Παρασκευή 30 Ιουλίου 2021

EYXAΡΙΣΤΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΗΧΗΣΗ

 


Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἕνεκα τῆς νέας κοινωνικῆς δομῆς καί τάξεως πραγμάτων, ἔχει μεταβάλει τήν στάση καί συμπεριφορά του ἔναντι τῆς πίστεώς του στόν Θεό. Ἡ μορφή αὐτή τῆς μή εὐχαριστιακῆς θεωρήσεως καί χρήσεως τοῦ κόσμου, πού συνιστᾶ τήν οὐσία τῆς ἐκκοσμικεύσεως, ὁδηγεῖ στόν συσχηματισμό μέ τόν κόσμο καί καλλιεργεῖ μεταξύ τοῦ σκοποῦ τῆς λατρείας καί τῆς κατανοήσεώς της μιά διαφορά, ἕνα χάσμα.
Θά πρέπει νά ἀναρωτηθοῦμε, ἐάν μέσα στόν σύγχρονο πολιτισμό καί στόν πλαστό ὀρθολογισμό τοῦ κόσμου, ὁ λαός μας ζεῖ τήν Εὐχαριστία ὡς σύναξη τῆς ἐν Χριστῷ οἰκογένειάς του, ὡς μετοχή στόν θάνατο καί στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, «προσκατερῶν τῇ διδαχῇ καί τῇ κοινωνίᾳ, τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καί ταῖς προσευχαῖς».



Ἐάν τό κήρυγμα καί ἡ κατήχηση προσφέρουν μιά ἀληθινά ἐκκλησιολογική καί εὐχαριστιακή κατεύθυνση ἤ μήπως χαρακτηρίζονται ἀπό ἕναν ἀγονο ἠθικισμό, ἕναν θρησκευτικό συναισθηματισμό καί ἀτομικισμό;
Πολλά ἀπ' ὅσα γίνονται στήν ἐκκλησιαστική καί κατηχητική πράξη δείχνουν ὅτι ποιμένες καί ποιμενόμενοι, κατηχητές καί κατηχούμενοι ἔχουμε, ἴσως, ὑποστῆ τήν ἐπίδραση μιᾶς ἄλλης μή εὐχαριστιακῆς θεολογίας, ἡ ὁποία δέν μᾶς βοηθεῖ νά ζήσουμε τήν εὐχαριστιακή ἐμπειρία τῶν Ἁγίων καί νά κατανοήσουμε ὀρθά τήν δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Διότι, ὅταν ἡ Ἐκκλησία γράφει τό Εὐαγγέλιο καί διατυπώνει τό δόγμα ἐκφράζει τό πλήρωμα τῆς νέας ζωῆς πού κρύβεται μέσα της. Γι' αὐτό οὔτε τό Εὐαγγέλιο κατανοεῖται ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, οὔτε τό δόγμα ἔξω ἀπό τήν λατρεία. Αὐτή ἡ ἐσωτερική ἑνότητα τῆς Ζωῆς καί τῆς Ἀλήθειας εἶναι ἡ δύναμη καί ὁ χαρακτήρας τῆς Ἐκκλησίας. 
Ἡ πτώση καί ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου
Γιά νά κατανοήσουμε ὀρθόδοξα τήν σημασία καί τήν θέση τῆς θείας Εὐχαριστίας στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει προηγουμένως νά κατανοήσουμε ὀρθά σέ τί συνίσταται ἡ πτώση καί ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἐάν ἐκλάβουμε τήν πτώση καί τήν σωτηρία κατά τρόπο ἠθικιστικό καί δικανικό, ὅπως οἱ Δυτικοί, δέν θά μπορέσουμε νά ἑρμηνεύσουμε τό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας ὡς ἀποκατάσταση τῆς θεανθρωπίνης κοινωνίας, ὡς ζωοποίησή μας διά τῆς ἑνώσεώς μας μέ τόν Χριστό. Ἀντίθετα, θά ἀποδεχθοῦμε τήν λανθασμένη ἀντίληψη, ὅτι ἡ σωτηρία μας ἔγκειται στήν διά τῆς Θείας Εὐχαριστίας οἰκειοποίηση τῶν ἀξιομισθιῶν τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν σταυρική Του θυσία, τήν ὁποία προσφέρει γιά νά ἱκανοποιήση τήν ἀπείρως τρωθεῖσα ἀπό τήν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου θεία δικαιοσύνη. Ὁ σταυρικός θάνατος τοῦ Κυρίου μᾶς σώζει, διότι δι' αὐτοῦ ὁ Κύριος συναντᾶ καί νικᾶ τόν θάνατό μας καί ὁ θάνατός Του ἀθανασίας γίνεται πρόξενος. Ἡ Ἐκκλησία τρέφεται συνεχῶς ἀπό τήν θυσία τοῦ Χριστοῦ. Σέ κάθε Θεία Λειτουργία δέν ἔχουμε μιά ἐξωτερική ἀναπαράσταση ἤ μιά ἐπανάληψη, γιατί ἡ σταυρική θυσία ἅπαξ ἐτελέσθη, καί γι' αὐτό δέν ἐπαναλαμβάνεται, ἀλλά ἔχουμε συνέχεια καί μετοχή στήν μία καί μοναδική θυσία τοῦ Χριστοῦ. Προσφέρουμε λοιπόν τήν Θεία Εὐχαριστία ὄχι γιατί ὁ Θεός τήν χρειάζεται ἀλλά γιατί ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ούσία καί προϋπόθεση τῆς ἰδικῆς μας ὑπάρξεως ἐν Αὐτῷ. Αὐτός εἶναι ὁ μόνος τρόπος οὐσιαστικῆς ἀνακαινίσεως τοῦ κόσμου. Ὀφείλομε νά δείξωμε πώς ἡ πραγματική ζωή εἶναι εὐχαριστία, μιά κίνηση ἀγάπης καί λατρείας πρός τόν Θεό. Ξέρομε πώς χάσαμε αὐτή τήν εὐχαριστιακή ζωή καί τελικά ξέρομε πώς στόν Χριστό, στόν νέο Ἀδάμ, ἡ εὐχαριστιακή αὐτή ζωή δόθηκε πίσω στόν ἄνθρωπο. 


Ἡ παράδοση τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ
Ἡ Ἐκκλησία προσφέρει στόν ἄνθρωπο αὐτή ἀκριβῶς τήν καθολική Ἀλήθεια, πού ἐλευθερώνει καί σώζει τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Ἡ προσφορά αὐτή ἀνήκει στό εἶναι τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας ἀποκαλύπτεται πάντοτε ὡς ἐνυπόστατη, εἶναι δηλαδή ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Προσφέρεται δέ μέ μιά κίνηση παραλαβῆς καί παραδόσεως. «Παρέδωκα... ὅ καί παρέλαβον, ὅτι Χριστός ἀπέθανεν...ὅτι ἐτάφη καί ὅτι ἐγήγερται...». Ἡ παράδοση δέ τοῦ Χριστοῦ δέν γίνεται μέ τήν μετάδοση ὁρισμένων γνώσεων ἤ συστηματικῶν ἐννοιῶν, ἀλλά ἀπό τήν στιγμή πού ἡ Ἐκκλησία παραδίδει «ὅ καί παρέλαβεν», ὅτι δηλαδή «ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐν τῇ νυκτί ᾗ παρεδίδοτο ἔλαβεν ἄρτον καί εὐχαριστήσας ἔκλασε καί εἶπε: τοῦτό μου ἐστιν τό σῶμα τό ὑπέρ ὑμῶν· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν... ». 
Χαρακτηριστικά στοιχεῖα τῆς Κατηχήσεως
Ἡ Κατήχηση εἶναι μιά ἐκκλησιολογική λειτουργία. Τό Εὐαγγέλιο φυλάσσεται ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα. Ἡ ὁμόνοια δέ καί ἡ σύμφωνος ἀγάπη ὅλων, ἡ ἐκδηλουμένη διά τῆς ὑπακοῆς καί πειθαρχίας στόν Ἐπίσκοπο, ὡς τήν κανονική ἐκκλησιαστική κορυφή, τόν μεσίτη τῆς χάριτος καί τόν ἐγγυητή τῆς ἀληθείας, διαφυλλάσσει, κατά οὐσιαστικό τρόπο, τήν πιστότητα καί τήν ἐγκυρότητα κάθε μορφῆς κατηχητικῆς προσπάθειας. Σέ ἀντίθετη περίπτωση ὁ ἐκκλησιοκεντρικός τρόπος ὑπάρξεως πού συνιστᾶ τήν ὄντως ζωή θά ἀντικατασταθῆ ἀπό τήν ἐμμονή στόν θρησκευτικό ἀτομοκεντρισμό, στήν ἀτομική πίστη, στήν ἀτομική ἱεραποστολή.
Ἡ Ὀρθόδοξη Κατήχηση εἶναι, ἐπίσης, εὐχαριστιακή. Τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι τό κέντρο τῶν Μυστηρίων καί ὅλης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Εἶναι αὐτό πού συνιστᾶ καί ἐκφράζει τήν Ἐκκλησία. Δέν νοεῖται Ἐκκλησία χωρίς τήν Θεία Εὐχαριστία καί Θεία Εὐχαριστία χωρίς τήν Ἐκκλησία. Ἔτσι ἡ Κατήχηση εἶναι ἔκφραση τοῦ πνεύματος τῆς Θείας Εὐχαριστίας, δηλαδή τῆς ἀγάπης, τῆς φιλοθεΐας καί φιλανθρωπίας, τῆς κενώσεως καί τῆς ταπεινώσεως. Ὁ κατηχούμενος συνδέεται στενώτατα μέ τήν Θεία Εὐχαριστία. Δέν παρακολουθεῖ ἁπλῶς τήν Θεία Εὐχαριστία, ἀλλά μετέχει οὐσιαστικά αὐτῆς. Γι' αὐτό καί τό αὐθεντικό καί ἐπίκαιρο περιεχόμενο τοῦ κατηχητικοῦ ἔργου, οἱ μορφές καί ἡ ἀποδοχή του ἤ μή, καθορίζονται οὐσιαστικά ἀπό τόν βαθμό καί τήν ἔνταση τῆς μετοχῆς στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. 
Λειτουργική Κατήχηση
Ἡ Ἐκκλησία, κατά τήν ἐμφαντική διατύπωση τοῦ ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, «σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις». Δέν εἶναι, λοιπόν, τυχαῖο πού ἡ ἀδιαίρετη Ἐκκλησία τῶν ὀκτώ πρώτων αἰώνων καί ἡ ὀρθόδοξη ἱστορική της συνέχεια στήν Ἀνατολή, ἐστήριξε τήν κατήχηση κυρίως στήν λατρεία. Ἄς ἀναφέρουμε ἐνδεικτικῶς τίς εὐχές ὑπέρ τῶν Κατηχουμένων στήν Θεία Λειτουργία. Τό μέρος αὐτό τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως ὀνομάζεται Λειτουργία τῶν Κατηχουμένων. Ἱστορικά οἱ εὐχές αὐτές καθιερώθηκαν τήν ἐποχή πού ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο ἐνσωμάτωνε τόν θεσμό τῶν Κατηχουμένων, ἀλλά καί πραγματικά θεωροῦσε τόν ἑαυτό της ἐστραμμένο πρός τόν κόσμο μέ σκοπό νά τόν ἀναμορφώση ἐν Χριστῷ.
Ἡ ἀνάλυση τῆς Θείας Λειτουργίας, ὁ θεολογικός σχολιασμός οὐσιωδῶν μερῶν τῆς χριστιανικῆς λατρείας καί ὁ συσχετισμός τῆς πνευματικῆς ζωῆς μέ τήν μετοχή στήν λατρευτική πράξη τῆς Ἐκκλησίας κατέχουν σημαντική θέση στόν χῶρο τῆς κατηχήσεως. Ἔχουμε, π.χ. στήν ἀρχαία κατήχηση, μιά θαυμάσια θεολογία γιά τίς εἰκόνες, γιά τά σύμβολα τῆς πίστεως, γιά τά τελούμενα καί λεγόμενα μέσα στήν λατρεία. Ἡ Κυριακή Προσευχή, ὡς παράδειγμα, κατεῖχε ἰδιαίτερη καί κεντρική θέση στήν κατήχηση τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων. Τό θεολογικό περιεχόμενο τῆς προσευχῆς αὐτῆς εἶναι σχεδόν μιά ἀνακεφαλαίωση τῆς ὅλης θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, σύνοψις τοῦ ὅλου Εὐαγγελίου, κατά τήν ἔκφραση τοῦ Κυπριανοῦ Καρχηδόνος.
Γιά τήν παράδοσή μας μέσα στήν λατρεία, καί ἰδιαίτερα στήν Θεία Λειτουργία, ὅλα μεταμορφώνονται καί ἁγιάζονται ἀπό τό Πανάγιο Πνεῦμα. Στίς Μυσταγωγικές Κατηχήσεις τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων ὑπάρχει μιά θαυμάσια διατύπωση πού ἔχει ἀποβεῖ κλασσική πλέον, γιατί ἐκφράζει τήν πεποίθηση τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι στήν Θεία Λειτουργία καί στά Μυστήρια ἔχουμε τόν πραγματικό ἁγιασμό τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά καί τήν τελείωση τῆς κτίσεως καί τῆς δημιουργίας: «παντός γάρ οὗ ἄν ἐφάψηται τό ἅγιον Πνεῦμα τοῦτο ἡγίασται καί μεταβέβληται».
Ἡ ἀρχαία Κατήχηση βλέπει τήν Θεία Εὐχαριστία ὡς συγκεφαλαίωση τῆς ὅλης Θείας Οἰκονομίας. Γι' αὐτό ὁ ἔντονος μυσταγωγικός χαρακτήρας κάνει τήν κατήχηση λειτουργικό ὄργανο γιά τήν πραγμάτωση καί βίωση τῆς σωτηρίας. Μέ ἄλλα λόγια ἔχουμε μιά κατήχηση πού λειτουργεῖ μέσα στούς χώρους λατρείας, πού τροφοδοτεῖται καί πλουτίζεται ἀπό τά μυστήρια, μιά κατήχηση πού λειτουργεῖται. Πόσο σοφά εἶναι διοργανωμένο αὐτό τό σύστημα φαίνεται ἀπό τήν πληρότητα τῆς τροφοδοσίας πού περικλείει καί ἀπό τήν δυναμική ἀπόδοσή του καί σέ περιόδους ἐξωτερικῆς ἤ ἐσωτερικῆς ἀδυναμίας τῆς Ἐκκλησίας νά εὐαγγελισθῆ τήν μεγάλη χαρά.
Τό ἦθος πού ἐπιδιώκει νά ἐμπεδώση ἡ ἱερά κατήχηση στούς πιστούς διαμορφώνεται μέσα στούς δύο αὐτούς παράγοντες τῆς λειτουργικῆς μας πραγματικότητος: στήν μετοχή μας στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί στήν διαφύλαξη τῆς ἱερᾶς λειτουργικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς μας παραδόσεως.
Αὐτή ἡ πραγματικότητα ἔχει πολύ μεγάλη βαρύτητα. Γιατί ἡ ἰδική μας κατήχηση πολλές φορές ἔχει μιά καθαρά ἰδεαλιστική ἀπόκλιση. Ἀναφέρεται πιό πολύ σέ ἰδεολογικά, φιλοσοφικά καί κοινωνικά θέματα, παρά στήν πραγματικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Τροφοδοτεῖ τούς κατηχουμένους περισσότερο μέ θέματα μιᾶς γενικῆς ἠθικῆς καί πολιτιστικῆς ζωῆς παρά μέ τήν ὑπόθεση τῆς σωτηρίας καί τούς τρόπους πού βιώνεται αὐτή μέσα στήν λειτουργική καί μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ κατήχηση πρέπει νά ξαναβρῆ τήν θέση της μέσα στήν λατρεία. Δέν πρόκειται περί ἁπλῆς παιδείας καί ἀγωγῆς ἀλλά γιά μυσταγωγία. Ἡ μύηση στήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μετοχή στόν τρόπο τῆς ζωῆς της, στήν ἑορταστική σύναξη τῶν πιστῶν, στήν πραγματικότητα καί φανέρωση τῆς νίκης κατά τοῦ θανάτου. 
Ἡ ἐνορία: ἐπίκεντρο τῆς μυστηριακῆς ζωῆς
Ἡ ἐνορία εἶναι τό ἐργαστήρι τῆς Χάριτος, τό ἐπίκεντρο τῆς μυστηριακῆς ζωῆς. Εἶναι ἔξω ἀπό τήν Παράδοση καί διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας νά λησμονήσουμε, ὅτι ἡ διδαχή ἀσκεῖται ὡς λατρευτική πράξη στήν κοινότητα, ἀφορμᾶται ἀπό τήν λειτουργία της καί κατατείνει στόν ἴδιο, ὅπως καί ἐκείνη, σκοπό: τήν οἰκοδομή τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Ποιός ὅμως σήμερα νιώθει τήν ἐνορία του σάν ἕνα σῶμα καί αἰσθάνεται ὅτι εἴμαστε ὅλοι ἀδελφοί; Ποιός τήν νιώθει σάν μιά οἰκογένεια-κοινότητα, ὅπου ὁ καθένας ἔχει μιά μοναδική θέση καί ὅταν αὐτή ἡ θέση μείνει κενή, τό σῶμα τῆς ἐνορίας δέν μπορεῖ νά λειτουργήση καλά;
Τόν κύριο ρόλο μέσα στήν ἐνοριακή πραγματικότητα διαδραματίζει ὁ ἱερεύς. Ὁ Πρεσβύτερος λαμβάνει τό χάρισμα πρός διακυβέρνησιν τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί πρός διδασκαλίαν καί νουθεσίαν τοῦ λαοῦ. Ὁ ἱερεύς προσφέρει ἐξ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου τήν Θεία Εὐχαριστία καί ἔχει τήν εὐθύνη γιά τήν διδαχή τοῦ ποιμνίου του. Ἀλλά τό μυστήριο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ εὐαγγελισμοῦ, ἀντίθετα μέ κάθε καθαρά ἀνθρώπινο χάρισμα τοῦ λόγου, πραγματοποιεῖται «οὐ καθ' ὑπεροχήν λόγου ἤ σοφίας, οὐ γάρ ἔκρινα τοῦ εἰδέναι τι ἐν ὑμῖν, εἰ μή Ἰησοῦν Χριστόν, καί τοῦτον ἐσταυρωμένον. Καί ὁ λόγος μου καί τό κήρυγμά μου οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ' ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καί δυνάμεως, ἵνα ἡ πίστις ὑμῶν μή ᾖ ἐν σοφίᾳ ἀνθρώπων, ἀλλ' ἐν δυνάμει Θεοῦ».
Ἡ γλῶσσα τῆς λατρείας
Ἕνα θέμα τό ὁποῖο θά πρέπει νά μᾶς ἀπασχολήσει στήν κατηχητική μας διακονία εἶναι τό θέμα τῆς γλώσσης τῶν λειτουργικῶν κειμένων. Εἶναι γνωστό, ὅτι ἡ γλωσσική ἐξέλιξη ὡδήγησε στήν γλωσσική ἀπομάκρυνση ἀπό τήν λειτουργική μας γλῶσσα. Ὅμως τό πρόβλημα δέν εἶναι μόνο τῆς παρούσης γενεᾶς. Ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, συγγραφέως λειτουργικῶν κειμένων, οἱ πιστοί ζητοῦσαν τήν ἑρμηνεία τῶν λεγομένων καί τῶν δρωμένων, γιατί, ὅπως καί σήμερα, ἔτσι καί τότε καί σέ κάθε ἐποχή, ἡ κατανόηση δέν εἶναι μόνο πρόβλημα γλώσσης, ἀλλά καί θεολογικῶν νοημάτων, ὅρων καί συμβολικῶν πράξεων, ἀκατανοήτων ἀπό τούς μή μυημένους.
Ἡ σύγχρονη ἐποχή χαρακτηρίζεται ἀπό δύο ἀλληλοσυγκρουόμενα φαινόμενα:
α) Πρῶτον, ὡς ἐποχή μηχανοκρατούμενη καί λογικοκρατούμενη, ἀπαιτεῖ τήν διά τῆς λογικῆς κατανόηση τοῦ περιεχομένου τῶν λειτουργικῶν κειμένων. Αὐτή ἡ ἀπαίτηση δέν εἶναι παράλογη, γιατί ἡ βιωματική ἐμπειρία τῆς πίστεως καί τῆς λατρείας ἀρχίζει μέ τήν διά τοῦ λόγου κατανόηση τοῦ περιεχομένου τῆς λογικῆς λατρείας.
β) Δεύτερον, παρατηρεῖται μιά πτώχευση τοῦ λόγου, στήν ὁποία ἔχουν συμβάλλει τόσο οἱ σύγχρονοι προσανατολισμοί τῆς παιδείας στόν τεχνολογικό τομέα σέ βάρος τῆς κλασσικῆς παιδείας, ὅσο καί τά Μ.Μ.Ε., κυρίως ἡ τηλεόραση, ἡ ὁποία ἀφ' ἑνός μέν ἔχει ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν μελέτη καί τήν ἐπικοινωνία, δημιουργώντας μιά νέα μορφή ἀναλαφαβητισμοῦ, ἀφ' ἑτέρου δέ, παρά τήν ἀκατάσχετη χρήση τοῦ λόγου, συνέβαλε στήν πτώχευση τῆς χρήσεως τοῦ καθημερινοῦ λόγου, περιορίζοντας στό ἐλάχιστο τό λεξιλόγιο συννενοήσεως, κατά κύριο λόγο μεταξύ τῶν νέων καί μεταβάλλοντάς το σέ γλώσσα διαφημίσεως.
Ἡ πρόταση λύσεως τοῦ ποιμαντικοῦ αὐτοῦ προβλήματος δέν εἶναι εὔκολη, ἀλλά ἀπαιτεῖ μακροχρόνια ποιμαντική καί κατηχητική προσπάθεια καί σχεδιασμό. Ἡ κατηχητική μας διδασκαλία πρέπει νά ἐπικεντρωθῆ στήν διδασκαλία γιά μιά ὄχι ἁπλή διανοητική κατανόηση τοῦ περιεχομένου, ἀλλά στήν βιωματική ἐμπειρία τῆς λατρείας 
Θεωρία καί Πράξη
¿ Ἡ κατήχησή μας εἶναι μαρτυρία ζωῆς. Οἱ ἄνθρωποι, καί ἰδιαίτερα τά παιδιά μας μετροῦν τήν αἴσθηση πού δημιουργεῖ ἡ παρουσία μας. Ὁ ἀγώνας μας γιά νά κατακρίνωμε τήν ἁμαρτία «ἐν τῇ σαρκί ἡμῶν» εἶναι ταυτόχρονα ἡ προσπάθεια ἐκφράσεως τῆς θεολογίας μας. Δέν μπορεῖ νά λέγωμε διάφορα ἤ νά εἶναι ἄλλο ὁ ἑαυτός μας καί ἄλλο ἡ θεολογία μας. Ὁ λόγος μας πρέπει νά σαρκωθῆ. Ἔχουμε τήν εὐθύνη γιά τήν διαφύλαξη τῆς πίστεως, τό ἦθος τό ὁποῖο κληροδοτοῦμε, τήν εὐθύνη νά μήν ἀκυρώσουμε τήν ἐλπίδα. Ἡ ἀκύρωση τῆς ἐλπίδας τῶν νέων καί μάλιστα ἀπό ἐμᾶς πού χρεωθήκαμε νά ἀναφέρουμε τόν λόγο μας στόν θρόνο τοῦ Λόγου, σήμερα δέν περνᾶ χωρίς συνέπειες, ἄλλοτε ἐξωστρεφεῖς καί ἄλλοτε ἐσωστρεφεῖς ἀνάλογα μέ τίς ἰδιοσυγκρασίες καί τίς συγκυρίες. Ἡ Κατηχητική μας διδασκαλία δέν διατείνεται κάτι, ἀλλά μαρτυρεῖ. Δέν εἶναι ἀντιλογία, ἀλλά ὁμολογία. Ἄν αὐτό δέν συμβαίνει, φοβοῦμαι, ὅτι τό ἔργο εἶναι ὄχι ἐκκλησιαστικό ἀλλά ἀτομικό.
¿ Εἶναι πολύ σημαντικό νά μεταδώσουμε στά παιδιά μας τήν αἴσθηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, τῆς εὐχαριστιακῆς διαθέσεως καί τῆς εὐχαριστιακῆς κοινότητος. Νά τά βοηθήσουμε νά ἀνακαλύψουν ἐκ νέου τήν βαθύτερη σημασία τῆς χριστιανικῆς ἑορτῆς.
¿ Ἡ Ἐκκλησία μέ τίς Ἀκολουθίες της εἶναι σύναξη ἐπί τῷ αὐτῷ. Ὁποιαδήποτε μορφή ἐξατομίκευσης δέν ἀνήκει στήν ὀρθόδοξη παράδοση.
¿ Ὅσον ἀφορᾶ τά παιδιά καί τούς νέους δέν ἔχουμε εἰδικές Ἀκολουθίες, ἐπειδή γνωρίζουμε, ὅτι ἡ λειτουργική ἐμπειρία ἀφορᾶ ὅλη τήν κοινότητα καί δέν εἶναι ἀποκλειστικά καί μόνο λογική ἀλλά καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
¿ Ἡ συμμετοχή στήν Θεία Εὐχαριστία δέν εἶναι πράξη ἀτομικῆς ἀξιομισθίας. Τό θέμα τῆς προσελεύσεως ἤ μή στήν Θεία Κοινωνία καθώς καί τῆς καταλλήλου προετοιμασίας θά πρέπει νά μᾶς ἀπασχολήση πολύ. Βλέπετε, ὅτι ἄν δέν ἁγιασθοῦμε ἀπό τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, τῆς μετανοίας, καί δέν προηγηθῆ ἡ διά τοῦ Λόγου κάθαρση καί τροφοδοσία- «καθαροί ἐστε διά τόν λόγον ὅν λελάληκα ὑμῖν»- ἡ Ἐκκλησία δέν δίδει τόν Σαρκωθέντα Λόγο καί τήν Ἀλήθεια ὡς καθαγιασμένο Ἄρτο καί Οἶνο. Εἶναι ἐπίσης πολύ σημαντικό ὅσον ἀφορᾶ τό θέμα τῆς συμμετοχῆς στήν Θεία Κοινωνία νά ἔχουμε κατά νοῦ καί μιά ἄλλη προοπτική: ποιά εἶναι γιά τόν συγκεκριμένο ἄνθρωπο, ἤ τό συγκεριμένο παιδί ἄν θέλετε -ἡ οὐσία δέν ἀλλάζει-, ἡ καλύτερη προετοιμασία; Πῶς θά ἐμφυτεύσουμε μιά ὑγιῆ διάθεση γιά τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία; Πῶς θά βοηθήσουμε τόν ἄνθρωπο νά διατηρήση τήν ἐπιθυμία νά γνωρίση τόν Χριστό; Θά πρέπει νά ἐργασθοῦμε, ὡς Κατηχητές, ὄχι μόνο πρός τήν πλευρά τῶν παιδιῶν ἀλλά καί τῶν γονέων.
¿ Ὑπάρχουν πολλά διακονήματα στήν Ἐκκλησία πού χρειάζονται ἀνθρώπους (αὐτό ἰσχύει καί γιά τά ἀγόρια καί γιά τά κορίτσια), ὅπως εἶναι γιά παράδειγμα τά ἀναλόγια, τά παιδιά τοῦ ἱεροῦ, τό ζύμωμα τοῦ προσφόρου, ἡ καθαριότητα τοῦ ναοῦ, ἡ συμμετοχή στίς προετοιμασίες γιά τήν πανήγυρη τῆς ἐνορίας, καί τόσα ἄλλα. Ἔτσι ὅλοι ἀδιάκριτα μποροῦμε νά προσφέρουμε στήν Ἐκκλησία, γιά νά καλλιεργήσουμε τό λειτουργικό βίωμα.
¿ Ἀκόμα θά προτείνουμε τά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τό Ὡρολόγιο, τό Ψαλτήριο, τά Μηναῖα, καί τόσα ἄλλα, νά μήν εἶναι βιβλία μόνο γιά τά ἀναλόγια τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλά καί γιά τό ταμεῖο τῶν οἰκογενειῶν μας καί τῶν οἰκογενειῶν τῶν παιδιῶν μας. Ἡ κατηχητική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας δέν πρέπει νά ἀγνοῆ αὐτόν τόν ζωτικό τομέα τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, ἀλλά νά κάνη συνεχῆ διδασκαλία καί εἰσαγωγή στά λειτουργικά κείμενα, καθιστώντας φανερή τήν ἀξία καί την σημασία πού ἔχουν γιά τήν προσευχή καί κοινωνία μέ τόν Θεό.
¿ Δέν μποροῦμε νά ὁμιλοῦμε γιά Λειτουργική Κατήχηση χωρίς τήν Ἁγία Γραφή. Ἡ Βίβλος κατέχει μία μοναδική θέση στήν Θεία Λειτουργία. Ἴσως θά ἔπρεπε νά ἐξετασθῆ ἡ ἔκδοση ἑνός βοηθήματος Λειτουργικῆς Θεολογίας γιά τούς Κατηχητές. Στήν ἔκδοση δέν θά περιγράφεται τό λειτουργικό γεγονός ἤ θά καταδεικνύεται ἁπλῶς ἡ σύνδεσή του μέ τά γεγονότα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά θά παρουσιάζεται τό πῶς αὐτό τό ἀρχικό γεγονός, πού ὑπάρχει καί λειτουργεῖ στά πλαίσια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, συνεχίζει νά ὑπάρχη καί νά λειτουργῆ καί στά πλαίσια τῆς Καινῆς Διαθήκης, δηλαδή σήμερα. Ἡ λεγόμενη λειτουργική βιβλική τυπολογία μπορεῖ νά μᾶς βοηθήση πάρα πολύ. 
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Ρωμ. 12,2.
2 Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, Ἡ λειτουργική ἀναγέννηση καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐκδόσεις Σηματωρός, Λάρνακα 1989, σελ. 45-46.
3 Πράξ. 2,42.
4 Βλ. Ἀρχιμ. Βασιλείου, Εἰσοδικόν,Ἅγιον Ὄρος 1978(2), σελ. 17.
5 Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδου, Τό προπατορικόν ἁμάρτημα, Ἀθήνα 1989(2), σελ. 12-13.
6 Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, 1150, 440-441.
7 Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, Ἡ λειτουργική ἀναγέννηση καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, σελ. 26.
8 Α Κορ. 15, 3-4.
9 Α Κορ. 11, 24-26.
10 Μάρκ. 14, 14.
11 Βλ. Ἰωάννου Παναγόπουλου, Ἡ λειτουργία τῆς διδαχῆς στήν πρώτη Ἐκκλησία, Περιοδικό Σύναξη, τεῦχος 8.
12 Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, Εὐχαριστία, Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1987, σελ. 93.
13 Βλ. Ἰωάννου Παναγόπουλου, Ἡ λειτουργία τῆς διδαχῆς στήν πρώτη Ἐκκλησία, Περιοδικό Σύναξη, τεῦχος 8.
14 Εὐχή χειροτονίας Πρεσβυτέρου στήν Ἀποστολική Παράδοση.

15 Α Κορ. 2, 1-5.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ