ σύλληψη τοῦ Χριστοῦ. Τὸ ἀποσιώπησαν κι ἐκεῖνοι, ἐπειδὴ εἶναι ἀκόμη εἶναι ἀκατάληπτο σὲ ὅλους καὶ μόνο στὴ μακάρια Τριάδα γνωστό.  Σὲ τοῦτο περιώρισε τὴ γνώση σου· ὅτι ὁ Γιὸς ἔλαβε σάρκα, μὲ τὴ θέληση τοῦ Πατέρα καὶ τὴ συνεργασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
«Ἰωσήφ... ἀπολῦσαι αὐτὴν». –Δίκαιος λέγεται αὐτὸς ποὺ μισεῖ τὴν πλεονεξία, λέγεται κι ὁ ἐνάρετος γενικά, ὅπως καὶ τώρα ὁ Ἰωσήφ ἔχει τὴ μαρτυρία ὅτι εἶναι δίκαιος καὶ γιὰ τὶς ἄλλες ἀρετές του καὶ γιὰ τὴ πραότητα καὶ τὴν καλοσύνη του. Ὁ «παραδειγματισμὸς» γινόταν, ὅταν ὁ ἄνδρας ὡδηγοῦσε στὸ συνέδριο τὴ γυναῖκα πού τή βάρυνε ὑποψία, ἐκεῖ τὴν κατηγοροῦσε καὶ φανερὰ τὴν ἔδιωχνε ἀπὸ τὸ σπίτι του. Τοῦτο δὲν ἤθελε νὰ τὸ κάμη ὁ Ἰωσὴφ γι’ αὐτὸ καὶ θέλησε νὰ τὴν ἀπομακρύνει   κρυφά·  ἔτσι κι αὐτὸς δὲ θὰ εἶχε εὐθύνη ἔναντι τοῦ νόμου ποὺ ὥριζε νὰ διώχνουν ὅσες συνελάμβαναν ἀπὸ ἄλλον ἄνδρα, κι ἐκείνην θὰ τὴν προφύλαγαε ἀπὸ συμφορές, ἀφοῦ δὲ θὰ κοινολογοῦσε τὸ περιστατικό.
«Ταῦτα δὲ .... ἐφάνη αὐτῷ». Βλέπετε τὴ ὑπερβολὴ τῆς πραότητάς του; Ὄχι μόνο  δέν εἶπε τίποτε σέ κανένα ἄλλο γιὰ τὴν ἀπόφασή του, ἀλλὰ μήτε σ’ ἐκείνη ποὺ ὑποπτευόταν.  Σκέφτηκε μόνος του νὰ τὴν ἀφήση κρυφά.  Καὶ γιὰ ποιά αἰτία ὁ ἄγγελος δὲν ἔκαμε λόγο στὸν Ἰωσὴφ γιὰ τὴν ἄσπορο σύλληψη, πρὶν φανῆ ἡ ἐγκυμοσύνη της; Γιατὶ δὲ θὰ γινόταν πιστευτὴ ἡ παράδοξη ἀγγελία του.  Τοῦ μιλάει λοιπόν, ὅταν ἡ ἐγκυμοσύνη ἦταν φανερὴ καὶ τὸν πείθει εὔκολα.  Καὶ γιατὶ δὲν κάμει τὴν ἀποκάλυψη ἡ Παρθένος ὕστερ’ ἀπὸ προηγούμενη ὑπόδειξη τοῦ Γαβριήλ; Γιατὶ ἐγνώριζε ὅτι δὲ θὰ γινόταν πιστευτή, κι ἀκόμα θὰ τὸν ἐθύμωνε, ἐπειδὴ προσπαθοῦσε νὰ συγκαλύψη τὸ σφάλμα της.  Καὶ γιατὶ δὲν ἔμηνυσε ὁ ἄγγελος καὶ στὴν Παρθένο τὴ σύλληψη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μετὰ τὴν ἐγκυμοσύνη; Γιατὶ ἄν δὲν τὸ ἐμάθαινε ἀπὸ πρῶτα, θὰ ἐδοκίμαζε φόβο καὶ ταραχὴ καὶ θὰ ἀποφάσιζε ν’ αὐτοκτονήση, ἐπειδή ἐγνώριζε ὅτι δὲ θὰ ἔπειθε κανένα, λέγοντας ὅτι δὲν εἶχε σχέσεις μὲ ἄνδρα.  Γι’ αὐτὸ ὁ ἄγγελος μίλησε τὴν Παρθένο πρὶν ἀπὸ τὴ σύλληψη καὶ στὸν Ἰωσήφ, ὅταν πλησίαζαν οἱ πόνοι τῆς γεννήσεως.
Ὁ Ματθαῖος πάλι ἔγραψε γιὰ τὸν ἄγγελο πού παρουσιάστηκε στὸν Ἰωσήφ, ἐνῶ ὁ Λουκᾶς γιὰ κεῖνον ποὺ εὐαγγελίστηκε τὴ θεία σύλληψη στὴν Παρθένο. Ἔγιναν καὶ τὰ δύο.  Καὶ γιὰ ποιό λόγο παρουσιάστηκε ὁ ἄγγελος στὸ ὄνειρό του κι ὄχι φανερὰ καθῶς στὴν Παρθένο; Ἐπειδὴ ἡ Παρθένος εἶχε   ἀνάγκη ἀπὸ φανερὸ ἀντίκρυσμα ἐξ αἰτίας τῆς παράδοξης ἀγγελίας.  Ἐνῶ ὁ Ἰωσήφ θὰ πίστευε εὐκολώτερα, ἐπειδὴ ἐγνώριζε ὅτι ὁ βίος τῆς Παρθένου ἦταν καθαρὸς κι ἁγνὸς.  Καὶ τοῦτο ἀκόμα ἐγνώριζε καλά· νὰ βρίσκη τὸ νόημα τῶν ὀνείρων, καὶ γι’ αὐτὸ βλέπει τὸν ἄγγελο στὸ ὄνειρό του.
«Λέγων....γυναῖκά του».  Τὸν ὠνόμασε γιὸ τοῦ Δαυΐδ, στρέφοντας, τὴ σκέψη τοῦ Ἰωσὴφ στὸ Δαυΐδ ἀπ’ τὸν ὁποῖο οἱ Ἰουδαῖοι περίμεναν νὰ ἔρθῃ ὁ Χριστός.  Μὲ τὴν προτροπή του·  Μὴ φοβηθῆς τοῦ ἐφανέρωσε τὸ μυστικὸ τῆς καρδιᾶς του. Φοβόταν νὰ κρατήση τὴ Θεοτοκο, μήπως προσκρούση στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, κρατῶντας παρὰ τὸ νόμο μιὰ μοιχαλίδα.  Τὸ «παραλαβεῖν» πάλι σημαίνει «νὰ τὴν ἔχης κοντά σου, νὰ τὴν πάρης ξανά», γιατὶ μέσα στὴν ψυχή του τὴν εἶχε κι ὅλας ἀφήσει.  Καὶ νὰ τὴν πάρη ὄχι γιὰ νὰ τὴ νυμφευτῆ ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν προφυλλάξη. Μὲ τὸ χαρακτηρισμὸ «τὴ γυναῖκα σου» τοῦ ἔκαμε γνωστὸ καὶ μὲ τοῦτο, ὅτι δὲν εἶχε ἔρθη σὲ ἐπαφὴ μὲ ἄνδρα.
«Τὸ γὰρ... ἐκ Πνεύματος ἐστιν ἁγίου».  Ἐκεῖνο ποὺ εἶχε διαπλαστῆ μέσα της. Εἶπε αὐτὸ ποὺ γεννήθηκε, γιὰ νὰ μάθωμε, ὅτι δὲ διαμορφώθηκε διαδοχικά, κατὰ τοὺς βιολογικοὺς νόμους, ἀλλὰ μὲ μιὰ βρέθηκε τέλειο κατὰ τὴ διαμορφωσή του.  Πρόσεξε τώρα πῶς τοῦ ἐθύμισε πρῶτα τὴν προσδοκία τους ἀπὸ τὸ Δαυΐδ, πῶς τοῦ φανέρωσε ἔπειτα τὸ μυστικὸ φόβο τῆς ψυχῆς, τὴν ἐπιθυμία του, ἔπειτα τὸν ἐβεβαίωσε ὅτι ἦταν μνηστή του καὶ τὸτε μόνο πρόσθεσε καὶ τὸ τελικό, ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, γιὰ νὰ γίνη καὶ τοῦτο εὔκολα παραδεκτό.
Τὸ ἀπὸ κάποιον (ἔκ τινος) ἤ μὲ τὴν ἔννοια τῆς γεννήσεως κατὰ τὸ ἐγὼ βγῆκα ἀπὸ τὸ Θεὸ· ἤ μὲ τὴν ἔννοια τῆς δημιουργίας κατὰ τό· Ἕνας Θεὸς ὁ Πατέρας, ἀπὸ τὸν ὁποῖο προέρχονται τὰ πάντα· ἤ μὲ ἔννοια φυσική, ὅπως ἡ ἐνέργεια –προέρχεται ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἐνεργεῖ. Ὅ,τι γεννήθηκε λοιπόν μέσα στὴν Παρθένο, δὲν ἔγινε μὲ τὴν ἔννοια τῆς γεννήσεως ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ἐπειδὴ αὐτὸ ποὺ γεννήθηκε ἦταν σάρκα. Οὔτε μὲ τὴ φυσικὴ ἔννοια, γιατὶ τὸ Πνεῦμα ἦταν ἀσώματο. Ἀπομένει λοιπὸν νὰ ἔχῃ πορέλθει ἀπὸ τὸ Θεό, δημιούργημα καὶ πλάσμα του.
«Τέξεται.. ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν».  Θὰ τὸν ὀνομάσης Ἱησοῦ, σὰν πατέρα του κατὰ νόμο, ἄν καὶ ὄχι κατὰ φύση, καὶ θὰ τοῦ φερθῆς σὰν πατέρα κι ἄς μὴν εἶναι δικό σου παιδί.  Γι’ αὐτό κι ἔφερα ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸν οὐρανό τὸ ὄνομά του, καὶ σὺ θὰ τοῦ τὸ ἀποδώσης ἁπλᾶ. Κι ἐπειδὴ  τὸ ὄνομα Ἰησοῦς σημαίνει τὸ Σωτῆρα, δείχνει ὅτι δίκαια θὰ ὀνομασθῆ ἔτσι. Αὐτὸς θὰ σώση τὸ λαό του, λέει ἡ Γραφή, ὄχι ἀπὸ ἀντιπάλους αἰσθητοὺς ἀλλὰ ἀπὸ κάτι μεγαλύτερο κατὰ πολὺ, ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του, πρᾶγμα ποὺ κανένας ἄνθρωπος ὡς τώρα δὲν ἐπραγματοποίησε. Γιὰ νὰ εἶναι κι ἀπ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο γνωστὸ ὅτι αὐτὸς ποὺ γεννιέται εἶναι Θεός.  Λαό του πάλι θεωρεῖ στὴν πρώτη ματιά, τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ ὅπου γεννήθηκε, στὸ βάθος ὅμως ὅλους ποὺ θὰ τὸν πίστευαν καὶ θὰ τὸν παραδέχονταν σὰν βασιλιά τους.
«Τοῦτο δέ... προφήτου». Ὁ ἄγγελος τὸ λέει καὶ τοῦτο. Κι ὅλο αὐτό, τὸ τὸσο μεγάλο, εἶναι ὅτι ἡ Παρθένος βρέθηκε σὲ κατάσταση ἐγκυμοσύνης ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ἔπειται προσκομίζει μαρτυρία, ποὺ τὴν ἔχει ὁ προφήτης Ἡσαΐας, πού δέν εἶναι βέβαια δική του ἀλλά τοῦ Θεοῦ.  Αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Κύριος γράφει ἡ Γραφή, μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη.
«Λέγοντος...ἐν γαστρὶ ἕξει». Ἐδῶ κακουργοῦν οἱ Ἰουδαῖοι μὲ τὸ νὰ προβάλλουν μερικοὺς ἑρμηνευτὰς ποὺ ἔγραψαν· ἰδοὺ ἡ νεᾶνις.  Σ’ αὐτοὺς ἀπαντοῦμε ὅτι περισσότερο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους ἑρμηνευτάς ἔχουν τὴν ἀξιοπιστία οἱ Ἑβδομήκοντα, ὄχι μονάχα γιὰ τὸ πλῆθος καὶ τὴ συμφωνία τους ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ χρόνο. Οἱ Ἑβδομήκοντα δηλαδή, ἐπειδὴ ἔκαμαν τὴ ἑρμηνεία τους ἑκατὸ καὶ περισσότερα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐλεύθεροι ἀπὸ κάθε ὑποψία. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ ἔγραψαν Ἰδοὺ ἡ νεᾶνις ἐπειδὴ ἔκαμαν τὴν ἑρμηνεία τους μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, σὰν Ἑβραῖοι ἀπὸ μῖσος, περισσότερο συσκότισαν τὴν ἀλήθεια. Ἐξ’ ἄλλου καὶ τὸ ὄνομα νεᾶνις τὸ χρησιμοποιεῖ ἡ Γραφὴ στὴν περίπτωση τῆς Παρθενίας. Γιατί, ὅταν κάμη λόγο γιὰ Κόρη, ποὺ τὴν ἐπιβουλεύονται, λέγει· ἐὰν φωνήση ἡ νεᾶνις, δηλαδὴ ἡ παρθένος. Ἄν ὅμως κατ’ αὐτοὺς «νεᾶνις» εἶναι ἡ ἔγγαμη, τί παράδοξο εἶναι νὰ μείνη ἡ ἔγγαμη ἔγκυος καὶ νὰ ἀποκτήση παιδί; Ὁ προφήτης εἶπε πρῶτα· Ἰδοὺ, θὰ δώση ὁ Κύριος σημάδι.  Καὶ πρόεθεσε· Ἰδοὺ, θὰ συλλάβη παιδὶ ἡ Παρθένος.  Σημεῖο εἶναι τὸ ὑπερφυσικό, ὄχι τὸ φυσικό.
«Καὶ τέξεται .....μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεὸς».  Θὰ ὀνομάσουν, ποιοί; Ὅσοι πιστέψουν σ’ αὐτὸν.  Κανένας ὅμως δὲν τὸν ὠνόμασε Ἐμμανουήλ. Μὲ τὸ ὄνομα κανένας, πραγματικὰ ὅμως ὅλοι. Ὅσοι πιστεύουν, ὅτι αὐτὸς ποὺ τοὺς ὁμιλεῖ εἶναι ὁ Θεὸς, μὲ τὴν πίστη τους αὐτὴ συνωμολογοῦσαν ὅτι «Μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός», εἶναι δηλαδὴ ἀνάμεσά μας σὰν ἄνθρωπος. Αὐτὸ τὸ νόημα ἔχει τὸ Ἐμμανουήλ. Εἶναι συνήθεια τῶν προφητῶν, νὰ ὠνομάοζουν ἀλλιῶς κλήσεις τὶς πράξεις ποὺ θὰ συμβοῦν. Αὐτὸ τὸ παιδὶ ὁ προφήτης σὲ ἄλλα σημεῖα ἀφήνεται νὰ τὸ καλέση· Λαφυραγώγησε γρήγορα, ἅρπαξε εὐθὺς (Ταχέως σκύλευσαν ὀξέως προνόμευσον). Ὅχι ἐπειδὴ τοῦ δόθηκε αὐτὸ τὸ ὄνομα ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀμέσως κατατρόπωσε τὸ διάβολο καὶ τοῦ πῆρε τοὺς αἰχμαλώτους ποὺ εἶχε καὶ ἐπειδὴ ἅρπαξε τὰ σκεύη, ποὺ εἶχαν δεχθῆ τὴν πονηρία του, ἐννοῶ τοὺς τελῶνες, τὶς πόρνες, τοὺς ληστάς, τοὺς ἐθνικούς.  Πολλὰ παρόμοια θὰ βροῦμε.
«Διεγερθείς... τὴν γυναῖκα αὐτοῦ».  Γιατὶ μὲ εὐκολία μεγάλη πίστεψε στὸ ὄνειρο γιὰ τὸσο μεγάλο πρᾶγμα; Ἐπειδὴ ὁ ἄγγελος τοῦ φανέρωσε τὴ μυστική του σκέψη. Κατάλαβε ὅτι πραγματικὰ εἶχε ἔλθει ἀπὸ τὸ Θεό, γιατὶ ὁ Θεὸς μονάχα γνωρίζει τὶς μυστικὲς σκέψεις. Ἐπειδὴ ἔπειτα τοῦ ὑπενθύμισε καὶ τὴν προφητεία τοῦ Ἡσαΐα, ἡ πληροφόρησή του ἔγινε βεβαιότητα.
«Καὶ οὐκ... πρωτότοκον». Ἐχρησιμοποίησε ἐδῶ τὸ ἕως, ὄχι γιὰ νὰ ὑποπτευθῆς ὅτι ἔπειτ’  ἀπ’ αὐτὸ εἶχε ἐπαφὴ μαζί της, ἀλλὰ ἐπειδὴ οἱ Ἰουδαῖοι φλυαροῦσαν ὅτι ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀπὸ παράνομη ἔνωση.  Στὴ βλάσφημη αὐτὴ γνώμη τῶν Ἰουδαίων ὁ Εὐαγγελιστὴς μᾶς πληροφορεῖ γιὰ τὸ χρονικὸ διάστημα καὶ τὴ γέννηση του μονάχα, τὸ κατοπινὸ ἀφήνει σὲ σένα νὰ τὸ σκεφθῆς. Πῶς μποροῦσε νὰ θελήση ἤ καὶ νὰ στοχαστῆ κἄν νὰ ἔχη ἐπαφὴ μ’ ἐκείνην ποὺ συνέλαβε ἀπὸ Ἅγιο Πνεῦμα κι εἶχε γίνει τέτοιο πολύτιμο σκεῦος; Γιὰ τὴ σαρκικὴ ἕνωση ἐδῶ χρησιμοποιεῖ τὸν εὐφημισμὸ γνώση. Ἐπίσης ἰδίωμα τῆς Γραφῆς εἶναι νὰ μὴ χρησιμοποιῆ τὴ λέξη ἕως σὲ περιωρισμένο χρόνο. Παράδειγμα στὴ περίπτωση τῆς Κιβωτοῦ. Καὶ δὲν ἐπέστρεψε ὁ κόρακας ἕως ὅτου ξηράθηκε ἡ γῆ· οὔτε ἔπειτα βέβαια δὲν ἐπέστρεψε.  Καὶ σ’ ἄλλο σημεῖο· Κάθησε στὰ δεξιὰ μου, ἕως ὅτου κάμω τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιο σου. Βέβαιο εἶναι ὅτι καὶ μετὰ τὴν ὑποταγὴ τῶν ἐχθρῶν, ὅμοια θὰ παραμείνη στὰ δεξιὰ του. Πολλὰ τέτοια βρίσκονται σὲ πολλὰ   σημεῖα.  Πρωτότοκο πάλι ἐννοεῖ ὄχι τὸν   πρῶτο μόνο ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς, ἀλλὰ τὸν πρῶτο καὶ μοναδικὸ. Ἔχει κι αὐτὴ τὴ σημασία ἡ λέξη πρωτότοκος. Τὴ λέξη πρῶτος χρησιμοποιεῖ ἡ Γραφή, ὅταν θέλη νὰ πῆ μόνος. Ὅπως, ἐγὼ εἶμαι πρῶτα Θεός, κι ἔπειτα ἀπὸ μένα δὲν ὑπάρχει ἄλλος.
Τέσσερις σημασίες παίρνει στὴν θεία Γραφὴ ἡ λέξη πρωτότοκος. Σημαίνει αὐτὸν ποὺ γεννήθηκε πρῶτος ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς του, ὅπως ὁ Ρουβεὶμ λέγεται πρωτότοκος ἀπὸ τοὺς γιοὺς τοῦ Ἰακώβ. Ἐπίσης τὸν πρῶτο καὶ μοναδικὸ, ποὺ εἶναι ἡ περίπτωσή μας. Ἀκόμα σημαίνει τὸν ἐξαιρετικὸ καὶ πολύτιμο, ὅπως στὴ φράση· Καὶ Ἐκκλησία πρωτοτόκων ποὺ ἔχουν ἀπογραφῆ στοὺς οὐρανούς. Κοντὰ σὲ ὅλα αὐτὰ σημαίνει κι αὐτὸν ποὺ προϋπάρχει πρὶν ἀπὸ ὅλα· ὅπως ἡ φράση Πρωτότοκος ὅλης τῆς δημιουργίας, δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ ὑπάρχει πρὶν ἀπὸ κάθε πλάσμα.
Καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Ἰησοῦς. Τὸν ὠνόμασε ὁ Ἰωσήφ, ὅπως εἶχε ὁδηγήσει ὁ ἄγγελος.
Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
 Ἀθῆναι 1969
(σελ.235-249)