Ωραῖο, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ θέαμα τῆς ὑπαίθρου τὶς μέρες αὐτὲς τοῦ φθινοπώρου. Ἀρχίζει μάχη γιὰ τὴ σπορά.Χαρὰ Θεοῦ!
Οἱ γεωργοὶ κάνουν τὸ σταυρό τους καὶ πιάνουν δουλειά, γιὰ νὰ πέσῃ ὁ σπόρος στὴ γῆ. Ἐμπιστεύονται τὶς ἐλπίδες τους στὸν Κύριο. Ἀλλ᾿ ἂν εἶνε ὡραῖο στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων τὸ θέαμα τῆς σπορᾶς στοὺς ἀγρούς, ἀσυγκρίτως ὡραιότερο στὰ μάτια τῶν ἀγγέλων εἶνε τὸ θέαμα μιᾶς ἄλλης σπορᾶς, σπορᾶς πνευματικῆς, ποὺ γίνεται στὶς ψυχές. Σπέρνει συνεχῶς ὁ Κύριος· σπόρος ἡ ἀλήθεια του, γῆ οἱ καρδιές μας.
Ἑκατομμύρια ἀντίτυπα τῆς ἁγίας Γραφῆς τυπώνονται καὶ κυκλοφοροῦν. Χιλιάδες κήρυκες κηρύττουν. Καὶ τώρα, ποὺ τελειοποιήθηκαν τὰ μέσα ἐπικοινωνίας καὶ ἐνημερώσεως, καὶ διὰ τῶν αἰθέρων μεταδίδεται ἡ φωνὴ τοῦ κηρύγματος παντοῦ. Ἀλλ᾿ ὑπάρχει καὶ κάτι λυπηρό. Ἀπὸ τὰ ἑκατομμύρια, ποὺ ἀκοῦνε τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου, ἐλάχιστοι εἶνε ἐκεῖνοι ποὺ τὸ πιστεύουν καὶ τὸ ἐφαρμόζουν. Οἱ ἄλλοι; Εἶνε ἄκαρποι, ὅπως λέει ὁ Κύριος στὴν παραβολὴ τοῦ σπορέως. Ἀλλὰ ποιά εἶνε ἡ αἰτία τῆς ἀκαρπίας αὐτῶν τῶν ψυχῶν; Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ· οἱ ἴδιοι!
Ἀπ᾽ αὐτοὺς ἄλλοι μὲν μοιάζουν μὲ πατημένοδρόμο, ἄλλοι μὲ πετρῶδες ἔδαφος, καὶ ἄλλοι μὲ ἀκανθοφόρο γῆ. Ἂς δοῦμε ὅμως κάπως λεπτομερέστερα τὴν ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς.
Ἡ πρώτη αἰτία, ἀγαπητοί μου, ποὺ δὲν καρ-ποφορεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶνε ἡ ἀνευλάβεια ποὺ ἔχουν πολλοί. Καὶ τὴν ἀνευλάβεια τὴ δημιουργεῖ κυρίως ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ἑωσφορικὴ ἰδέα ὅτι αὐτοί, ὡς ἀνώτερα πνεύματα, δὲν ἔχουν ἀνάγκη τὰ ἁπλᾶ λόγια τῶν ἁλιέων τῆς Γαλιλαίας. Περιφρονοῦν τὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα. Τοὺς φαίνεται μωρία. Ἂν βρεθοῦν σὲ θρησκευτικὴ ὁμιλία, εἰρωνεύονται· «Αὐτὰ ποὺ λέει ὁ κήρυκας εἶνε γιὰ νήπια…». Αὐτοὶ εἶνε σοφοί, βλέπετε, καὶ θέλουν ν᾿ ἀκοῦνε ῥητορεία Δημοσθένους καὶ διαλεκτικὴ Σωκράτους!…
Δὲν προσέχουν τὴν οὐσία τῶν λόγων, ποὺ εἶνε πνεῦμα καὶ ζωή, ἀλλὰ τὴ μορφή, τὶς λέξεις.Στέκονται κάτω ἀπ᾽ τὸν ἄμβωνα ὄχι σὰν ἀκροαταὶ ποὺ διψοῦν ν᾿ ἀκούσουν τὴν ἀλήθεια ἀλλὰ σὰν κριταί. Ἀλλοίμονο ἂν ὁ ἱεροκήρυκας πέσῃ σὲ κανένα συντακτικὸ λάθος· εἶνε ἕτοιμοι νὰ τὸν διαπομπεύσουν. Ἀλλὰ ὁ λόγος αὐτός , ποὺ αὐτοὶ ἐπικρίνουν, θὰ κρίνῃ καὶ αὐτοὺς καὶ τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Διότι τὸ κήρυγμα δὲν εἶνε κοσμικὴ λογοτεχνία. Ὁ γιατρὸς ὅταν συνιστᾷ ἕνα φάρμακο δὲν ῥητορεύει, καὶ ὁ γνήσιος κήρυκας δὲν ἀνεβαίνει στὸ βῆμα γιὰ νὰ παρατάξῃ φανταχτερὲς λέξεις καὶ εἰκόνες καὶ νὰ ἱκανοποιήσῃ αἰσθητικὲς ἰδιοτροπίες· ἐμφανίζεται ἀπὸ ἐσωτερικὴ ἐπιταγὴ ὡς πρέσβυς τοῦ Κυρίου γιὰ ν᾽ ἀναγγείλῃ μὲ φόβο Θεοῦ καὶ νὰ ἑρμηνεύσῃ μὲ ἁπλᾶ λόγια τὸ διάγγελμα τοῦ ἐσταυρωμένου Βασιλέως· «Μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ »(Μᾶρκ. 1,15). Ἀλλὰ δυστυχῶς τὰ θέματα περὶ μετανοίας καὶ πίστεως, ποὺ εἶνε τὰ βαθύτερα καὶ ὑψηλότερα ἀπ᾽ ὅλα, δὲν συγκινοῦν αὐτοὺς ποὺ ἀρέσκονται σὲ λεκτικὰ καρυκεύματα. Ἀκοῦνε ἀδιάφορα ἢ γελοῦν , ὅπως οἱ σύγχρονοι τοῦ Νῶεὅταν ἐκεῖνος τοὺς ἔλεγε ὅτι ὁ κόσμος θὰ καταστραφῇ, ἢ ὅπως οἱ ἐπικούρειοι ἀκροαταὶ τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὅταν ἐκεῖνος τοὺς ἔλεγε ὅτι οἱ νεκροὶ θ᾿ ἀναστηθοῦν. Γελοῦν. Ἂς γελοῦν· θά ᾽ρθῃ ὥρα ποὺ θὰ κλάψουν πικρά.
Αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ἀκροαταὶ μοιάζουν κ τὰ τὴν παραβολὴ μὲ τὸν πατημένο δρόμο. Εἴδατε νὰ φυτρώνουν ἄνθη στὸ δημόσιο δρόμο,ποὺ τὸν πατοῦν διαρκῶς ἄνθρωποι καὶ ἁμάξια; Ἔτσι καὶ στὶς ψυχὲς τῶν ὑπερηφάνων δὲν ἀνθεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑπερηφάνεια σκλή-ρυνε τὴ συνείδησί τους. Ἡ καρδιά τους ἔγινεπέρασμα τῶν ἐναερίων πνευμάτων, τὰ ὁποῖαδὲν ἀφήνουν οὔτε σπυρὶ ἀληθείας στὴν ἐπιφάνειά της. Ὦ ὑπερήφανες καρδιές! ἂν δὲν ταπεινωθῆτε «ὡςτὰ παιδία» (Ματθ. 18,3), ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔστω κι ἂν ἐξαγγέλλεται ἀπὸ ἕνα Χρυσόστομο ἢ Μέγα Βασίλειο, δὲν πρόκειταινὰ ῥιζώσῃ καὶ νὰ καρπίσῃ μέσα σας. Ἀλλ᾽ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὑπερήφανη καρδιὰ ὑπάρχει καὶ ἡ δειλή. Ὅσοι εἶνε δειλοὶ ἀκοῦνε στὴν ἀρχὴ μὲ εὐλάβεια καὶ χαρὰ τὸ κήρυγμα.Συγκινοῦνται, ἀναστενάζουν, δακρύζουν. Κι ὁ ἱεροκήρυκας σχηματίζει τὴν ἰδέα, ὅτι αὐτοὶθὰ ἐξελιχθοῦν σὲ σπουδαίους Χριστιανούς. Πόσο ὅμως πλανᾶται! Ἔρχονται περιστάσειςκαὶ ἀποδεικνύεται, ὅτι οἱ ἀκροαταὶ αὐτοὶ δὲνἔχουν ῥίζα καὶ βάθος.Διώκονται γιὰ τὴν πίστι; κινδυνεύει ἡ ζωήτους; ἢ ἐξ αἰτίας τηρήσεως τοῦ θείου νόμουἀπειλοῦνται τὰ ὑλικά τους συμφέροντα; θὰ κάνουν ὑποχώρησι, θὰ ποῦν ψέμα, θὰ κατα-πατήσουν τὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς, θ᾽ ἀγνοήσουν φιλίες καὶ ὑποχρεώσεις, θὰ κολάσουν τὴν ψυχή τους γιὰ ν᾽ ἀποφύγουν μιὰ ὑλικὴ ζημιά.
Καλὴ ἡ Θρησκεία, ἐφ᾿ ὅσον δὲν ζητάει θυσίες! μόλις στὸν ὁρίζοντα προβάλῃ ὁ σταυρός, ὁ διωγμὸς δηλαδή, τότε τὰ ὡσαννὰ σταματοῦν, ὁ ἐνθουσιασμὸς πέφτει, ὁ ζῆλος μαραίνεται, καὶ ὁ δειλὸς χριστιανὸς ἐγκαταλείπει τὴ μάχη.Καὶ ὄχι μόνο ἐν καιρῷ διωγμοῦ ἀλλὰ καὶ ἐν καιρῷ θλίψεως . Παρατηρῆστε. Συμβαίνει δυστύχημα στὴν οἰκογένεια; ἔρχεται ὁ θάνατος; Ὁ δειλὸς ταράζεται, γογγύζει κατὰ τῆς θείας προνοίας· παύει νὰ ἐκκλησιάζεται, νὰ μελετᾷ καὶ νὰ προσεύχεται. «Ἀφοῦ ἤμουν τόσο καλός», λέει, «γιατί νὰ μοῦ ἔρθῃ τὸ δυστύχημα;». Βλέπει δηλαδὴ τὶς σχέσεις του μὲ τὸν Κύριο ἐμπορικά. «Σὲ ἀγαπῶ, Κύριε! πρέπει νὰ
μοῦ δώσῃς ὅλα τ᾽ ἀγαθά. Ἔτσι θὰ σ᾽ ἀγαπῶ περισσότερο». Αὐτὸς εἶνε ὁ συμφεροντολόγο ςθρῆσκος. Ἀλλ᾿ ἐὰν ὁ Κύριος ἀφαιρέσῃ κάτι ἀ-πὸ τὰ εἴδωλα ποὺ λατρεύει, τότε πικραίνεταικαὶ φεύγει ἀπὸ κοντά του. Δὲν εἶχε ῥίζα ὁ ἄνθρωπος αὐτός. Ἂν ἀγαποῦσε τὸ Θεὸ ἀνιδιο-τελῶς, θὰ ἔμενε πιστὸς μέχρι τέλους.Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δὲ μένει στὸν ὑπερή-φανο καὶ δὲν καρποφορεῖ σὲ ψυχὲς δειλῶν. Αὐτοὶ μοιάζουν μὲ τὴν πετρώδη γῆ , στὴν ὁποία ἔπεσε μὲν ὁ σπόρος καὶ βλάστησε, ἀλλὰμὲ τὶς πρῶτες καυστικὲς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου «ἐξηράνθη διὰτὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα»(Λουκ. 8,6).
Ἄκαρποι οἱ ὑπερήφανοι, ἄκαρποι οἱ δειλοί,ἀλλ᾿ ἄκαρποι καὶ ὅσοι κυριεύονται ἀπὸ Μέριμνες τοῦ βίου, ἀπάτη τοῦ πλούτου καὶ ἡδονές. Ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ ὁ κόσμος κινεῖται πυρετωδῶς σὰν μηχανὴ μέσα σ᾽ ἕνα κύκλο μυρίων μεριμνῶν. Δὲν εἶνε μόνο οἱ φροντίδεςγιὰ τὴν τροφὴ καὶ τὸ ροῦχο· σ᾽ αὐτὲς προσθέτει καὶ νέες περιττὲς φροντίδες, ποὺ καταντοῦν κωμικές. Ἡ γυναίκα γιὰ καλλυντικά,βαφὲς καὶ ἀρώματα ξοδεύει χρήματα ἀλλὰ καὶ ὧρες πολύτιμες. Ὁ ἄντρας πάλι δὲ μπορεῖ χωρὶς τσιγάρο, χαρτοπαίγνιο, τυχερὰ παιχνίδια, ἀπολαύσεις Βάκχου καὶ Ἀφροδίτης.
Ψυχὴ ποὺ κυλιέται μέσα στὶς φροντίδες αὐτὲς μοιάζει κατὰ τὴν παραβολὴ μὲ χωράφι, ποὺδέχτηκε μὲν τὸν καλὸ σπόρο, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὸ σπόρο φύτρωσαν καὶ ἀγκάθια , ποὺ μεγάλωσαν, ἀπορρόφησαν τοὺς χυμοὺς τῆς γῆς κ᾽ ἔπνιξαν τὰ τρυφερὰ στάχυα. Ἀφαιρέστε ἀπ᾽ τὸ χωράφι τ᾽ ἀγκάθια, γιὰ ν᾽ ἀναπτυχθοῦν καὶ καρποφορήσουν τὰ στάχυα. Ἀφαιρέστε ἀπ᾽ τὶς ψυχὲς τὶς μέριμνες γιὰ τὰ μάταια, τὴ μανία τοῦ πλούτου καὶ τὶς ἡδονὲς τοῦ βίου, καὶ θὰ δῆτεν᾽ ἀναπτύσσωνται οἱ ἀρετὲς τοῦ Εὐαγγελίου.
Πολλὲς φορὲς ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου. Κάνατε ἆραγε κάτι γενναῖο, ἀρχίσατε ζωὴ χριστιανική, παρουσιάσατε καρπούς;
Ἐὰν ναί, οἱ καρδιές σας εἶνε καλὴ γῆ·συνεχίστε. Ἐὰν ὅμως ὄχι, τότε κλάψτε γιὰτὴν ἀκαρπία καὶ ἀναζητῆστε τὴν αἰτία.Λίγες λέξεις ἄκουσαν οἱ Νινευῗτες ἀπὸ τὸν Ἰωνᾶ κ᾽ ἔδειξαν μετάνοια. Λίγα εἶδε κι ἄκουσε ὁ ἑκατόνταρχος Λογγῖνος τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ κι ἄλλαξε ζωή. Καὶ σύ, φίλη ψυχή, ποὺχρόνια ἀκοῦς τὶς σάλπιγγες τῶν οὐρανῶν, γιατί δὲν ἀλλάζεις;
Τί ἆραγε συμβαίνει στὴν καρδιά σου; Μήπως ἡ ὑπερηφάνεια σ᾽ ἔχει σκληρύνει; Μήπως ἡ δειλία καὶ τὸ συμφέρονδὲ σ᾽ ἀφήνουν νὰ σηκώσῃς τὸ σταυρό; Ἢ μήπως ἡ ζάλη κοσμικῶν φροντίδων, ἡ δίψα τοῦ χρήματος καὶ ἡ λύσσα τῶν ἡδονῶν σὲ κρατοῦν μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ θείου λόγου; Καλλιέργησε τὴν καρδιά . Ζήτησε μὲ πίστιτὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου. Σύντριψε μὲ τὸ σφυρὶ τῆς ταπεινώσεως τὴν πέτρα τῆς ὑπερηφανείας.
Κάψε μὲ τὴ φλόγα τῆς προσευχῆς τ᾽ ἀγκάθια τῶν μεριμνῶν. Ὄργωσε βαθειὰ μὲ τὸ ἀλέτρι τῆς αὐταπαρνήσεως καὶ πέταξε τὰ μικρὰ ἢ μεγάλα ἐλαττώματα. Ὕψωσε στὸ κέντρο τὴ σημαία τοῦ σταυροῦ, νὰ τὴ βλέπουν ν᾿ ἀνεμίζῃ καὶ νὰ φεύγουν τὰ ἐναέρια πνεύματα καὶ νὰ μὴν ἁρπάζουν τὸ σπόρο. Φράξε μὲ τὸ φράχτη τῆς ἀδιαλείπτου προσοχῆς τὸ χωράφι. Πότιζε μὲ δάκρυασυνεχοῦς μετανοίας τὸ ἔδαφος τῆς καρδιᾶς,γιὰ νὰ γίνῃ καὶ σ᾽ ἐσένα ἐκεῖνο ποὺ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία γιὰ ὅσους καλλιέργησαν τὴν ψυχήτους καὶ τὴν ἔκαναν κῆπο τοῦ Χριστοῦ· «Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησαςκαὶτοῖςἐκ βάθους στεναγμοῖς εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας»
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Γραπτὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μεταδόθηκε ἀπὸ τὸν ῾Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ Λαρίσσης τὸ 1949 στὴν καθαρεύουσα.