Ἦταν ἡλιοβασίλεμα. Οἱ μαθηταὶ μπῆκαν σ᾿ ἕνα ἁλιευτικὸ πλοῖο μόνοι τους. Ἡ θάλασσα ἦταν ἤρεμη. Σύννεφο δὲν ὑπῆρχε, ἀέρας δὲν φυσοῦσε. Τὸ ταξίδι ἦταν εὐχάριστο.
Ἀλλὰ ὑπάρχει πιὸ ἄστατο πρᾶγμα ἀπὸ τὴ θάλασσα; Κάποια στιγμή, ἐνῷ ταξίδευαν καὶ πλησίαζαν μεσάνυχτα, ὁ καιρὸς ἄλλαξε. Φύσηξε ἀέρας. Ὁ ἀέρας δυνάμωσε, ἔγινε θύελλα.
Σηκώθηκαν τεράστια κύματα, καὶ τὸ πλοιάριο ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα κινδύνευε νὰ καταποντισθῇ. Καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφτανε αὐτό, ξαφνικὰ βλέπουν κάτι νὰ κινῆται, κάτι νὰ σαλεύῃ, νὰ προχωρῇ σιωπηλὸ καὶ νὰ ἔρχεται πρὸς τὸ μέρος τους. Οἱ μαθηταὶ φοβήθηκαν. Φάντασμα! φώναξαν. Μὰ δὲν ὑπάρχουν φαντάσματα.
Ὅταν ἡ σκιὰ πλησίασε ἀκόμα περισσότερο, τότε ἄκουσαν τὴ γλυκειὰ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ· «Ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε» (Ματθ. 14,27). Ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ περπατοῦσε πάνω στὰ ἄγρια κύματα. Μὰ πῶς; θὰ πῆτε. Δὲν ὑπάρχει «πῶς;».
Ὅπου θέλει ὁ Θεός, «νικᾶται φύσεως τάξις» (ἑσπερινὸς Εὐαγγελισμοῦ). Δὲν περπάτησε ὅμως, ἀγαπητοί μου, ἐπάνω στὰ κύματα μόνο ὁ Χριστός. Ἔδωσε τὴ δύναμί του ὥστε καὶ ὁ Πέτρος ὁ μαθητής του νὰ περπατήσῃ ἐπάνω στὰ ἀφρισμένα κύματα. Κι ὄχι μόνο αὐτό. Ὅταν ὁ Πέτρος ἄρχισε νὰ βουλιάζῃ, φώναξε «Κύριε, σῶσόν με», καὶ ὁ Χριστὸς τὸν ἅρπαξε ἀπ᾿ τὸ χέρι, τὸν ἀνέσυρε ἀπ᾿ τὰ νερά, καὶ τοῦ λέει· «Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;» (Ματθ. 14,30-31).
Μετὰ πλησίασε κι ἀνέβηκε στὸ πλοιάριο ὁ Χριστός. Καὶ μόλις τὰ ἅγιά του πόδια πάτησαν στὸ κατάστρωμα, σὰν μὲ μαχαίρι κόπηκε ἡ ἄγρια θαλασσοταραχὴ καὶ ἔγινε γαλήνη μεγάλη. Ὅσοι ἦταν μέσα στὸ πλοῖο, ἔπεσαν στὰ γόνατα καὶ τοῦ εἶπαν· «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ», εἶσαι πράγματι Θεός (ἔ.ἀ. 14,33).
* * *
Τὸ θαῦμα αὐτὸ μᾶς ἐνδιαφέρει ὅλους. Ὅπως οἱ μαθηταὶ τὴ νύχτα ἐκείνη κινδύνευαν μέσα στὴ θάλασσα, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, κι ὅταν ἀκόμα δὲν εἴμαστε στὴ θάλασσα καὶ στὰ πελάγη, κινδυνεύουμε. Γιατὶ ἡ ζωή μας εἶνε μιὰ θάλασσα, μιὰ ἄστατη καὶ ἀφρισμένη θάλασσα.
Ὁ ἄνθρωπος, ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ πέσῃ ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του μέχρις ὅτου πάῃ στὴν ἄλλη μάνα τὴ γῆ, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θὰ γεννηθῇ μέχρις ὅτου κλείσῃ τὰ μάτια του στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο, ἡ ζωή του ὅλη εἶνε συνυφασμένη μὲ τὸν κίνδυνο.
Ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεριὲς κινδυνεύει· κινδυνεύουν τὰ μικρὰ παι διὰ μέσα στὶς κούνιες, κινδυνεύουν οἱ ἀσπρομάλληδες γέροντες, κινδυνεύουν οἱ γυναῖκες, κινδυνεύουν οἱ ἄντρες, κινδυνεύουν οἱ φτωχοὶ καὶ μικροί, κινδυνεύουν οἱ μεγάλοι καὶ τρανοί.
Ὅσο πιὸ ψηλὰ ἀνεβαίνεις κι ὅσο πιὸ πολλὰ ἀξιώματα ἀποκτᾷς, τόσο περισσότερο κινδυνεύεις. Μὴν πῇς· Ἄ, ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα ὑπάρχει κίνδυνος, γι᾿ αὐτὸ θὰ πάρω τὸ ἀεροπλάνο καὶ θὰ πάω μακριά, νὰ κρυφτῶ… Μὴν πιστέψῃς, ὅτι μπορεῖς νὰ βρῇς κάπου ἀσφάλεια.
Πολλὲς φορὲς ἐκεῖ ποὺ νομίζεις ὅτι ὑπάρχει ἀσφάλεια, ἐκεῖ παραμονεύει ὁ κίνδυνος. Πόσες φορὲς ναυτικοί, ποὺ γλύτωσαν ἀπὸ ἄγριες θάλασσες, πνίγηκαν μέσα σὲ λιμάνια, σὲ μιὰ κουταλιὰ νερό. Παντοῦ παραμονεύει ὁ κίνδυνος. Κινδυνεύει ὁ ἄνθρωπος σωματικά.
Κινδυνεύει ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες. Ὁ ἀτμοσφαιρικὸς ἀέρας εἶνε γεμᾶτος μικρόβια, ἀναρίθμητα μικρόβια. Ἀγωνίζεται ἡ ἐπιστήμη νὰ τὰ νικήσῃ. Ξαγρυπνᾷ, γιὰ νὰ βρῇ τὰ φάρμακα. Ἀλλὰ μόλις νικήσῃ τὸ ἕνα μικρόβιο, παρουσιάζεται ἄλλο…
Κινδυνεύει ἐπίσης ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως· ἀπὸ τὸν κεραυνό, ἀπὸ τὶς πλημμύρες τῶν ποταμῶν, ἀπὸ τὰ ἀφρισμένα κύματα τῶν θαλασσῶν, ἀπὸ τοὺς σεισμούς… Κινδυνεύει ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος πνευματικά.
Κινδυνεύει ἀπὸ τὸ σατανᾶ, τὸ ἀόρατο πνεῦμα ποὺ ἁπλώνει τὰ δίχτυα του παντοῦ γιὰ νὰ ψαρέψῃ κόσμο στὰ ῥεύματά του καὶ στὶς ἰδέες του. Δυστυχῶς δὲν τὸ καταλάβαμε αὐτὸ οὔτε ἐμεῖς ποὺ φορᾶμε τὰ ῥάσα. Ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν φοβᾶμαι αὐτά.
Κι ἀπὸ τὸ σατανᾶ, κι ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες, κι ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως χειρότερος εἶνε… ὁ ἄνθρωπος! Αὐτὸν ἐγὼ φοβᾶμαι. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἄπιστος καὶ ἄθεος, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ἱερὸ καὶ ὅσιο, αὐτὸς εἶνε ἀγριώτερος ὅλων.
Καὶ σήμερα ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ θὰ μᾶς κάνῃ –νὰ τὸ θυμᾶστε–, νὰ μὴ θέλῃ ὁ ἕνας νὰ βλέπῃ τὸν ἄλλο. Κλονίζεται ἡ ἐμπιστοσύνη καὶ στοὺς δικούς μας ἀκόμη. Κινδυνεύουμε ὅμως πρὸ παντὸς ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας!
Ναί, ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, ποὺ τὸν ἔχουμε τόσο κοντά. Ὅσο κακὸ μπορεῖ νὰ κάνῃ ὁ ἄνθρωπος στὸν ἑαυτό του, δὲν μποροῦν νὰ τοῦ κάνουν ὅλοι οἱ δαίμονες. Δὲ μοῦ λέτε, μικρὸ κακὸ κάνει αὐτὸς ποὺ εἶνε ἀλκοολικὸς καὶ καίει τὰ σπλάχνα του; μικρὸ κακὸ κάνει ὁ ὀργίλος, ποὺ σὲ μιὰ στιγμὴ θυμοῦ παθαίνει συγκοπὴ καρδίας; μικρὸ κακὸ κάνει ὁ πλεονέκτης καὶ ἅρπαγας; μικρὸ κακὸ κάνουν ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοὶ στὸν ἑαυτό τους;
Εἴμαστε λοιπὸν ὁ καθένας σὰν ἕνα καραβάκι μέσα σὲ κίνδυνο μεγάλο.
* * *
–Μά, θὰ μοῦ πῆτε, ὅπως μᾶς τὰ λὲς μᾶς ἀπογοήτευσες· μᾶς ἔφερες πανικό. Ὄχι, δὲν σᾶς φέρνω πανικό. Μέσα σὲ χίλιους διαβόλους, μέσα καὶ στὴν πιὸ σατανικὴ γενεά, ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ.
Ἂς σείεται ἡ γῆ, ἂς φουσκώνουν τὰ ῥεύματα, ἂς πέφτουν οἱ κεραυνοί, ἂς τρέμουν τὰ ἄστρα· ἕνας ἐδῶ κάτω στὴ γῆ μένει ἀτρόμητος. Ποιός; Ὁ πιστός! Ποιό εἶνε ἐκεῖνο, ποὺ θὰ μᾶς κρατήσῃ πάνω στὴ φλούδα τῆς γῆς ἄφοβους, τί εἶνε ἐκεῖνο ποὺ θὰ μᾶς σώσῃ; Ἡ πίστι! Ποιά πίστι; Ὄχι ἡ χλιαρὴ καὶ μικρή, ὄχι ἡ ὀλιγοπιστία, ἀλλὰ ἡ πραγματικὴ πίστι.
Ἡ πίστι ὅ τι αὐτὸς ὁ κόσμος δὲν φύτρωσε ἔτσι, ὅτι ὑπάρχει Θεὸς ποὺ ἔκανε ὁλόκληρο τὸν κόσμο, καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς εἶνε πατέρας, ποὺ φροντίζει ὅπως ὁ πατέρας γιὰ τὸ παιδί· ἡ πίστι ὅτι ὁ Θεὸς φροντίζει γιὰ ὅλα, ὅτι ὑπάρχει ἡ Θεία Πρόνοια, κι ὅτι χωρὶς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ δὲν πέφτει ἕνα πουλάκι νεκρὸ στὴ γῆ, δὲν πέφτει ἕνα φύλλο ἀπὸ τὸ δέντρο· ἡ πίστι, πάνω ἀπ᾽ ὅλα, ὅτι ὁ Θεὸς Πατὴρ ἔστειλε τὸν μονογενῆ του Υἱὸ ἐδῶ κάτω στὴ γῆ, φόρεσε ἀνθρώπινη σάρκα, περπάτησε, σταυρώθηκε, ἀνελήφθη, καὶ ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας.
Ἡ πίστι στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, αὐτὴ θὰ μᾶς σώσῃ. Πιστεύουμε; Ἂν πιστεύαμε, ὅπως ἡ γενεὰ τῶν προγόνων μας τοῦ ᾿21, ἡ πατρίδα μας θὰ ἦ ταν παράδεισος. Ἂν πιστεύαμε, δὲν θὰ εἴχαμε μῖσος καὶ φθόνο.
Ἂν πιστεύαμε, δὲν θὰ τρέχαμε στὰ δικαστήρια νὰ παλαμίζουμε τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τιποτένια καὶ εὐτελῆ πράγματα. Ἂν πιστεύαμε, θὰ εἴχαμε τὸ γάμο ψηλά, δὲν θὰ τὸν κάναμε ἐμπόριο καὶ συναλλαγή. Ἂν πιστεύαμε, δὲν θὰ ἦταν ἡ χώρα γεμάτη ἀπὸ ζεύγη παράνομα.
Γέμισε ἡ πατρίδα μας παράνομα ζεύγη. Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια, μέσα σ᾿ ἕναν αἰῶνα, δὲν ἔβγαινε οὔτε ἕνα διαζύγιο· καὶ τώρα, μέσα σ᾽ ἕνα χρόνο, ἡ φάμπρικα τοῦ διαβόλου βγάζει χιλιάδες διαζύγια!
Ἂν πιστεύαμε, δὲν θὰ ἄλλαζε ὁ ἄντρας τὴ γυναῖκα ὅπως ἀλλάζει τὸ πουκάμισό του, καὶ δὲν θὰ ἄλλαζε ἡ γυναίκα τὸν ἄντρα ὅπως ἀλλάζει τὴ ῥόμπα της. Ἂν πιστεύαμε, δὲν θὰ ζούσαμε σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀθλιότητα. Ἂν πιστεύαμε στὸ Θεὸ καὶ τιμούσαμε τοὺς ἁγίους, θὰ εἴχαμε ζωντα νὴ τὴν πίστι μας.
* * *
Ἀδέλφια μου! Ζοῦμε σὲ χρόνια ἐπικίνδυνα. Τί πρέπει νὰ κάνουμε; Μιὰ συμβουλὴ θὰ σᾶς δώσω καὶ τελειώνω. Τὰ καράβια, ὅταν ταξιδεύουν, ἔχουν ἀσύρματο. Κι ὅταν ἕνα πλοῖο κινδυνεύῃ, ἀμέσως ἐκπέμπει σῆμα ΣΟΣ· Σώσατε τὰς ψυχάς μας!
Ὅπως λοιπὸν κάθε καράβι ἐν ὥρᾳ κινδύνου σημαίνει συναγερμό, ἔτσι κ᾿ ἐσεῖς. Ὅσοι πιστοί, στῶμεν καλῶς! Μέσα στὴ φουρτούνα τῆς ζωῆς, ἀγοράστε ἀσύρματο, ἀσύρματο ποὺ θὰ σᾶς ἑνώσῃ μὲ τὸν οὐρανό. Ἀπὸ ᾿κεῖ θὰ ἔλθῃ ἡ βοήθεια.
Καὶ ποιός εἶνε αὐτὸς ὁ ἀσύρματος; Εἶνε ἡ προσευχή. Εἶνε οἱ δύο λέξεις ποὺ εἶπε ὁ Πέτρος· «Κύριε, σῶσόν με» (ἔ.ἀ. 14,30). Κάθε φορὰ ποὺ κινδυνεύουμε, εἴτε σὰν ἄνθρωποι, εἴτε σὰν οἰκογένεια, εἴτε σὰν ἔθνος, ἂς βάζουμε μπροστὰ τὸν ἀσύρματο· ἂς προσευχώμαστε.
Μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες, λαϊκοὶ καὶ κληρικοί, ἁμαρτωλοὶ καὶ δίκαιοι, ἂς πέσουμε στὰ γόνατα καὶ ἂς ποῦμε σὰν τὸν Πέτρο· «Κύριε, σῶσόν με», «Κύριε, σῶσόν με». Καὶ ὁ μεγάλος Θεός μας θ᾿ ἁπλώσῃ τὸ χέρι του γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ καὶ θὰ μᾶς σώσῃ. Καὶ θὰ τὸν ὑμνοῦμε καὶ θὰ τὸν δοξάζουμε εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Προφήτου Ἠλιού Καστέλλας - Πειραιῶς τὴν 7-8-1960. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 1-8-1999, ἐπανέκδοσις 25-7-2013.
Πηγή: http://kirigmata.blogspot.com/2013/08/blog-post_4287.html#ixzz7X8kuqxI4
Μετὰ πλησίασε κι ἀνέβηκε στὸ πλοιάριο ὁ Χριστός. Καὶ μόλις τὰ ἅγιά του πόδια πάτησαν στὸ κατάστρωμα, σὰν μὲ μαχαίρι κόπηκε ἡ ἄγρια θαλασσοταραχὴ καὶ ἔγινε γαλήνη μεγάλη. Ὅσοι ἦταν μέσα στὸ πλοῖο, ἔπεσαν στὰ γόνατα καὶ τοῦ εἶπαν· «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ», εἶσαι πράγματι Θεός (ἔ.ἀ. 14,33).
* * *
Τὸ θαῦμα αὐτὸ μᾶς ἐνδιαφέρει ὅλους. Ὅπως οἱ μαθηταὶ τὴ νύχτα ἐκείνη κινδύνευαν μέσα στὴ θάλασσα, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, κι ὅταν ἀκόμα δὲν εἴμαστε στὴ θάλασσα καὶ στὰ πελάγη, κινδυνεύουμε. Γιατὶ ἡ ζωή μας εἶνε μιὰ θάλασσα, μιὰ ἄστατη καὶ ἀφρισμένη θάλασσα.
Ὁ ἄνθρωπος, ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ πέσῃ ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του μέχρις ὅτου πάῃ στὴν ἄλλη μάνα τὴ γῆ, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θὰ γεννηθῇ μέχρις ὅτου κλείσῃ τὰ μάτια του στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο, ἡ ζωή του ὅλη εἶνε συνυφασμένη μὲ τὸν κίνδυνο.
Ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεριὲς κινδυνεύει· κινδυνεύουν τὰ μικρὰ παι διὰ μέσα στὶς κούνιες, κινδυνεύουν οἱ ἀσπρομάλληδες γέροντες, κινδυνεύουν οἱ γυναῖκες, κινδυνεύουν οἱ ἄντρες, κινδυνεύουν οἱ φτωχοὶ καὶ μικροί, κινδυνεύουν οἱ μεγάλοι καὶ τρανοί.
Ὅσο πιὸ ψηλὰ ἀνεβαίνεις κι ὅσο πιὸ πολλὰ ἀξιώματα ἀποκτᾷς, τόσο περισσότερο κινδυνεύεις. Μὴν πῇς· Ἄ, ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα ὑπάρχει κίνδυνος, γι᾿ αὐτὸ θὰ πάρω τὸ ἀεροπλάνο καὶ θὰ πάω μακριά, νὰ κρυφτῶ… Μὴν πιστέψῃς, ὅτι μπορεῖς νὰ βρῇς κάπου ἀσφάλεια.
Πολλὲς φορὲς ἐκεῖ ποὺ νομίζεις ὅτι ὑπάρχει ἀσφάλεια, ἐκεῖ παραμονεύει ὁ κίνδυνος. Πόσες φορὲς ναυτικοί, ποὺ γλύτωσαν ἀπὸ ἄγριες θάλασσες, πνίγηκαν μέσα σὲ λιμάνια, σὲ μιὰ κουταλιὰ νερό. Παντοῦ παραμονεύει ὁ κίνδυνος. Κινδυνεύει ὁ ἄνθρωπος σωματικά.
Κινδυνεύει ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες. Ὁ ἀτμοσφαιρικὸς ἀέρας εἶνε γεμᾶτος μικρόβια, ἀναρίθμητα μικρόβια. Ἀγωνίζεται ἡ ἐπιστήμη νὰ τὰ νικήσῃ. Ξαγρυπνᾷ, γιὰ νὰ βρῇ τὰ φάρμακα. Ἀλλὰ μόλις νικήσῃ τὸ ἕνα μικρόβιο, παρουσιάζεται ἄλλο…
Κινδυνεύει ἐπίσης ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως· ἀπὸ τὸν κεραυνό, ἀπὸ τὶς πλημμύρες τῶν ποταμῶν, ἀπὸ τὰ ἀφρισμένα κύματα τῶν θαλασσῶν, ἀπὸ τοὺς σεισμούς… Κινδυνεύει ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος πνευματικά.
Κινδυνεύει ἀπὸ τὸ σατανᾶ, τὸ ἀόρατο πνεῦμα ποὺ ἁπλώνει τὰ δίχτυα του παντοῦ γιὰ νὰ ψαρέψῃ κόσμο στὰ ῥεύματά του καὶ στὶς ἰδέες του. Δυστυχῶς δὲν τὸ καταλάβαμε αὐτὸ οὔτε ἐμεῖς ποὺ φορᾶμε τὰ ῥάσα. Ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν φοβᾶμαι αὐτά.
Κι ἀπὸ τὸ σατανᾶ, κι ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες, κι ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως χειρότερος εἶνε… ὁ ἄνθρωπος! Αὐτὸν ἐγὼ φοβᾶμαι. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἄπιστος καὶ ἄθεος, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ἱερὸ καὶ ὅσιο, αὐτὸς εἶνε ἀγριώτερος ὅλων.
Καὶ σήμερα ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ θὰ μᾶς κάνῃ –νὰ τὸ θυμᾶστε–, νὰ μὴ θέλῃ ὁ ἕνας νὰ βλέπῃ τὸν ἄλλο. Κλονίζεται ἡ ἐμπιστοσύνη καὶ στοὺς δικούς μας ἀκόμη. Κινδυνεύουμε ὅμως πρὸ παντὸς ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας!
Ναί, ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, ποὺ τὸν ἔχουμε τόσο κοντά. Ὅσο κακὸ μπορεῖ νὰ κάνῃ ὁ ἄνθρωπος στὸν ἑαυτό του, δὲν μποροῦν νὰ τοῦ κάνουν ὅλοι οἱ δαίμονες. Δὲ μοῦ λέτε, μικρὸ κακὸ κάνει αὐτὸς ποὺ εἶνε ἀλκοολικὸς καὶ καίει τὰ σπλάχνα του; μικρὸ κακὸ κάνει ὁ ὀργίλος, ποὺ σὲ μιὰ στιγμὴ θυμοῦ παθαίνει συγκοπὴ καρδίας; μικρὸ κακὸ κάνει ὁ πλεονέκτης καὶ ἅρπαγας; μικρὸ κακὸ κάνουν ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοὶ στὸν ἑαυτό τους;
Εἴμαστε λοιπὸν ὁ καθένας σὰν ἕνα καραβάκι μέσα σὲ κίνδυνο μεγάλο.
* * *
–Μά, θὰ μοῦ πῆτε, ὅπως μᾶς τὰ λὲς μᾶς ἀπογοήτευσες· μᾶς ἔφερες πανικό. Ὄχι, δὲν σᾶς φέρνω πανικό. Μέσα σὲ χίλιους διαβόλους, μέσα καὶ στὴν πιὸ σατανικὴ γενεά, ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ.
Ἂς σείεται ἡ γῆ, ἂς φουσκώνουν τὰ ῥεύματα, ἂς πέφτουν οἱ κεραυνοί, ἂς τρέμουν τὰ ἄστρα· ἕνας ἐδῶ κάτω στὴ γῆ μένει ἀτρόμητος. Ποιός; Ὁ πιστός! Ποιό εἶνε ἐκεῖνο, ποὺ θὰ μᾶς κρατήσῃ πάνω στὴ φλούδα τῆς γῆς ἄφοβους, τί εἶνε ἐκεῖνο ποὺ θὰ μᾶς σώσῃ; Ἡ πίστι! Ποιά πίστι; Ὄχι ἡ χλιαρὴ καὶ μικρή, ὄχι ἡ ὀλιγοπιστία, ἀλλὰ ἡ πραγματικὴ πίστι.
Ἡ πίστι ὅ τι αὐτὸς ὁ κόσμος δὲν φύτρωσε ἔτσι, ὅτι ὑπάρχει Θεὸς ποὺ ἔκανε ὁλόκληρο τὸν κόσμο, καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς εἶνε πατέρας, ποὺ φροντίζει ὅπως ὁ πατέρας γιὰ τὸ παιδί· ἡ πίστι ὅτι ὁ Θεὸς φροντίζει γιὰ ὅλα, ὅτι ὑπάρχει ἡ Θεία Πρόνοια, κι ὅτι χωρὶς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ δὲν πέφτει ἕνα πουλάκι νεκρὸ στὴ γῆ, δὲν πέφτει ἕνα φύλλο ἀπὸ τὸ δέντρο· ἡ πίστι, πάνω ἀπ᾽ ὅλα, ὅτι ὁ Θεὸς Πατὴρ ἔστειλε τὸν μονογενῆ του Υἱὸ ἐδῶ κάτω στὴ γῆ, φόρεσε ἀνθρώπινη σάρκα, περπάτησε, σταυρώθηκε, ἀνελήφθη, καὶ ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας.
Ἡ πίστι στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, αὐτὴ θὰ μᾶς σώσῃ. Πιστεύουμε; Ἂν πιστεύαμε, ὅπως ἡ γενεὰ τῶν προγόνων μας τοῦ ᾿21, ἡ πατρίδα μας θὰ ἦ ταν παράδεισος. Ἂν πιστεύαμε, δὲν θὰ εἴχαμε μῖσος καὶ φθόνο.
Ἂν πιστεύαμε, δὲν θὰ τρέχαμε στὰ δικαστήρια νὰ παλαμίζουμε τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τιποτένια καὶ εὐτελῆ πράγματα. Ἂν πιστεύαμε, θὰ εἴχαμε τὸ γάμο ψηλά, δὲν θὰ τὸν κάναμε ἐμπόριο καὶ συναλλαγή. Ἂν πιστεύαμε, δὲν θὰ ἦταν ἡ χώρα γεμάτη ἀπὸ ζεύγη παράνομα.
Γέμισε ἡ πατρίδα μας παράνομα ζεύγη. Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια, μέσα σ᾿ ἕναν αἰῶνα, δὲν ἔβγαινε οὔτε ἕνα διαζύγιο· καὶ τώρα, μέσα σ᾽ ἕνα χρόνο, ἡ φάμπρικα τοῦ διαβόλου βγάζει χιλιάδες διαζύγια!
Ἂν πιστεύαμε, δὲν θὰ ἄλλαζε ὁ ἄντρας τὴ γυναῖκα ὅπως ἀλλάζει τὸ πουκάμισό του, καὶ δὲν θὰ ἄλλαζε ἡ γυναίκα τὸν ἄντρα ὅπως ἀλλάζει τὴ ῥόμπα της. Ἂν πιστεύαμε, δὲν θὰ ζούσαμε σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀθλιότητα. Ἂν πιστεύαμε στὸ Θεὸ καὶ τιμούσαμε τοὺς ἁγίους, θὰ εἴχαμε ζωντα νὴ τὴν πίστι μας.
* * *
Ἀδέλφια μου! Ζοῦμε σὲ χρόνια ἐπικίνδυνα. Τί πρέπει νὰ κάνουμε; Μιὰ συμβουλὴ θὰ σᾶς δώσω καὶ τελειώνω. Τὰ καράβια, ὅταν ταξιδεύουν, ἔχουν ἀσύρματο. Κι ὅταν ἕνα πλοῖο κινδυνεύῃ, ἀμέσως ἐκπέμπει σῆμα ΣΟΣ· Σώσατε τὰς ψυχάς μας!
Ὅπως λοιπὸν κάθε καράβι ἐν ὥρᾳ κινδύνου σημαίνει συναγερμό, ἔτσι κ᾿ ἐσεῖς. Ὅσοι πιστοί, στῶμεν καλῶς! Μέσα στὴ φουρτούνα τῆς ζωῆς, ἀγοράστε ἀσύρματο, ἀσύρματο ποὺ θὰ σᾶς ἑνώσῃ μὲ τὸν οὐρανό. Ἀπὸ ᾿κεῖ θὰ ἔλθῃ ἡ βοήθεια.
Καὶ ποιός εἶνε αὐτὸς ὁ ἀσύρματος; Εἶνε ἡ προσευχή. Εἶνε οἱ δύο λέξεις ποὺ εἶπε ὁ Πέτρος· «Κύριε, σῶσόν με» (ἔ.ἀ. 14,30). Κάθε φορὰ ποὺ κινδυνεύουμε, εἴτε σὰν ἄνθρωποι, εἴτε σὰν οἰκογένεια, εἴτε σὰν ἔθνος, ἂς βάζουμε μπροστὰ τὸν ἀσύρματο· ἂς προσευχώμαστε.
Μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες, λαϊκοὶ καὶ κληρικοί, ἁμαρτωλοὶ καὶ δίκαιοι, ἂς πέσουμε στὰ γόνατα καὶ ἂς ποῦμε σὰν τὸν Πέτρο· «Κύριε, σῶσόν με», «Κύριε, σῶσόν με». Καὶ ὁ μεγάλος Θεός μας θ᾿ ἁπλώσῃ τὸ χέρι του γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ καὶ θὰ μᾶς σώσῃ. Καὶ θὰ τὸν ὑμνοῦμε καὶ θὰ τὸν δοξάζουμε εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Προφήτου Ἠλιού Καστέλλας - Πειραιῶς τὴν 7-8-1960. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 1-8-1999, ἐπανέκδοσις 25-7-2013.
Πηγή: http://kirigmata.blogspot.com/2013/08/blog-post_4287.html#ixzz7X8kuqxI4