Τετάρτη 21 Ιουνίου 2023

Αθανάσιος Γιέφτιτς (πρώην Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης) Ἡ ἀγάπη ὡς θεμέλιο τῆς γνώσης Ἀπὸ: "ΧΡΙΣΤΟΣ ἡ Χώρα τῶν ζώντων", ἔκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ, Ἀθῆναι 2007.

 Φθάνουμε, λοιπόν, στὴν ἀγάπη ὡς θεμελιώδη γνωσιολογικὴ κατηγορία τοῦ ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, φυσικὸ τέκνο τοῦ ὁποίου εἶναι τὸ ἡσυχαστικὸ κίνημα κατὰ τὸν Μεσαίωνα. Ἐδῶ πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι οἱ δύο καινοδιαθηκικὲς «ἐντολὲς τῆς ἀγάπης» δὲν βιώνονται στὸν ἡσυχασμὸ ὡς ἠθικὲς κατηγορίες, ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν ἀφοροῦν ἁπλῶς κάποιο «ἠθικὸ τμῆμα» τοῦ εἶναι καὶ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ καλύπτουν πλήρως τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, τόσο στὴν προσωπικὴ ὅσο καὶ στὴν ἀτομική της πραγματικότητα.

Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια, καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἡσυχαστικὴ ἐμπειρία, ἂς ὑπογραμμίσουμε ὅτι «ἡ πρώτη ἐντολὴ» τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπης ἀναδεικνύει μὲ ἔμφαση ὅλα τὰ κύρια σημεῖα καὶ ὅλες τὶς πνευματικὲς δυνατότητες τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου». Ἡ «δεύτερη ἐντολή» τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον, ἡ ὁποία εἶναι ἀπολύτως ἰσάξια μὲ τὴν πρώτη, ἐκφράζει τὸ ἴδιο περιεχόμενο μὲ ἄλλα λόγια: «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»(1). Ἐν ὀλίγοις, ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος μετέχει στὴν πράξη καὶ στὸ γεγονὸς τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, ποὺ εἶναι στὴν πραγματικότητα μοναδικὴ καὶ ἀδιαίρετη. Γι' αὐτόν, ἀκριβῶς, τὸ λόγο ἡ πρώτη ἐντολὴ δὲν ὑφίσταται χωρὶς τὴν ἑπόμενη, οὔτε ἡ δεύτερη χωρὶς τὴν πρώτη(2). Ὁ ἄνθρωπος μετέχει στὴν ἀγάπη μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις καὶ τὶς δυνατότητες, μὲ τὴν καρδιά, τὴν ψυχὴ καὶ μὲ τὸ νοῦ, δηλαδὴ μὲ ὁλόκληρη τὴν ψυχο-φυσική του προσωπικότητα ὅπως καὶ μὲ τὶς ἔλλογες δυνατότητες του.


Ἐνδεχομένως, μπορεῖ νὰ φαίνεται παράδοξο ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα πρόκειται γιὰ ἕνα δεδομένο τῆς χριστιανικῆς ἐμπειρίας καὶ συγκεκριμένα τῆς ἡσυχαστικῆς ἐμπειρίας. Τὸ γεγονός, δηλαδή, ὅτι οἱ δύο «ἐντολὲς της ἀγάπης» τοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, συνοψίζονται τελικὰ σὲ μία καὶ μοναδικὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, ὅπως ἤδη ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος Παύλος(3) καὶ στὴ συνέχεια ὁλόκληρη ἡ χριστιανικὴ πατερικὴ παράδοση τῆς Ἀνατολῆς ἕως τὶς μέρες μας(4). Ἂς ἐπιστρέψουμε ξανὰ πρὸς αὐτὴν ἐπιμένοντας γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ στὴ χριστοκεντρικὴ ἡσυχαστικὴ γνωσιολογία, ἡ ὁποία εἶναι —τώρα λοιπὸν μποροῦμε ξεκάθαρα νὰ τὸ δηλώσουμε— μιὰ «ἀγαπητικὴ γνωσιολογία», δηλαδὴ μία γνωσιολογία της ἀγάπης μεταξὺ ἐκείνου ποὺ γνωρίζει καὶ ἐκείνου ποὺ γνωρίζεται.

Πρίν, ὅμως, ἐπεκταθοῦμε περισσότερο στὴν ἡσυχαστικὴ γνωσιολογία, ἂς ὑπογραμμίσουμε ἀκόμη μιὰ φορὰ ὅτι, παρόλα αὐτά, τὰ θετικὰ στοιχεῖα τῆς ἑβραϊκῆς καὶ τῆς ἑλληνικῆς γνωσιολογίας δὲν χάνονται. Ἀντιθέτως, εἶναι πάντοτε παρόντα στὴ γνωσιολογία τῆς ἀγάπης, μὲ τέτοιο τρόπο μάλιστα, ὥστε μόνο μὲ τὴ γνώση διὰ τῆς ἀγάπης ἀποκτοῦν πραγματικὰ τὸ πλῆρες νόημα καὶ τὴν τελειότητά τους, διότι μόνο μέσα στὴν ἀγάπη καὶ διὰ της ἀγάπης μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀνακαλύψει τὴν «ὁδὸ τῆς Ἀληθείας» καὶ τῆς ἀληθινῆς γνώσης. Σ' αὐτὴ τὴ γνωσιολογία ἡ ἀγάπη παρουσιάζεται πραγματικὰ ὡς ὁ σύνδεσμος τῆς τελειότητος(5). Ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς τῆς ἀγάπης ὡς «συνδέσμου τῆς τελειότητος» ἀναφέρεται ἐπίσης ὁπωσδήποτε καὶ στὴ γνωσιολογικὴ τελειότητα, στὴν τελειότητα τῆς γνώσης ἀπὸ καὶ διὰ τῆς ἀγάπης. Πρέπει ἐπίσης νὰ τονίσουμε ὅτι στὴν ἡσυχαστικὴ αὐτὴ γνωσιολογία τῆς ἀγάπης ἡ γνώση μεταβάλλεται σὲ ἀνοικτὸ γεγονὸς καὶ βίωμα. Συνεπῶς καὶ ἡ γνωσιολογία ἀποβαίνει μιὰ ἀνοικτὴ καὶ σχεσιακὴ γνωσιολογία, ὅπου ἀκόμη ἡ γνώση δὲν εἶναι οὔτε κλειστὴ οὔτε κοσμοκεντρικὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Δὲν εἶναι βέβαια οὔτε ἀνθρωποκεντρικὴ οὔτε ἀποκλειστικὰ θεοκεντρικὴ ἀλλὰ θεανθρωποκεντρική. Γιὰ τὴν ἡσυχαστικὴ γνωσιολογία, κατὰ τὴ διαδικασία τῆς γνώσης ὁ ἄνθρωπος δὲν κλείνεται οὔτε ἀποκλειστικὰ στὸν ἑαυτὸ του οὔτε ἀποκλειστικὰ στὸν κόσμο οὔτε ἀποκλειστικὰ στὸν Θεό. Ἀντίθετα, διὰ τῆς ἀγάπης ἀνοίγεται σὲ κοινωνία καὶ σὲ προσωπικὴ ἕνωση, σὲ ἕνα εἶδος κοινωνίας καὶ σχέσης τῆς ζωῆς μὲ τὴν Ἀλήθεια ποὺ μᾶς ἔχει δοθεῖ ἐν Χριστῷ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ἀγάπη καὶ ἡ ἑνότητα τῆς Ἀγάπης, τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς θεανθρώπινης Ζωῆς(6).

Τὸ σημεῖο αὐτὸ ἀφετηρίας τῆς ἡσυχαστικῆς γνωσιολογίας διαφαίνεται ἤδη στὴν ἴδια τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἰδιαίτερα δὲ στὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, δηλαδὴ στὸν Ἀπόστολο ποὺ ὑπογράμμισε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ζωή, ἡ Ἀγάπη, ὁ Λόγος καὶ ὄντας ὅλα ἐτοῦτα εἶναι ἡ πηγὴ τῆς γνώσης. Μεταφέροντας τὴν τελευταία ὁμιλία τοῦ Χριστοῦ στοὺς Ἀποστόλους του(7), ὅπου βρίσκονται οἱ γνωστοὶ λόγοι τοῦ Χριστοῦ: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ Ὁδός, ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή», ὁ Ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἐκφράζει ἐπίσης τὴν ἀκόλουθη θέση τῆς χριστιανικῆς γνωσιολογίας: «αὐτὴ δὲ ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γιγνώσκωσίν σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν»(8). Μὲ αὐτὴ τὴν τόσο χαρακτηριστικὴ φράση ἡ ὁποία βρίσκεται στὴν καρδιὰ τῆς ἡσυχαστικῆς γνωσιολογίας βρισκόμαστε μὲ βεβαιότητα μπροστὰ σὲ μιὰ πνευματικὴ καὶ διανοητικὴ ἐμπειρία. Ἡ γνώση ταυτίζεται μὲ τὴ ζωή, προκειμένου νὰ ἀφομοιωθοῦν καὶ οἱ δύο στὴν ἐν Χριστῷ ἕνωση μὲ τὸν Θεό, δηλαδὴ σὲ ἐκείνη τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν ὁποία γίνεται λόγος στὸ εὐρύτερο πλαίσιο τοῦ ἔργου αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Εὐαγγελιστῆ.

Μποροῦμε φυσικὰ νὰ βροῦμε τὴν ἴδια αὐτὴν ἰδέα καὶ στοὺς ἄλλους Ἀποστόλους πλὴν τοῦ Ἰωάννη τοῦ Εὐαγγελιστῆ καθὼς καὶ σὲ ὅλους σχεδὸν τοὺς ἡσυχαστὲς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς. Ἂς ἀναφέρουμε μερικὰ παραδείγματα ποὺ ἀναδεικνύουν τὸν σχεσιακὸ χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς γνωσιολογίας, τὰ ὁποῖα προέρχονται ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς καὶ τοὺς διαδόχους τους Σέρβους ἡσυχαστές.

Ἐκεῖνο ποὺ χαρακτηρίζει θεμελιωδῶς τὴ χριστιανικὴ καὶ καινοδιαθηκικὴ ἀντίληψη τῆς γνώσης, ὅπως αὐτὴ παρουσιάζεται στὸ κείμενο του Ἁγίου Ἰωάννη ποὺ ἀναφέραμε, εἶναι ὅτι ἡ γνώση συμπίπτει μὲ τὴν ἀγάπη. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ γνώση ὡς ἐπίγνωση ἐκφράζει πρωτίστως τὴν ἕνωση ἐκείνου ποὺ γνωρίζει μὲ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος γνωρίζεται. «Ἡ γνῶσις ἑνωτικὴ τῶν ἐγνωκότων καὶ ἐγνωσμένων», θὰ πεῖ ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης(9), καὶ θὰ ἐπαναλάβει σχεδὸν αὐτολεξεὶ ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής(10). Πρὶν ἀπὸ αὐτούς, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης εἶχε ἤδη ἀναφερθεῖ στὸ ἴδιο θέμα μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια: «Τὸ γὰρ ἰδεῖν ταὐτὸν σημαίνει τῷ σχεῖν ἐν τῇ τῆς Γραφῆς συνήθεια... Ἐπειδὴ τοίνυν ζωὴν μὲν ψυχῆς τὴν τοῦ Θεοῦ μετουσίαν ὁ λόγος εἴναί φησι, γνῶσις δὲ κατὰ τὸ ἐγχωροῦν ἐστιν ἡ μετουσία»(11). Τὴν ἴδια θέση ἐξέφρασαν καὶ ἄλλοι Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς, ἰδιαίτερα ὁρισμένοι ἡσυχαστὲς συγγραφεῖς, ὅπως ὁ Ἅγιος Διάδοχος ὁ Φωτικῆς, ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Τέλος, παραθέτουμε καὶ τὸν περίφημο λόγο τοῦ Ἁγίου Σάββα τῆς Σερβίας, ὁ ὁποῖος ἐμμένει ἐπίσης σ' αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ τελειότερη μέθοδος καὶ ἡ τελειότερη ὁδὸς πρὸς τὴν γνώση: «Δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ σπουδαῖο ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Εἶναι ἡ κορωνίδα καὶ ἡ τελειότητα ὅλων τῶν ἀρετῶν [μεταξὺ τῶν ὁποίων βρίσκεται καὶ ἡ ἀληθινὴ γνώση(12)]. Ὅλες οἱ ὑπόλοιπες ἀρετὲς εἶναι σὰν τὰ μέλη τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ κεφαλὴ καὶ ὁ σύνδεσμος ὅλου τοῦ σώματος (δηλαδὴ τοῦ ζωντανοῦ ὄντος). Ἡ ἀγάπη ταυτίζεται μὲ τὴ συμφιλίωση, τὸ ἔλεος καὶ τὴ φιλανθρωπία, ποὺ εἶναι ἡ αἰτία γιὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος»(13). Τὰ τελευταῖα λόγια τῆς παραπομπῆς αὐτῆς ἀναφέρονται στὸν ἐνσαρκωμένο Χριστό, δηλαδὴ στὴν ἐν Χριστῷ ἕνωση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, διὰ τῆς ἀγάπης καὶ λόγῳ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν ἄνθρωπο, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ, ὅπως θὰ δοῦμε, τὸ θεμέλιο τῆς ἡσυχαστικῆς γνωσιολογίας.

Τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Μάξιμου τοῦ Ὁμολογητῆ ποὺ προέρχονται ἄμεσα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τοὺς Ἀποστόλους Παῦλο καὶ Ἰωάννη, μᾶς δείχνουν σὲ πιὸ βαθμὸ οἱ θεολόγοι καὶ φιλόσοφοι ἡσυχαστές τῆς ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς ταυτίζουν τὴν ἀγάπη μὲ τὴ γνώση. Στὸ ἔργο του Κεφάλαια διάφορα, θεολογικά τε καὶ οἰκονομικά, στὸ ὁποῖο ἤδη ἀναφερθήκαμε, ὁ μεγάλος αὐτὸς Βυζαντινὸς ἡσυχαστὴς στοχαστὴς σημειώνει:

Ἀλλήλων εἶναί φασι [οἱ θεολόγοι, δηλαδὴ οἱ Ἅγιοι πατέρες] παραδείγματα, τὸν Θεὸν καὶ τὸν ἄνθρωπον, καὶ τοσοῦτον τῷ ἀνθρώπῳ τὸν Θεὸν διὰ φιλανθρωπίαν ἀνθρωπίζεσθαι, ὅσον ὁ ἄνθρωπος ἑαυτὸν τῷ Θεῷ δι' ἀγάπης δυνηθεὶς ἀπεθέωσε. καὶ τοσοῦτον ὑπὸ Θεοῦ τὸν ἄνθρωπον κατὰ νοῦν ἁρπάζεσθαι πρὸς τὸ γνωστόν, ὅσον ὁ ἄνθρωπος τὸν ἀόρατον φύσει Θεὸν διὰ τῶν ἀρετῶν ἐφανέρωσε».(14)

Ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὸ κείμενο αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ, ἡ ἡσυχαστικὴ μέθοδος καὶ τὸ γνωσιολογικὸ κριτήριο τῆς ἀμοιβαίας γνώσης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου προσφέρονται μέσῳ τοῦ γεγονότος τῆς ἀγάπης. Τὸ ὅτι ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὀνομάζει «φιλανθρωπία» τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ «ἀγάπη» τὴ συμμετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦτο δὲν ἀλλοιώνει οὐσιαστικὰ τὰ πράγματα, ὅσον ἀφορᾶ τὴ γνωσιολογία.

Συχνὰ συναντᾶμε τέτοιου εἴδους ἀποσπάσματα στὸ ἔργο του Ἁγίου Μαξίμου καὶ ἄλλων ἡσυχαστῶν: παρουσιάζουν τὴν ἡσυχαστικὴ γνωσιολογικὴ θέση καὶ τὰ συναντοῦμε ἤδη ἀπὸ τὶς ἀπαρχὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ, στὸν Ἀπόστολο Παῦλο ὅπως καὶ σὲ ἄλλα καινοδιαθηκικὰ κείμενα. Ἔτσι λοιπὸν μποροῦμε νὰ συναντήσουμε τὴ γνωστὴ καὶ λίγο παράδοξη φράση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴν ἐπιστολὴ Πρὸς Γαλάτας 4, 9: «νῦν δὲ γνόντες Θεόν, μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑπὸ Θεοῦ». Τὸ παράδοξο αὐτῆς τῆς θέσης ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολο, ἡ ἀνθρώπινη γνώση τοῦ Θεοῦ καθορίζεται ἀπὸ τὴν προγενέστερη γνώση τοῦ ἀνθρώπου τὴν ὁποία ἔχει ὁ Θεός! Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θέλει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ ὑπογραμμίσει ἕνα πολὺ γνωστὸ γιὰ ὁλόκληρη τὴ χριστιανικὴ ἐμπειρία γεγονός, τὴ ζωντανὴ καὶ προσωπικὴ φανέρωση τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ καὶ τὴ ζωντανὴ κοινωνία μαζί του. Σύμφωνα μὲ τὴν ἀλήθεια αὐτὴ ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους κάποιο εἶδος «ἀντικειμένου», ἀκόμη καὶ «ἀντικείμενο γνώσης», διότι ὁ Θεὸς εἶναι «τὸ κατ' ἐξοχὴν ὑποκείμενο», εἶναι πάντοτε καὶ παντοῦ τὸ ζωντανὸ καὶ ἀληθινὸ Πρόσωπο. Γι’αὐτὸ καὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει γνώση τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ χωρὶς τὴν ἐλεύθερη κοινωνία μαζὶ Του, χωρὶς ἀγαπητικὴ καὶ προσωπικὴ ἕνωση, ἐφόσον ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει δὲν διαχωρίζει τὴ γνώση ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ γνωρίζεται. Γιὰ τὴν ἡσυχαστικὴ γνωσιολογικὴ ἐμπειρία εἶναι εὔκολα κατανοητὸ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει σχέση οὔτε καὶ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ ἐκτὸς ἐλευθερίας, πέρα ἀπὸ κάθε φυσική, ἠθική, διανοητική, λογικὴ ἢ ἄλλη ἀναγκαιότητα. Μιὰ τέτοια σχέση ἐλευθερίας ἐκφράζει μιὰν ἑκούσια σχέση, δηλαδὴ μιὰ σχέση ποὺ καθίσταται δυνατὴ μόνο μέσῳ τῆς ἀγάπης. Καί, σύμφωνα μὲ τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἡ φανέρωση καὶ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο καὶ στοὺς ἀνθρώπους πραγματοποιήθηκε μὲ τὴν πρωτοβουλία τῆς θεϊκῆς πλευρᾶς, χάρις στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, «ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς»(15), ὅπως ἔλεγε καὶ πιὸ πάνω ὁ Ἀπόστολος Παῦλος(16), ὅταν ἐπεσήμανε ὅτι πάντα ὁ Θεὸς ἔχει τὴν πρωτοβουλία ἀκόμη καὶ στὸ γεγονὸς τῆς θεανθρώπινης χριστιανικῆς γνώσης. Ἡ γνώση δὲν ἐπέρχεται καὶ δὲν θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὴν προσεγγίσει παρὰ μόνο στὴν ἀγαπητικὴ ἕνωση μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ἐκδηλώνεται πάντοτε ὡς μιὰ ἀμοιβαία καὶ ὄχι μονόπλευρη ἀγάπη. Γιατί ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη δημιουργεῖ ἀμοιβαία κοινωνία καὶ ἕνωση, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν θὰ ἐπρόκειτο παρὰ γιὰ μονόπλευρο ἐξαναγκασμὸ ἢ γιὰ τυραννικὴ κατοχή.

Ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δείχνει ξεκάθαρα σὲ ἕνα ἄλλο ἀπόσπασμα τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ πρέπει νὰ κατανοεῖ κανεὶς τὸ κείμενο αὐτὸ της ἐπιστολῆς Πρὸς Γαλάτας 4, 9, ὅταν γράφει στὴν πρώτη ἐπιστολὴ Πρὸς Κορινθίους 8, 2-3: «εἴ τις δοκεῖ ἐγνωκέναι τι, οὔπω ἔγνω καθὼς δεῖ γνῶναι. εἰ δέ τις ἀγαπᾷ τὸν Θεόν, οὗτος ἔγνωσται ὑπ' αὐτοῦ». Στόχος του Ἀποστόλου Παύλου γράφοντας αὐτὰ τὰ λόγια δὲν ἦταν βέβαια ἡ ὑποβάθμιση ἢ ἡ ἐξ ὁλοκλήρου ἄρνηση τῆς γνώσης καθ' ἑαυτῆς. Ἤθελε, ἁπλῶς, νὰ ἐκφράσει τὴ χριστιανικὴ ἀλήθεια καὶ ἐμπειρία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ γνώση ἐξαρτᾶται ἀπόλυτα ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Στόχος του ἦταν ἡ ἔκφραση τοῦ ἀγαπητικοῦ χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς γνωσιολογίας.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μπορεῖ ἔτσι νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἡσυχαστές. Ὁ Ἅγιος Διάδοχος ὁ Φωτικῆς (5ος αἰῶνας) γράφει στὸ ἔργο του Γνωστικὰ Κεφάλαια(17): «Ὁ ἐν αἰσθήσει καρδίας ἀγαπῶν τὸν Θεόν, ἐκεῖνος ἔγνωσται ὑπ' αὐτοῦ. Ὅσον γάρ τις ἐν αἰσθήσει ψυχῆς παραδέχεται τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, τοσοῦτον γίνεται ἐν τῇ ἀγάπῃ τοῦ Θεοῦ»(18). Ὁ Ἅγιος Διάδοχος ὁ Φωτικῆς συνδέει, λοιπόν, ἄμεσα τὴ γνώση μὲ τὴν ἀγάπη. Φυσικά, ἡ σύνδεση αὐτὴ ἀφορᾶ πρωτίστως τὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ ἐν ἀγάπῃ καί, πέραν ἀπὸ τὴν ἀγαπητικὴ αὐτὴ σχέση, σχετίζεται μὲ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὴν ἡσυχαστικὴ γνωσιολογία στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀκριβῶς βρίσκεται ὄχι μόνο τὸ θεμέλιο ἢ ἡ ἀφετηρία ἀλλὰ καὶ τὸ πέρας κάθε ἄλλης γνώσης. Καὶ τοῦτο συμβαίνει γιατί ἡ γνώση τῆς Ἀλήθειας προσφέρεται μαζὶ μὲ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ γνώση τῆς Ἀλήθειας παρέχει τὴν αἰώνια καὶ ἀληθινὴ ζωή.

Στὴν ἡσυχαστικὴ γνωσιολογία ἀναγνωρίζουμε ὅτι χωρὶς τὸν Θεὸ δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ ἄνθρωπος δὲν διαθέτει οὔτε τὶς ἀπαραίτητες ἱκανότητες οὔτε τὴ γνωστική, φυσικὴ ἢ μεταφυσικὴ δυνατότητα, διαμέσου τῶν ὁποίων θὰ μποροῦσε νὰ γνωρίσει ὑποχρεωτικὰ ἢ καταναγκαστικὰ τὸν Θεὸ καὶ ἔτσι νὰ φθάσει στὴν ἀληθινὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴν ἡσυχαστικὴ γνωσιολογία, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει γνώση τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, παρὰ μόνο ἐὰν εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἀπέδειξε μὲ τὴν Ἀποκάλυψή του ὅτι φανερώνεται στὸν ἄνθρωπο μόνο ἐν ἀγάπῃ καὶ ἐλευθερίᾳ. Ὁ Θεὸς ἀποκάλυψε τὴν ἐλεύθερη καὶ δίχως ὅρους ἀγάπη του φανερούμενος στὸν ἄνθρωπο καὶ στὸν κόσμο. ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς περιμένει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ὅπως καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ γνωρίζει, τὴν ἴδια ἀπεριόριστη καὶ δίχως ὅρους ἐλεύθερη ἀγάπη. Τὴν ἀμοιβαία αὐτὴ «ἄνευ ὅρων ἐξάρτηση» τῆς ἀγάπης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου προϋπέθεταν καὶ οἱ προηγούμενοι λόγοι του Ἀποστόλου Παύλου(19).

Ὁ γνωσιολογικὸς χαρακτήρας τῶν λόγων τοῦ Παύλου: «νῦν δὲ γνόντες Θεόν, μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑπὸ Θεοῦ», καὶ «εἰ δέ τις ἀγαπᾶ τὸν Θεόν, οὗτος ἔγνωσται ὑπ' αὐτοῦ» εἶναι ξεκάθαρος. Τὰ λόγια, ὅμως, αὐτὰ ἐκφράζουν, κυρίως, τὸ νέο βιβλικὸ καὶ χριστιανικὸ περιεχόμενο τῆς ἔννοιας τῆς γνώσης ὡς ἐμπειρίας, δηλαδὴ πρωτίστως τὸν σχεσιακὸ καὶ ἀναφορικὸ χαρακτήρα τῆς γνώσης. Ὁ σχεσιακὸς χαρακτήρας τῆς γνώσης ἐκφράζει πρωτίστως τὴν πραγματικότητα τῆς ἑνωτικῆς πράξεως ποὺ συνδέει ἐκεῖνον ποὺ γνωρίζεται μὲ ἐκεῖνον ποὺ γνωρίζει, καθὼς ὑπογράμμιζε ἐπίσης ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης στὸ ἀπόσπασμα ποὺ προαναφέραμε. Πρὶν ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸν Ἀρεοπαγίτη (5ος αἰώνας) ἕνας ἀπὸ τοὺς θεολόγους τῆς περίφημης σχολῆς τῆς Ἀλεξάνδρειας, ἡ ἐπίδραση τῆς ὁποίας ἦταν, ὡς γνωστόν, τεράστια γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ ἡσυχασμοῦ, ἔγραφε τὰ παρακάτω σχετικὰ μὲ τὸ χριστιανικὸ καὶ καινοδιαθηκικὸ περιεχόμενο τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς γνώσης:

«Διττοῦ δὲ τοῦ τῆς γνώσεως ὀνόματος σημαινομένου, δηλοῖ ὁτὲ μὲν τὸ ἐπίστασθαι, ὁτὲ δὲ τὸ ἡνῶσθαι καὶ ἀνακεκράσθαι τὸν γινώσκοντα τῷ γινωσκομένῳ. Κατὰ τὸ πρότερον σημαινόμενον, πάντας γινώσκει ὁ Θεός, καὶ οὐ τοὺς σπουδαίους μόνους... Κατὰ δὲ τὸ δεύτερον σημαινόμενον, μόνους τοὺς δικαίους εἰδέναι λέγεται. «Ἔγνω Κύριος τοὺς ὄντας αὐτοῦ»(20), τοὺς δὲ φαύλους ἠγνόει... . Ὁ γὰρ ἔτι τὰ τῆς κακίας ἐνεργῶν οὐ γινώσκεται. Ὁ δὲ παυσάμενος τῶν ἁμαρτημάτων, οὐκ ἐγνώσθη μὲν πρότερον, γινώσκεται δὲ νῦν. Τούτοις συνάδει τὸ ἀποστολικὸν φάσκον. "Ἀλλὰ τότε μὲν οὐκ εἰδότες Θεὸν ἐδουλεύσατε τοῖς φύσει μὴ οὔσιν θεοῖς. νῦν δὲ γνῶντες Θεόν, μᾶλλον δὲ γνώσθέντες ὑπὸ Θεοῦ"(21). Ὅτε γὰρ ἠγνόουν Θεόν, ἠγνοοῦντο ὑπ' αὐτοῦ. γνόντες δὲ αὐτόν, ἐγνώσθησαν ὑπ' αὐτοῦ.(22).

Τὰ λόγια αὐτὰ φωτίζουν τὸν ἰδιαίτερο χαρακτήρα καὶ τὴ μέθοδο τῆς πατερικῆς ἡσυχαστικῆς γνωσιολογίας. Ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ γνώση δὲν ὁρίζονται αὐτονομημένα ἀλλὰ σὲ σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους. Ἤδη μὲ τὴν πράξη τῆς γνώσης καὶ τῆς ἀναγνώρισης ὁ ἄνθρωπος θεωρεῖται ἀπὸ τὴ γνωσιολογία αὐτὴ ὡς ἕνωση(23). Ὡς πράξη προσωπικῆς καὶ σχεσιακῆς γνώσης, ἡ ὁποία δὲν εἶναι πρωτίστως ἕνα «σύστημα» ἐννοιῶν ἢ ἰδεῶν ἀλλά, κυρίως, σχέση καὶ ἀμοιβαία κοινωνία μεταξὺ ζωντανῶν καὶ προσωπικῶν ὑπάρξεων. Μὲ ἄλλα λόγια, γιὰ τὴν ἡσυχαστικὴ γνωσιολογία ἡ γνώση προκύπτει ἀπὸ τὴν ἕνωση καὶ τὸν κοινοτικὸ βίο, ἀπὸ τὴν «ἐγγύτητα» καὶ τὴν «οἰκειότητα», καθὼς τονίζει ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἀκολουθώντας τὰ λόγια του Ἀποστόλου Παύλου(24) προσθέτει ὅτι στὴν πράξη αὐτὴ τῆς ἀμοιβαίας γνώσης «κατὰ τὸν αὐτὸν καὶ ἡμεῖς τρόπον προσοικειωθέντες αὐτῷ, γένος αὐτοῦ χρηματίζομεν... τῷ ἐθελῆσαι Χριστὸν εἰς οἰκειότητα λαβεῖν ἡμᾶς»(25).

Γιὰ τὴν ἡσυχαστικὴ ἐμπειρία, ἡ γνώση δὲν συνιστᾶ ἐπαγωγικὴ οὔτε θεωρητικὴ πράξη. Ἀποτελεῖ ζωντανὴ συνάντηση μεταξὺ ἐκείνου ποὺ γνωρίζει καὶ Ἐκείνου ποὺ γνωρίζεται. Συνεπῶς, ἡ γνώση δὲν συνίσταται στὴν ἐφεύρεση ἢ τὴν ἀνακάλυψη ἢ ἀκόμα καὶ τὴν σύλληψη μιᾶς «ἔννοιας» ἢ ἑνὸς «συστήματος» ἐννοιῶν, τὸ ὁποῖο θὰ ἐξηγεῖ τὰ πάντα, «φωτίζοντας» ἢ καθησυχάζοντας τὴν ἀνθρώπινη διάνοια. Μοναδικὸς στόχος μιᾶς ἀληθινῆς γνώσης ἢ μοναδικὸ της περιεχόμενο δὲν εἶναι παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ συναντηθεῖ ὁλόκληρος πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὴν ζῶσα Ἀλήθεια. Μπορεῖ νὰ φθάσει μὲ ὅλη του τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιὰ καὶ τὴν διάνοιά του στὸ ὕψος τῆς προσωπικῆς συνάντησης μὲ τὸν ζῶντα καὶ ἀληθινὸ Θεὸ ἐν Χριστῷ, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ ἤδη μιὰ ἀναφορικὴ σχέση συμβίωσης καὶ μιὰ ζωντανὴ συνάντηση. Εἶναι ἡ ἀπαρχὴ μιᾶς νέας ζωῆς σὲ ἕνωση μὲ τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος γνωρίζεται καὶ συγχρόνως παραμένει Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει, διότι ὁ ζωντανὸς καὶ ἀληθινὸς Θεὸς ποτὲ δὲν μεταμορφώνεται σὲ «ἀντικείμενο». Παραμένει πάντοτε Ὑποκείμενο ὅπως παραμένει, ἄλλωστε, καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος.





Σημειώσεις

1. - Ματθ. 22, 37-39.

2. - Βλ. Α' Ἰω. 4, 19-21, καὶ 5, 2. Βλ. ἐπίσης Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφά λαια περὶ ἀγάπης Ι, 13 (PG 90, 964).

3. - Φιλ. 8, 28, 39.

4. - Βλ. π.χ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περὶ ἀγάπης 1, 57 (PG 90, 972): «ὁ δὲ νόμος τοῦ Χριστοῦ ἐστιν ἡ ἀγάπη», καθὼς ἐπίσης Θεοφυλάκτου Οχρίδος: «Μόνον ὁ Χριστὸς ἀγάπη ἐστί» (PG 124, 1088Α). Βλ. ἐπίσης Ἐπισκόπου Νικολάου [Velimirovic], Κασσιανή, Διδασκαλία περὶ χριστιανικῆς ἀγάπης (L'Age d'Homme, 1988).

5. - Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περὶ ἀγάπης 1,9, καὶ Κεφάλαια Θεολογίας III, 37 (PG 90, 29). Βλ. ἐπίσης Διονυσίου Ἀρεοπαγιτου, Περὶ θείων Ὀνομάτων 4, 15 (PG 3, 713): «Τὸν ἔρωτα, εἴτε θεῖον εἴτε ἀγγελικὸν εἴτε νοερὸν εἴτε ψυχικὸν εἴτε φυσικὸν εἴπομεν, ἑνωτικήν τινα καὶ συγκρατικὴν ἐννοήσωμεν δύναμιν».

6. - Κολ. 3, 14• Ἐφ. 3, 17-19. Ὁ ὀρθόδοξος θεολόγος καὶ φιλόσοφος Ἰωάννης Ζηζιούλας μελέτησε τὸ ζήτημα αὐτὸ στὸ ἄρθρο του «Ἀλήθεια καὶ Κοινωνία» βλ. Jean Zizioulas, «Vérité et communion», Irénikon (Chévetogne, Belgique), 50, 1977, καὶ στὸ ἔργο του L'être ecclesial, Genève, 1981, σσ. 57-110• Being as Communion, New York 1985, London 2004, σσ. 67-122.

7. - Ἰω. 13-17.

8. - Ἰω. 17, 3.

9. - Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ Θείων Ὀνομάτων VII, 4 (PG 3, 872).

10. - Μάξιμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια διάφορα θεολογικὰ VII, 91 (PG 90, 1388).

11. - PG 44, 1265 καὶ 46, 176.

12. - Ἀθανάσιος Γιέφτιτς.

13. - Ἁγίου Σάββα (33), Τυπικὸν Μονῆς Χιλανδαρίου (ἐκδ. V. Corovic, Ἔργα Ἁγίου Σάββα, CKA 1928, σελ. 122).

14. - Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια διάφορα θεολογίας καὶ οἰκονομίας VII. 74 (PG 90, 1380). Βλ. ἐπίσης III, 27 (PG 90, 1189).

15. - Ἰω. 4, 10 καὶ 19.

16. - Γάλ. 4, 9.

17. - Διαδόχου Φωτικῆς, Κεφάλαια Γνωστικὰ XIV, (SC 5), Φιλοκαλία Α', ιδ', ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆνα 1961.

18. - Διαδόχου Φωτικῆς, Κεφάλαια Γνωστικὰ XVI (SC 5), Φιλοκαλία Α',ιδ', ἐκδ. Ἀστήρ, σέλ. 238.

19. - Γαλ. 4, 9, καὶ Α' Κόρ. Α, 8, 3.

20. - Β' Τιμ. 2, 19.

21. - Γαλ. 4, 9.

22. - Διδύμου Αλεξανδρείας, Εἰς Ψαλμοὺς ἐξήγησις (PG 39, 1264).

23. - Ὁρισμένοι σύγχρονοι ὀρθόδοξοι στοχαστὲς ὑπογραμμίζουν, ὄχι ἀδίκως, τὸ γεγονὸς ὅτι σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου ἡ λέξη γνώση μοιάζει νὰ ὑποδεικνύει μιὰ «συλλογική» γνώση. Ὑπονοώντας, δηλαδή, τὴ συμμετοχὴ πλέον τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου στὴν πράξη τῆς γνώσης. Οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι ὀνομάζουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴ γνώση συνοδικὴ [sabornim], ὅπως στὴν περίπτωση του π. Ἰουστίνου Πόποβιτς, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται πολὺ σωστὰ στὴν Ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου Πρὸς Ἐφεσίους 3, 18-19: «ἵνα ἐξισχύσητε καταλαβέσθαι σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις... γνῶναί τε τὴν ὑπερβάλλουσαν τῆς γνώσεως ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ».

24. - Ἐφ. 2, 19: «οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ».

25. - (PG 73, 1045 καὶ PG 75, 485). Βλ. π. Ι. Πόποβιτς, Ὑπόμνημα στὴν Ἐπιστολὴ πρὸς Κολοσσαεῖς 1, 10: «περιπατῆσαι ἀξίως τοῦ Κυρίου εἰς πᾶσαν ἀρέσκειαν, ἐν παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ καρποφοροῦντες καὶ αὐξανόμενοι τῇ ἐπιγνώσει τοῦ Θεοῦ»