Αν μελετήσουμε με προσοχή τα Ιερά Ευαγγέλια θα διαπιστώσουμε πως οι μαθητές του Κυρίου φωτίζονταν σταδιακά και κατανοούσαν το τι ήταν πραγματικά ο Διδάσκαλός τους. Έπρεπε να απαλλαγούν από τις λαθεμένες περί Μεσσία ιουδαϊκές προσδοκίες και να οδηγηθούν στην επίγνωση του Υιού του Θεού. Σε αυτό συνέβαλλε ουσιαστικά ο Κύριος με τις κατ' ιδίαν διδασκαλίες Του, τα θαύματά Του, τις συζητήσεις. Σε αυτή την προοπτική εντάσσεται και το γεγονός της Μεταμορφώσεως.
Λίγο πριν το πάθος Του ο Κύριος κάλεσε τους μαθητές Του και τους ρώτησε τι λέγει ο κόσμος γι' Αυτόν, αλλά και τι πιστεύουν και αυτοί για Εκείνον. «Τίνα με λέγουσιν οι όχλοι είναι; Οι δε αποκριθέντες είπον΄ Ιωάννην τον Βαπτιστήν, άλλοι Ηλίαν, άλλοι δε ότι προφήτης τις των αρχαίων ανέστη. Είπε δε αυτοίς΄ υμείς δε τίνα με λέγετε είναι;» (Λουκ.9,18-19). Ο ενθουσιώδης Πέτρος εξ' ονόματος των έντεκα ομολόγησε ευθέως στον Χριστό: «Συ ει ο Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος» (Ματθ.16,16). Αυτή η σωτήρια ομολογία χαροποίησε ιδιαίτερα τον Κύριο, ο Οποίος τους διαβεβαίωσε πως πάνω σε αυτή την πίστη και την ομολογία για το πρόσωπό Του θα οικοδομηθεί η Εκκλησία Του.
Έξι ημέρες μετά από αυτό το γεγονός ο Χριστός θέλοντας να στηρίξει έτι περισσότερο την πίστη τους, εν όψει του πάθους Του και του σταυρικού Του θανάτου, πήρε του τρεις πρόκριτους μαθητές Του Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη και ανέβηκαν σε κάποιο υψηλό βουνό, το οποίο η χριστιανική παράδοση ταυτίζει με το όρος Θαβώρ, που υψώνεται περήφανο πάνω από την μαγευτική πεδιάδα Εσδρελών, σαν μια τεράστια πυραμίδα, στα όρια της χώρας Ζαβουλών και Νεφθαλείμ. Η ώρα της αναβάσεως ήταν εσπέρα, πιθανότατα Σαββάτου, σύμφωνα με την περιγραφή του Ευαγγελιστή Λουκά (9,32). Όταν έφτασαν στην κορυφή ο Κύριος ενώ προσεύχονταν μεταμορφώθηκε ενώπιον των τριών μαθητών Του. Το πρόσωπό Του έλαμψε ως ο ήλιος και τα ενδύματά Του έγιναν στιλπνά και λευκά σαν το χιόνι (Μάρκ.9,3). Ταυτόχρονα περιβλήθηκε αίγλη ουράνιας υπερφυσικής λαμπρότητας, σαν το χιόνι, σαν το πιο λαμπρό φως που είχαν αντικρίσει ποτέ, σαν την πιο φωτεινή αστραπή.
Την ίδια στιγμή, άλλο παράδοξο και θαυμαστό θέαμα είδαν τα μάτια τους. Δύο μεγάλες σεπτές μορφές της Παλαιάς Διαθήκης φάνηκαν εκατέρωθεν του Ιησού, ο Μωϋσής και ο Ηλίας, «οφθέντες εν δόξη» (Λουκ.9,31). ως εκπρόσωποι του Νόμου και των Προφητών, να συνομιλούν με Αυτόν για τα μέλλοντα, που θα συνέβαιναν στα Ιεροσόλυμα, όπου ήταν ο τελικός προορισμός Του (Λουκ.9,31).
Οι μέγιστες αυτές μορφές είχαν αποχωρήσει από τον κόσμο κατά τρόπον μυστηριώδη. Ο Μωυσής απέθανε και κανείς δεν είδε το θάνατό του, ούτε τον τάφο του (Δευτ.34,6). Ο Ηλίας δεν γεύτηκε θάνατο, διότι ο Θεός τον μετέστησε με πύρινο άρμα στον ουρανό ζώντα (Δ΄Βασ.2,11). Το ίδιο μυστηριωδώς εμφανίστηκαν και πάλι στο όρος της Μεταμορφώσεως. Σύμφωνα επίσης με την Παλαιά Διαθήκη οι δυο αυτές μεγάλες προσωπικότητες είχαν την ύψιστη τιμή να δουν τη δόξα του Θεού ενώ ζούσαν. Ο Μωυσής στο όρος Σινά «εισήλθεν εις τον γνόφον, ου ην ο Θεός» (Εδοδ.20,21). Ο Ηλίας είδε την δόξα του Θεού στην «φωνήν αύρας λεπτής» (Γ΄Βασιλ.19,12). Οι μαθητές έτρεφαν, ως πιστοί ισραηλίτες μεγάλη εκτίμηση σε αυτούς, διότι ο Μωυσής ήταν ο νομοθέτης του Ισραήλ και ο Ηλίας ο μέγιστος των προφητών. Τους ανεγνώρισαν προφανώς από τον διάλογό τους με τον Κύριο.
Ο ιερός Λουκάς μας λέγει πως την ώρα εκείνη της ουράνιας φωτοχυσίας ο Πέτρος και οι άλλοι δύο μαθητές «ήσαν βεβαρημένοι ύπνω΄ διαγρηγορήσαντες δε είδον την δόξαν αυτού και τους δύο άνδρας τους συνεστώτας αυτώ» (Λουκ.9,32). Το παράδοξο θέαμα τους συντάραξε κυριολεκτικά. Η ευτυχία που ένοιωθαν ήταν απερίγραπτη. Δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να διαταραχθεί εκείνη η μακάρια κατάσταση. Γι' αυτό μόλις είδαν να αποχωρούν οι δυο αρχαίοι άνδρες, ο Πέτρος παρακαλεί τον Ιησού να μείνουν για πάντα εκεί! «Επιστάτα, καλον εστιν ημάς ώδε είναι΄και ποιήσωμεν σκηνάς τρεις, μίαν σοι και μίαν Μωυσεί και μιαν Ηλία» (Λουκ.9,33). Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως για τους εαυτούς τους δεν ζητούν κατάλυμα, αλλά τους αρκεί η συγκλονιστική κατάσταση που βίωναν. Όμως συνεχίζει ο ιερός ευαγγελιστής «μη ειδώς ο λέγει», συνεπαρμένος από την θεία ηδονή δεν ήξερε τι έλεγε. Ξαφνικά, ενώ έλεγαν αυτά, συνέβη και άλλο παράδοξο φαινόμενο. «Εγένετο νεφέλη και επεσκίασεν αυτούς΄ εφοβήθησαν δε εν τω εκείνους εισελθείν εις την νεφέλην΄ και φωνή εγένετο εκ της νεφέλης λέγουσα΄ ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός΄ αυτού ακούετε» (Λουκ.9,35). Ο Θεός Πατέρας από τον ουρανό επιβεβαίωνε για και ακόμα φορά, την θεία υιοθεσία! Η ουράνια φωνή που ακούστηκε μέσα από την φωτεινή νεφέλη προξένησε τέτοιο φόβο στους μαθητές, ώστε αυτοί έπεσαν πρηνείς στην βουνίσια χλόη και δεν μπορούσαν να σηκώσουν το κεφάλι από τη γη.
«Εν τω γενέσθαι την φωνήν ευρέθη ο Ιησούς μόνος, και αυτοί εσίγησαν» (Λουκ.9,36). Η παράδοξη οπτασία είχε λήξει, η φωτεινή νεφέλη είχε διαλυθεί και οι ουράνιοι επισκέπτες είχαν εξαφανιστεί. Ο Χριστός ενδεδυμένος πλέον την συνήθη μορφή Του, ενθαρρύνοντας τους σαστισμένους και φοβισμένους μαθητές Του τους είπε: «Εγέρθητε και μη φοβείσθε»(Ματθ.17,8).
Εν τω μεταξύ είχε περάσει και η νύκτα και οι πρώτες ακτίνες του ηλίου έκαμαν την εμφάνισή τους στο όρος της Μεταμορφώσεως. Τίποτε δεν θύμιζε πια την συγκλονιστική νύχτα και μόνο οι ψυχές των μαθητών ήταν πλημμυρισμένες από θαυμασμό και θεία έκσταση. Ενώ κατηφόριζαν το δρόμο της επιστροφής ο Χριστός τους παρακάλεσε να μην αναφέρουν σε κανέναν το γεγονός, «έως ου ο υιός του ανθρώπου εκ νεκρών αναστή»(Ματθ.17,9, Μάρκ.9,9). Κοινοποίηση του γεγονότος στον ευρύτερο κύκλο των μαθητών θα προκαλούσε σύγχυση διότι δεν ήταν ακόμη ικανοί να κατανοήσουν τα μυστήρια του Θεού. Πολλώ δε μάλλον στον αμαθή όχλο, διότι θα προκαλούσε άκαιρους ενθουσιασμούς και θα έβλαπτε το υπόλοιπο έργο Του.
Οι τρεις μαθητές πράγματι διαφύλαξαν την εντολή του Κυρίου, μόνο που τους βασάνιζε το ερώτημα: «τι έστι το εκ νεκρών αναστήναι» (Μάρκ.9,10). Δεν μπορούσαν να καταλάβουν την ανάσταση του Δασκάλου τους, αφού είχαν την εσφαλμένη αντίληψη ότι «ο Χριστός μένει εις τον αιώνα» (Ιωάν.12,3) ως ο κραταιός εγκόσμιος βασιλεύς του Ισραήλ. Επίσης τους προβλημάτιζε το γεγονός της εμφανίσεως του Ηλία, διότι γνώριζαν πως η δεύτερη εμφάνισή του στον κόσμο σημαίνει την έλευση του Μεσσία και την αρχή της βασιλείας του (Μαλαχ.4,5). Αναρωτιόνταν, γιατί να μην κηρύξουν τα καλά νέα της ελεύσεως του Μεσσία και της βασιλείας του; Δεν άντεξαν και ρώτησαν τον Κύριο: «τι ουν οι Γραμματείς λέγουσιν, ότι Ηλίαν δει ελθείν πρώτον;» (Ματθ.17,10). Ο Χριστός τους απάντησε πως ο Ηλίας πράγματι ήδη ήλθε, αλλά οι Γραμματείς δεν τον ανεγνώρισαν και τον κακοποίησαν, όπως θα κακοποιήσουν και τον Υιό του Ανθρώπου. Οι μαθητές κατάλαβαν ότι τελικά μιλούσε για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, ο οποίος υπήρξε όμοιος στο θάρρος και στην πίστη με τον μεγάλο προφήτη.
Μετά την Ανάσταση οι τρεις μαθητές κατανόησαν το μεγάλο γεγονός της θείας Μεταμορφώσεως, όταν είδαν ξανά τον Κύριο δοξασμένο. Διηγήθηκαν στους υπόλοιπους αποστόλους την φοβερή οπτασία. Οι δύο μάλιστα από αυτούς κατέγραψαν στις επιστολές τους την συγκλονιστική εμπειρία της Μεταμορφώσεως του Κυρίου. Ο απόστολος Πέτρος στην Β΄ Καθολική Επιστολή του έγραψε τα εξής: «Εγνωρίσαμεν υμίν την του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δύναμιν και παρουσίαν... επόπται γενηθέντες της εκείνου μεγαλειότητος, λαβών γαρ παρά Θεού Πατρός τιμήν και δόξαν φωνής ενεχθείσης αυτώ τοιάδε υπό της μεγαλοπρεπούς δόξης, ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εις ον εγώ ευδόκησα΄ και ταύτην την φωνήν ημείς ηκούσαμεν εξ ουρανού ενεχθείσαν, συν αυτώ όντες εν τω όρει τω αγίω» (Β΄Πετρ.1,16-19). Ο απόστολος Ιωάννης στην αρχή του ευαγγελίου του αναφέρει ότι «εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιωάν.1,14), αναφερόμενος προφανώς στο γεγονός της θείας Μεταμορφώσεως. Επίσης στην Α΄ Καθολική Επιστολή του υπαινίσσεται την εμπειρία της Μεταμορφώσεως του Κυρίου γράφοντας ότι «αύτη εστίν η επαγγελία ην ακηκόαμεν απ αυτού και αναγγέλλομεν υμίν, ότι ο Θεός φως εστι» (A΄ Ιωάν.1,5).
Πηγή: http://kirigmata.blogspot.com/2015/08/blog-post_38.html#ixzz8gopB9LuQ