Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Κυριακή Ζ΄ Λουκᾶ. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου


α.Τὸ ἔργο πρόφτασε τοὺς λόγους κι οἱ Φαρισαῖοι ἀποστομώθηκαν· ἦταν ἀρχισυνάγωγος αὐτὸς ποὺ ἦρθε καὶ τὸ πένθος βαρύ. Τὸ παιδὶ, μοναχογέννητο, ἦταν στὰ δώδεκά του χρόνια, λουλούδι τῆς ζωῆς. Καὶ τὸ ἀνάστησε μὲ μιᾶς. Ἄν ὁ Λουκᾶς λέη ὅτι ἦρθαν κι εἶπαν· Μὴ βάζης στὸν κόπο τὸ Δάσκαλο· ἔχει πεθάνει· θὰ ποῦμε τοῦτο, ὅτι ἡ φράση «πέθανε πρὶν ἀπὸ λίγο» εἰπώθηκε ἀπὸ ἄνθρωπο ποὺ στοχαζόταν τὴν ὥρα ποὺ χρειαζόταν γιὰ νὰ πᾶνε στὸ σπίτι ἤ ποὺ μεγάλωνε τὴ συμφορά. Συνηθίζουν ὅσοι παρακαλοῦν νὰ παραμεγαλώνουν μὲ τὰ λόγια τους τὶς συμφορές τους καὶ νὰ λένε καὶ κάτι παραπάνω, ὥστε νὰ τραβήξουν περισσότερο αὐτοὺς ποὺ δέχονται τὴν παράκληση. Προσέξετε τὴν ἁπλοϊκότητά του. Δύο αἰτήματα ὑποβάλλει στὸ Χριστό· καὶ νὰ πάη ὁ ἴδιος καὶ νὰ βάλη τὸ χέρι του ἐπάνω. Σημάδι ὅτι εἶχε ἀφήσει τὸ παιδὶ ζωντανό. Τὸ ἴδιο ζητοῦσε κι ὁ Νεεμὰν ὁ Σύρος ἀπὸ τὸν προφήτη· Ἔλεγαν καὶ θὰ βγῆ ἔξω καὶ τὸ χέρι του θὰ βάλη ἐπάνω.
Γιατὶ καὶ νὰ δοῦν καὶ νὰ αἰσθανθοῦν ἔχουν ἀνάγκη οἱ πιὸ ἁπλοϊκοί. Ὁ Μᾶρκος πάλι λέει ὅτι πῆρε μαζί του τοὺς τρεῖς μαθητάς καθὼς κι ὁ Λουκᾶς. Τοῦτος ὅμως λέει ἀόριστα τοὺς μαθητάς. Γιὰ ποιὸ λόγο λοιπὸν δὲν πῆρε μαζί του τὸ Ματθαῖο, ἄν καὶ μόλις εἶχε ἔρθει καὶ αὐτός; Ἤθελε νὰ τοῦ δημιουργήση μεγαλύτερη ἐπιθυμία καὶ γιατὶ ἀκόμα δὲν εἶχε τελειοποιθῆ. Γι’ αὐτὸ τοὺς τιμᾶ ἐκείνους, γιὰ νὰ γίνουν καὶ τοῦτοι σὰν κι αὐτούς. Ἦταν ἀρκετό γι’ αὐτὸν ποὺ εἶδε τὴν αἱμορροῦσα, ποὺ τιμήθηκε μὲ τὸ τραπέζει κι ἔφαγε μαζί του. Κι ὅταν σηκώθηκε, τὸν ἀκολούθησαν πολλοί. Ἤθελαν νὰ δοῦν τὸ μεγάλο θαῦμα, ἦταν καὶ γιὰ τὸ πρόσωπο ποὺ εἶχε ἔρθει. Ἀκόμα οἱ πολλοὶ ἦσαν ἁπλοϊκοὶ καὶ δὲν ἔρχονταν νὰ ζητήσουν τόσο τὴ φροντίδα τῆς ψυχῆς ὅσο τὴ θεραπεία τοῦ σώματος. Τούτους τοὺς ἔσπρωχναν τὰ πάθη τους νἀρθοῦν, ἐκεῖνο ἔτρεχαν γιὰ νὰ δοῦν πῶς διωρθώνονταν οἱ ἄλλοι· γιὰ τοὺς λόγους ὅμως καὶ τὴ διδασκαλία του πολὺ λίγοι ἦσαν ποὺ τὸν πλησίαζαν ὡς τότε. Δὲν τοὺς ἄφησε νὰ μποῦν στὸ σπίτι, παρὰ μονάχα τοὺς μαθητὰς κι αὐτοὺς πάλι ὄχι ὅλους, πάντα διδάσκοντάς μας ν’ ἀποφεύγωμε τὴ δόξα τῶν πολλῶν.


Γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς· Μιὰ γυναῖκα ποὺ δώδεκα χρόνια αἰμορροοῦσε, ἦρθε πίσω του κι ἄγγιξε τὴν ἄκρη τῶν ρούχων του. Ἔλεγε μέσα της, Ἄν ἀγγίσω μονάχα τὸ ροῦχο του, θὰ σωθῶ. Γιὰ ποιὸ λόγο δὲν τὸν πλησίασε θαρρετά; Ντρεπόταν τὴν ἀρρώστια της, νομίζοντας πῶς εἶναι ἀκάθαρτη. Γιατὶ ἄν ἡ γυναῖκα ποὺ ἔχει τὰ ἔμμηνά της νομίζει πὼς δὲν εἶναι καθαρὴ, πολὺ περισσότερο ἔχει αὐτὴ τὴ γνώμη ὅποια ἔχει τέτοια ἀρρώστια. Ὁ νόμος θεωροῦσε τὴν ἀσθένεια πολὺ ἀκάθαρτη. Γι’ αὐτὸ καὶ προσπαθεῖ νὰ κρυφτῆ καὶ νὰ μὴ γίνη ἀντιληπτή. Δὲν εἶχε ἀκόμη σωστὴ καὶ τέλεια ἰδέα γιὰ τὸ Χριστό, ἀλλιῶς δὲ θὰ πίστευε πὼς θὰ περνοῦσε ἀπαρατήρητη. Ἔτσι πλησιάζει πρώτη αὐτὴ ἡ γυναῖκα μέσα στὸν κόσμο: εἶχε ἀκούσει ὅτι θεραπεύει καὶ γυναῖκες, καὶ ὅτι πηγαίνει νὰ θεραπεύση τὸ πεθαμένο κορίτσι. Στὸ σπίτι της βέβαια δὲν ἐτόλμησε νὰ τὸν καλέση, μόλο ποὺ ἦταν ἡ σειρά της καλή, οὔτε πάλι ἦρθε κοντά του φανερά, μόνο κρυφὰ ἄγγιξε μὲ πίστη τὰ ροῦχα του. Οὔτε εἶχε ἀμφιβολίλα, οὔτε εἶπε μέσα της· Θὰ ἐλευθερωθῶ τάχα ἀπὸ τὴν ἀρρώστια; Μήπως δὲ θὰ ἐλευθερωθῷ; Πλησίασε μ’ ἐλπίδα γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας της. Ἔλεγε μέσα της, διηγεῖται ὁ Εὐαγγελιστής· Μόνο ν’ ἀγγίξω τὸ ροῦχο του καὶ θὰ σωθῶ. Εἶδε ἀπὸ ποιό σπίτι εἶχε βγῆ, τοῦ τελώνη καὶ ποιοί τὸν ἀκολουθοῦσαν, τελῶνες καὶ ἁμαρτωλοί. Ὅλ’ αὐτὰ τῆς ἔδωσαν ἐλπίδες. Κι ὁ Χριστος; Δὲν τὴν ἄφησε νὰ διαφύγη ἀλλὰ τὴ φέρνει στὸ κέντρο καὶ τὴ φανερώνει γιὰ πολλὲς αἰτίες. Ἄν καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους λένε ὅτι τὸ ἔκαμε αὐτό, ἐπειδὴ ποθοῦσε τὴ δόξα. Γιατί λένε δὲν τὴν ἄφησε νὰ περάση ἀπαρατήρητη; Τί λένε, μωροὶ καὶ ἀνόητοι; Αὐτὸς ποὺ ἐπιβάλλει σιωπή, ποὺ μύρια θαύματα ἀποσκιάζει, αὐτὸς ποθεῖ τὴ δόξα; Γιὰ ποιό λόγο λοιπὸν τὴ φέρνει στὴ μέση; Πρῶτα διαλύει τὸ φόβο τῆς γυναίκας, γιὰ νὰ μὴν τὴν ἐνοχλῆ ἡ συνείδησή της, σὰ νἄχη κλέψει τὴ χάρη, καὶ ζῆ σὲ ἀγωνία. Δεύτερο τὴ βγάζει ἀπὸ τὴν πλάνη της ποὺ νομίζει ὅτι πέρασε ἀπαραίτητη. Τρίτο παρουσιάζει σ’ ὅλους τὴν πίστη της, ὥστε νὰ τὴ ζηλέψουν καὶ οἱ ἄλλοι. Κι ἀπ’ τὸ σταμάτημα τῆς ροῆς τοῦ αἵματος δίνει σημάδι ὄχι μικρότερο· τὴν ἀπόδειξη ὅτι γνωρίζει τὰ πάντα. Ἔπειτα μὲ τὴ στάση τῆς γυναίκας κερδίζει τὸν ἀρχισυνάγωγο, ποὺ ἦταν ἕτοιμος ν’ ἀμφιβάλη καὶ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ καταστρέψη τὸ πᾶν. Γιατὶ αὐτοὶ ποὺ ἦρθαν ἔλεγαν· Μὴν ταλαιπωρῆς τὸ Δάσκαλο, γιατὶ ἔχει πεθάνει τὸ κορίτσι. Κι’ οἱ σπιτικοὶ του περιγελοῦσαν τὸ Χριστὸ ποὺ εἶπε ὅτι Κοιμᾶται. Ἦταν φυσικὸ τὴν ἴδια διάθεση νὰ νιώση κι ὁ πατέρας.
β. Γι’ αὐτὸ προλαβαίνοντας τὴν ἐκδήλωση αὐτή, φέρνει στὴ μέση τὴ γυναῖκα. Ὅτι αὐτὸς ἦταν ἀπὸ τοὺς πολὺ ἀπλοϊκούς, ἄκουσε τί τοῦ εἶπε· Μὴ φοβᾶσαι, σὺ πίστευε μόνο καὶ θὰ σωθῆ. Γιατὶ βέβαια ἐπίτηδες περίμενε νὰ ἐπέλθη ὁ θάνατος καὶ τὸτε νὰ πάη, γιὰ νὰ γίνη φανερὴ ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀναστάσεως. Γι’ αὐτὸ καὶ βαδίζει κάπως ἀργὰ καὶ παρατείνει τὴ συνομιλία του, γιὰ ν’ ἀφήση νὰ πεθάνη τὸ κορίτσι καὶ νἀρθοῦν οἱ ἀγγελιοφόροι τοῦ θανάτου της λέγοντας· Μὴν ταλαιπωρῆς τὸ Δάσκαλο. Αὐτὸ καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴν ὑπονοεῖ καὶ τὸ ἐπισημαίνει λέγοντας· Ἐνῷ αὐτὸς μιλοῦσε ἀκόμα ἦρθαν οἱ δικοί του λέγοντας. Πέθανε ἡ κόρη σου, μὴ βάζης στὸν κόπο τὸ Δάσκαλο. Ἤθελε νὰ διαπιστωθῆ ὁ θάνατος, γιὰ νὰ μὴ γίνη ὕποπτη ἡ ἀνάσταση. Αὐτὸ κάνει παντοῦ. Ἴδια καὶ στὸ Λάζαρο, περίμενε μία καὶ δύο καὶ τρεῖς ἡμέρες. Γιὰ ὅλα αὐτὰ τὴ φέρνει στὴ μέση καὶ τῆς λέει· Κουράγιο κόρη μου. Ὅπως ἔλεγε καὶ στὸν παράλυτο. Κουράγιο, παιδί μου. Γιατὶ ἦταν τρομαγμένη ἡ γυναῖκα. Γι’ αὐτὸ τῆς λέει κουράγιο καὶ τὴν ἀποκαλεῖ κόρη· ἡ πίστη της τὴν εἶχε κάνει κόρη. Κι’ ἀκολουθεῖ τὸ ἐγκώμιο· Ἡ πίστη σου σ’ ἔχει σώσει. Ὁ Λουκᾶς μᾶς ἀναφέρει γιὰ τὴ γυναῖκα ἀκόμα περισσότερα ἀπ’ αὐτά. Ὅταν πλησίασε, γράφει, ἔλαβε τὴν ὑγεία της· δὲν τὴν ἐκάλεσε ἀμέσως ὁ Χριστὸς ἀλλὰ ρώτησε πρῶτα. Ποιός μ’ ἄγγιξε; Ὕστερα ὁ Πέτρος κι οἱ ἄλλοι παρατήρησαν· Δάσκαλε, ὁ κόσμος σὲ τριγυρίζει καὶ σὲ πνίγει καὶ ρωτᾶς· Ποιὸς μ’ ἄγγιξε; (Ἀφήνω πόσο μεγάλη ἀπόδειξη ἀποτελοῦσε αὐτὸ ὅτι εἶχε ντυθῆ σάρκα ἀληθινὴ κι ὅτι καταπατοῦσε κάθε περιφάνεια· δὲν ἀκολουθοῦσαν τουλάχιστο ἀπὸ μακρυὰ ἀλλὰ τὸν τριγύριζαν ἀπὸ παντοῦ). Αὐτὸς ὅμως ἔλεγε μ’ ἐπιμονή. Κάποιος μ’ ἄγγισε. Ἐγὼ κατάλαβα νὰ βγαίνη δύναμη ἀπὸ μένα. Μιλοῦσε μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο κατεβαίνοντας στὸ πνευματικὸ ἐπίπεδο τῶν ἀκροατῶν του. Καὶ τὸ ἔλεγε αὐτὸ γιὰ νὰ τὴν κάμη νὰ ὁμολογήση μόνη της τὴν πράξη της. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τὴ φανέρωσε ἀμέσως. Ἤθελε νὰ δείξη ὅτι τὰ γνώριζε καθαρὰ ὅλα καὶ νὰ τὴν πείση νὰ τ’ ἀποκαλύψη ὅλα αὐθόρμητα, νὰ τὴ φέρη στὸ σημεῖο νὰ ὁμολογήση ἡ ἴδια ὅ,τι εἶχε γίνει καὶ νὰ μὴ γίνη ὕποπτος λέγοντάς το ὁ ἴδιος.
Βλέπετε ὅτι ἡ γυναῖκα ἦταν καλύτερη ἀπὸ τὸν ἀρχισυνάγωγο; Δὲν τὸν σταμάτησε, δὲν τὸν κράτησε, μὲ τ’ ἀκροδάχτυλά της μόνο τὸν ἄγγιξε κι ἐνῷ ἦρθε ἔπειτ’ ἀπ’ αὐτὸν, πρὶν ἀπ’ αὐτὸν ἔφυγε θεραπευμένη. Αὐτὸς τὸ γιατρὸ καλοῦσε σπίτι του· σ’ αὐτὴν τὸ ἄγγισμά του μόνο στάθηκε ἀρκετό. Ἄν ἦταν δεμένη στοῦ πάθους της τὰ δεσμά, τὴν ἐφτέρωνε ἡ πίστη της. Προσέξετε πῶς τὴν παρηγορεῖ· ἡ πίστη σου σ’ ἐσωσε, τῆς λέει. Δὲ θὰ τὄλεγε βέβαια αὐτό, ἄν τὴν εἶχε φέρει στὸ κέντρο τῆς προσοχῆς γιὰ νὰ ἐπιδειχθῆ. Εἶχε πολλαπλὸ στόχο· καὶ τὸν ἀρχισυνάγωγο διδάσκει νὰ πιστέψη καὶ τὴ γυναῖκα διαλαλοῦσε σὲ ὅλους καὶ εὐχαρίστηση κι ὠφέλεια τῆς προξενοῦσε μὲ τὶς λέξεις αὐτὲς ὄχι μικρότερη ἀπὸ τὴ σωματικὴ ὑγεία. Ὅτι αὐτὴν ἤθελε νὰ δοξάση καὶ τοὺς ἄλλους νὰ διορθώση κι ὄχι νὰ προβάλη τὸν ἑαυτό του εἶναι φανερὸ ἀπὸ τοῦτο. Αὐτὸς καὶ δίχως τοῦτο ὅμοια ἀξιοθαύμαστος ἔμελλε νὰ εἶναι· περισσότερα ἀπὸ χιονονιφάδες τὸν τριγύριζαν τὰ θαύματα- καὶ πολὺ μεγαλύτερα ἀπ’ αὐτὸ κι ἔκαμε κι ἦταν νὰ κάμη. Ἡ γυναῖκα ὅμως, ἄν δὲν εἶχε γίνει αὐτό, θὰ ἔφευγε ἀπαρατήρητη καὶ θὰ ἔχανε ὅλους αὐτοὺς τοὺς μεγάλους ἐπαίνους. Γι’ αὐτὸ ἀφοῦ τὴν ἔφερε στὸ κέντρο, τὴν παρουσίασε μεγαλόφωνα κι ἀπ’ αὐτὴν ποὺ πλησίασε, λέει, τρέμοντας, ἀφοῦ ἔ διωξε τὸ φόβο τὴν ἔκαμε νὰ πάρη θάρρος. Τέλος μαζὶ μὲ τὴ σωματικὴ ὑγεία τῆς ἔδωσε κι ἄλλα ἐφόδια λέγοντάς της Πήγαινε μὲ εἰρήνη.
Ὅταν ἦρθε στὸ σπίτι τοῦ ἄρχοντα κι εἶδε τοὺς αὐλητὰς καὶ τὸν ὄχλο ἀνήσυχο, τοὺς ἔλεγε· Φύγετε, δὲν πέθανε ἡ κόρη, κοιμᾶται· τὸν κορόϊδευαν. Ὡραῖες οἱ διακρίσεις τῶν ἀρχισυναγώγων, αὐλοὶ καὶ κύμβαλα ποὺ ἀρχίζουν τὸ θρῆνο στὸ θάνατό της, κι ὁ Χριστός; Ἔβγαλε ἔξω ὅλους τοὺς ἄλλους κι ἔμπασε μέσα τοὺς γονεῖς, ὥστε νὰ γίνη ἀδύνατο νὰ ποῦν ὅτι ἡ θεραπεία ἔγινε μ’ ἄλλο τρόπο. Καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάστασή του, ἀνασταίνει μὲ τὸ λόγο του, ὅτι· Δὲν πεθανε, ἡ κόρη κοιμᾶται. Πολλὲς φορὲς τὸ κάμει αὐτό. Ὅπως λοιπὸν καὶ στὴ θάλασσα ἐπιτιμᾶ πρῶτα τοὺς μαθητὰς, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ τώρα διώχνει τὴν ταραχὴ ἀπὸ τὶς ψυχὲς τῶν παρόντων καὶ δείχνει συνάμα ὅτι τοῦ ἦταν εὔκολο νὰ σηκώνη τοὺς νεκρούς. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς δὲν ἔκαμε στὸ Λάζαρο λέγοντας ὅτι ὁ φίλος μας ὁ Λάζαρος κοιμήθηκε; Ἀλλὰ ἐδίδασκε κιόλα νὰ μὴ φοβούμαστε τὸ θάνατο· γιατὶ αὐτὸς δὲν ἦταν θάνατος, μόνο εἶχε καταντήσει ὕπνος. Ἐπειδὴ ἔμελλε νὰ πεθάνη κι ὁ ἴδιος, ἀκόνιζε τὸ θάρρος τῶν μαθητῶν του στὰ σώματα τῶν ἄλλων, γιὰ νὰ ὑποφέρουν τὸ τέλος τοῦ μὲ ἡρεμία. Μετὰ τὸν ἐρχομό του ὕπνος στὸ ἑξῆς ὁ θάνατος ἦταν. Ὡστόστο τὸν περιγελοῦσαν. Αὐτὸς ὅμως δὲ θύμωσε ποὺ δὲν τὸν πίστευαν γιὰ πράγματα ποὺ ἦταν νὰ ἐπιτελέση σὲ λιγο θαυματουργῶντας. Οὔτε τοὺς μάλλωσε γιὰ τὸ γέλιο τους, ὥστε κι αὐτὸ κι οἱ αὐλοὶ καὶ τὰ κύμβαλα κι ὅλα τὰ ἄλλα νὰ γίνουν ἀπόδειξη τοῦ θανάτου.
γ. Ἐπειδὴ πολλὲς φορὲς μετὰ τὰ θαύματα οἱ ἄνθρωποι δυσπιστοῦν, τοὺς προλαμβάνει μὲ τὶς ἴδιες ἀπαντήσεις τους. Ὅπως ἔγινε καὶ στὸ Λάζαρο καὶ στὸ Μωϋσῆ. Στὸ Μωϋσῆ εἶπε· Τὶ κρατᾶς στὸ χέρι σου; Γιὰ νὰ μὴ λησμονήση, ὅταν δῆ νὰ μετατρέπεται σὲ φίδι ὅτι ἤτανε πρῶτα ραβδί· νὰ θυμηθῆ τὴν ἀπάντησή του καὶ νὰ σαστίση μὲ τὸ θαῦμα. Καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Λαζάρου ρωτᾶ· Ποῦ τὸν ἔχετε θάψει; Γιὰ νὰ τοῦ ποῦν «Ἔλα νὰ δῆς κι Ὅτι μυρίζει, γιατὶ πέρασαν τέσσερες μέρες», καὶ νὰ μὴν μποροῦν πιὰ ν’ ἀρνηθοῦν ὅτι ἀνάστησε νεκρό. Ὅταν εἶδε λοιπὸν τὰ κύμβαλα καὶ τὸν κόσμο τοὺς βγάζει ὅλους καὶ μπροστὰ στοὺς γονεῖς θαυματουργεῖ· δὲν τῆς βάζει ἄλλη ψυχὴ ἀλλὰ τὴν ἴδια ποὺ βγῆκε τὴν ξαναφέρνει καὶ σὰν ἀπὸ ὕπνο τὴν ξυπνᾶ. Καὶ τὴν κρατεῖ ἀπ’ τὸ χέρι φωτίζοντας ὅσους παρακολουθοῦσαν, ὥστε μὲ ὅ,τι ἔβλεπαν νὰ τοὺς προετοιμάση γιὰ τὴν πίστη στὴν Ἀνάσταση. Ὁ πατέρας ἔλεγε· Βάλε ἐπάνω τὸ χέρι σου. Αὐτὸς κάμει κάτι περισσότερο· δὲν τὸ βάζει μόνο ἐπάνω της ἀλλὰ τὴν κρατᾶ καὶ τὴ σηκώνει, δείχνοντας ὅτι τὸν ὑπάκουαν τὰ πάντα. Καὶ δὲν τὴν σηκώνει μονάχα· προστάζει νὰ τῆς δώσουν καὶ τροφή, γιὰ νὰ μὴ νομίσουν ὅτι εἶναι φαντασία ὅ,τι ἔγινε. Καὶ δὲν τὴ δίνει ὁ ἴδιος ἀλλὰ προστάζει ἐκείνους. Ὅπως εἶπε καὶ στὸν Λάζαρο· Λύσετέ τον κι ἀφῆστε τὸν νὰ περπατήση κι ἔπειτα τὸν πῆρε μαζί του στὸ τραπέζι. Συνήθως φροντίζει καὶ γιὰ τὰ δυό· καὶ τοῦ θανάτου καὶτῆς ἀναστάσεως κάμει μὲ κάθε ἀκρίβεια τὴν ἀπόδειξη. Σεῖς ὅμως μὴ βλέπετε τὴν ἀνάσταση μόνο ἀλλὰ καὶ τὴν παραγγελία νὰ μὴν ἀνακοινώσουν σὲ κανένα. Κι ἀπ’ ὅλα τοῦτο προπάντων διδάξου, τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν σοβαρότητα. Μαζὶ μ’ αὐτὸ μάθε καὶ τοῦτο· ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι αὐτοὺς ποὺ φώναζν καὶ τοὺς ἔδειξε ἀνάξιους νὰ δοῦνε τὸ θαῦμα. Ἔτσι, μὴ βγῆς μ’ ἐκείνους ποὺ πταίζουν τὸν αὐλὸ ἀλλὰ μεῖνε μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Ἰάκωβο. Ἄν ἔβγαλε τότε ἐκείνους ἔξω, πολὺ περισσότερο θὰ τὸ κάμη τώρα. Τότε δὲν ἦταν ἀκόμα φανερὸ ὅτι ὁ θάνατος εἶχε γίνει ὕπνος. Τώρα εἶναι κι ἀπὸ τὸν ἥλιο πιὸ φανερό. Δὲ σου ἀνάστησε τὸ κορίτσι τώρα, θὰ πῆς· θὰ σοῦ τὸ ἀναστήση ὅμως ὁπωσδήποτε, καὶ μὲ περισσότερη δόξα. Τοῦτο δῶ ἀναστήθηκε ἀλλὰ πέθανε πάλι. Τὸ δικό σου ὅταν ἀναστηθῆ, μὲνει ἀθάνατο στὸ ἑξῆς. Κανένας λοιπὸν ἄς μὴ δέρνεται, κι ἄς μὴ θρηντῆ, κι ἄς μὴ διαβάλλη τὸ κατόρθωμα τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ ἐνίκησε τὸ θάνατο. Τί θρηνεῖς λοιπὸν ἄδικα; Τὸ πρᾶγμα ἔγινε ὕπνος. Γιατὶ ὀδύρεσαι καὶ κλαῖς; Ἔτσι ἄν ἔκαμαν οἱ Ἕλληνες, ἔπρεπε νὰ τοὺς περιγελᾶς. Ὅταν ὅμως κάμνη ὁ πιστὸς τέτοιες ἀσχημίες, ποιὰ δικαιολογία καὶ ποιὰ συγνώμη γιὰ μᾶς στὶς τέτοιες ἀνοησίες μας καὶ μάλιστα ὕστερα καὶ ἀπὸ τόσον καιρὸ κι ἀπὸ τόσο ξεκάθαρη ἀπόδειξη τῆς ἀναστάσεως; Σεῖς σὰν γιὰ νὰ μεγαλώνετε τὸ ἔγκλημα κι Ἑλληνίδες μοιρολογίστρες καλεῖτε, ἀνάβοντας τὴ λύπη καὶ τὸ καμίνι ἀναρριπίζοντας καὶ δὲν προσέχετε τὸν Παῦλο ποὺ λέει· Ποιὰ συμφωνία τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ Βελίαρ καὶ τὶ μερίδιο ἀνάμεσα στὸν πιστὸ καὶ στὸν ἄπιστο; Καὶ τὰ παιδιὰ τῶν Ἑλλήνων, ποὺ δὲν ἔχουν καμμιὰ γνώση γιὰ τὴ ἀνάσταση, βρίσκουν ὡστόσο λόγους παρηγοριᾶς. Ὑπόμενε μὲ γενναιότητα, λένε. Δὲν μπορεῖς νὰ καταργήσης ὅ,τι ἔγινεν, οὔτε νὰ τὸ ἐπανορθώσης μὲ τοὺς θρήνους του. Σὺ ὅμως ποὺ ἀκοῦς πιὸ πνευματικοὺς καὶ πιὸ ὠφέλιμους λόγους, δὲν ντρέπεσαι νὰ κάμης μεγαλύτερες ἀπ’ αὐτοὺς ἀσχημίες. Οὔτε λέμε· Ὑπόμεινε μὲ γενναιότητα, ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε νὰ καταργήσουμε ὅ,τι ἔγινε. Ἀλλὰ Ὑπόμεινε μὲ γενναιότητα, γιατὶ θ’ ἀναστηθῆ ὁπωσδήποτε. Κοιμᾶται τὸ παιδὶ δὲν πέθανε. Ἀναπαύεται, δὲ χάθηκε. Τὸ περιμένει ἀνάσταση καὶ παντοντινὴ ζωὴ καὶ ἀθανασία καὶ κατάσταση ἀγγελική. Δὲν ἀκοῦτε τὸν ψαλμὸ ποὺ λέει· Γύρισε, ψυχή μου, στὴν ἀνάπαυσή σου, γιατὶ ὁ Κύριος σ’ εὐεργέτησε; Εὐεργεσία ὀνομάζει ὁ Θεὸς τὸ πρᾶγμα καὶ σὺ θρηνεῖς; Καὶ τὶ περισσότερο θὰ ἔκαμες, ἄν ἤσουν ἀντίπαλος κι ἐχθρὸς ἐκείνου ποὺ πέθανε; Ἄν πρέπη νὰ θρηνῆ κάποιος, πρέπειν νὰ θρηνῆ ὁ διάβολος. Ἐκεῖνος ἄς θρηνῆ καὶ ἄς ὀδύρεται, γιατὶ ὀδεύομε στὰ μεγαλύτερα ἀγαθά. Σ’ ἐκείνου τὴν πονηρία ἀξίζει αὐτὸς ὁ θρῆνος ὄχι σ’ ἐσένα ποὺ σοῦ μέλλεται στεφάνωμα κι ἀνάπαυση. Γαλήνιο ὁ θάνατος λιμάνι. Κοίταξε πόσα κακὰ γεμίζουν τὴ ζωὴ αὐτή, σκέψου πόσες φορὲς καταράστηκες τὴν ζωὴν αὐτὴν ὁ ἴδιος. Τὰ πράγματα προχωροῦν στὸ χειρότερο κ ἀπ’ τὴν ἀρχὴ δὲν ἦταν μικρὴ ἡ καταδίκη ποὺ σοῦ ἔλαχε. Μὲ λύπες θὰ γεννᾶς τὰ παιδιὰ σου, λέει· καὶ Μὲ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου σου θὰ φᾶς τὸ ψωμί σου· καὶ Μέσα στὸν κόσμο θὰ δοκιμάσετε θλίψη. Γιὰ τὰ ἐκεῖ ὅμως τίποτα τέτοιο δὲν ἔχει λεχθῆ, ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο ὁλότελα· Λείπει ὁ πόνος, ἡ λύπη κι ὁ στεναγμὸς καὶ· Θἀρθοῦν ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ καὶ τὴ δύση καὶ θ’ ἀναπαυθοῦν στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακώβ· ἀκόμα, Εἶναι παστάδα τὰ ἐκεῖ πνευματικὴ καὶ λαμπάδες χαρούμενες καὶ ταξίδι στὸν οὐρανό.
δ. Γιατὶ λοιπὸν ντροπιάζεις τὸν νεκρό; Γιατὶ προδιαθέτεις τοὺς ἄλλους νὰ φοβοῦνται καὶ νὰ τρέμουν τὸ θάνατο; Γιατὶ σπρώχνεις πολλοὺς νὰ κατηγοροῦν τὸ Θεό, ἐπειδὴ ἐδημιούργησε μεγάλα δεινά; Ἥ μᾶλλον, γιατὶ ἔπειτ’ ἀπ’ αὐτὰ καλεῖς τοὺς φτωχοὺς, προσκαλεῖς τοὺς ἱερεῖς νὰ παρακαλέσουν; Γιὰ νὰ καταλήξη λέει στὴν ἀνάπαυση αὐτὸς ποὺ πέθανε, γιὰ νὰ εὕρη τὸ δικαστὴ σπλαχνικό. Γι’ αὐτὰ λοιπὸν θρηνὴς καὶ ὀλολύζεις; Τὸν ἑαυτὸ σου λοιπὸν μάχεσαι καὶ πολεμᾶς, τρικυμία δημιουγργῶντας γιὰ σένα ἐνῷ ἐκεῖνος ὀρθοπλώρισε γιὰ τὸ λιμάνι. Καὶ τὶ νὰ κάμω; λέει. Τέτοια εἶναι ἡ φύση. Δὲν εἶναι τῆς φύσης τὸ ἔγκλημα, οὔτε συνέπεια ἀναπόφευκτη. Ἐμεῖς εἴμαστε ποὺ ἀναστατώνομε τὰ πάντα, ποὺ ἐκφυλιζόμαστε, καὶ τὴν εὐγενικὴ προδίδοντας καταγωγή μας κάνομε τοὺς ἄπιστους χειρότερους. Πῶς θὰ μιλήσω σὲ ἄλλον περὶ ἀθανασίας; Πῶς θὰ πείσωμε τὸν ἐθνικό, ὅταν περισσότερο ἀπὸ κεῖνον φοβώμαστε καὶ τρέμωμε τὸ θάνατο; Πολλοὶ στὴν Ἑλλάδα, ἄν καὶ δὲν ἤξεραν τίποτα γιὰ τὴν ἀθανασία, ἐφόρεσαν στεφάνι, ὅταν πέθαναν τὰ παιδιά τους, ντύθηκαν στὰ λευκά, γιὰ νὰ κερδίσουν τὴν τωρινή δόξα. Σὺ ὅμως ἀκόμα καὶ γιὰ τὴ μέλλουσα ζωή δὲν παύεις νὰ θρηνῆς σὰ γυναῖκα. Δὲν ἔχεις κληρονόμους τῆς περιουσίας σου καὶ διάδοχο; Μὰ θὰ ἐπιθυμοῦσες νὰ κληρονομοῦσε πράγματα ποὺ καταστρέφονται, ποὺ θὰ τἄφηνε ἔπειτα ἀπὸ λίγο; ἤ πράγματα ποὺ μένουν ἀκίνητα καὶ σταθερά; Δὲν τὸν ἔκαμες δικό σου κληρονόμο ἀλλὰ τὸν ἔκαμε στὴ θέση σου ὁ Θεός· δὲν ἔγινε συγκληρονόμος τῶν ἀδελφῶν του ἀλλὰ τοῦ Χριστοῦ. Σὲ ποιόν, λέει, θ’ ἀφήσωμε τὰ ροῦχα, σὲ ποιόν τὰ σπίτια, σὲ ποιὸν τοὺς δούλους καὶ τὰ χωράφια; Σ’ αὐτὸν νὰ τ’ ἀφήσετε πάλι καὶ μάλιστα μὲ περισσότερη ἀσφάλεια ἀπ’ ὅ,τι ἄν ἦταν ζωντανός. Τίποτα δὲν ἐμποδίζει. Ἄν οἱ βάρβαροι καῖνε τὰ ὑπάρχοντα ἐκείνων ποὺ φεύγουν, πολὺ περισσότερο εἶναι δίκαιο νὰ στείλης μαζὶ μ’ αὐτὸν ποὺ πέθανε, ὅ,τι τοῦ ἀνήκει, ὄχι γιὰ νὰ γίνουν στάχτη καθὼς ἐκείνα ἀλλὰ γιὰ νὰ συντελέσουν στὴ μεγαλύτερη δόξα του. Κι ἄν ἔφυγε ἁμαρτωλός, θὰ διαγράψη τ’ ἁμαρτήματά του· ἄν ὅμως δίκαιος, θὰ τοῦ γίνη πρόσθεση μισθοῦ κι ἀνταμοιβῆς. Ποθεῖς ὅμως νὰ τὸν δῆς. Τὴν ἴδια ζῆσε ζωὴ μ’ αὐτὸν καὶ γρήγορα θ’ ἀπολαύσης τὴν ἱερὴ ἐκείνη ὄψη. Στοχάσου καὶ τοῦτο κοντὰ σ’ αὐτά· κι ἄν δὲν ἀκούσης ἐμένα, θὰ σὲ πείση ὁ χρόνος. Μόνο ποὺ δὲν θἄχης τότε κανένα μισθό. Γιατὶ ἡ σειρὰ τῶν ἡμερῶν φέρνει τὴν παρηγορία. Ἄν ὅμως θελήσης νὰ φιλοσοφήσης, θὰ κερδίσης δύο, τὰ πιὸ μεγάλα· καὶ τὸν ἑαυτό σου θ’ ἀπαλλάξης ἀπὸ τὰ δεινὰ αὐτὰ καὶ μὲ λαμπρότερο στεφάνι θὰ σὲ στεφανώση ὁ Θεός. Γιατὶ ἀπ’ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τ’ ἄλλα εἶναι πολὺ ἀνώτερη ἡ ἡρεμία στὴ συμφορά. Σκέψου ὅτι καὶ ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ πέθανε· κι ἐκεῖνος γιὰ σένα, σὺ ὅμως γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Καὶ μόλο ποὺ εἶπε Ἄν εἶναι δυνατὸ ἄς περάση ἀπὸ μένα τὸ ποτήριο, καὶ μόλο ποὺ λυπήθηκε καὶ δοκίμασε ἀγωνία, ὡστόσο δὲν ἀπόφυγε τὸ τέλος ἀλλὰ τὸ βάσταξε κι ἄς ἦταν μὲ πολὺ σπαραγμό. Γιατὶ δὲ βάσταξε ἁπλὸ θάνατο, παρὰ τὸ χειρότερο· Καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατο μαστιγώματα, καὶ πρὶν ἀπὸ τὰ μαστιγώματα ἐξευτελισμοὺς καὶ εἰρωνεῖες καὶ ὕβρεις· ἤθελε νὰ σὲ διδάξη νὰ τὰ ὑποφέρης ὅλα μὲ γενναιότητα. Ὅταν ὅμως πέθανε καὶ χωρίστηκε τὸ σῶμα, τὸ ξαναπῆρε πάλι πιὸ λαμπρό, ἁπλώνοντας σου ἐσένα καλὲς ἐλπίδες. Ἄν αὐτὰ δὲν εἶναι μῦθος μὴ θρηνῆς. Ἄν αὐτα τὰ νομίζης ἀξιοπίστευτα, μὴ δακρύζης. Ἄν ὅμως κλαῖς, πῶς θὰ μπορέσης νὰ πείσης τὸν Ἕλληνα, ὅτι πιστεύεις;
ε. Ἀκόμα κι ἐτσι σοῦ φαίνεται ἀβάσταχτο τὸ πάθημά σου; Μὰ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς δὲν ἀξίζει νὰ τὸν θρηνῆς· ἀπὸ πολλὲς τέτοιες συμφορὲς γλύτωσε ἐκεῖνος. Μὴ νιώθης λοιὸν ζήλεια καὶ φθόνο. Ἡ ἀποζήτηση τοῦ θανάτου ἀπὸ μέρος σου γιὰ τὸ πρόωρο τέλος ἐκείνου καὶ τὸ πάθος γι’ αὐτὸν ποὺ δὲν ζῆ γιὰ νὰ ὑποφέρη πολλὰ τέτοια δεινά, δείχνει κάποιον ποὺ φθονεῖ καὶ ζηλεύει. Μὴ σκέφτεσαι λοιπὸν πὼς δὲ θὰ ἐπιστρέψει πιὰ στὸ σπίτι ἀλλὰ ὅτι καὶ ὁ ἴδιος θὰ πᾶς σὲ λίγο κοντά του. Μὴ συλλογίζεσαι, πὼς δὲ θὰ ξαναρθῆ πιὰ ἐδῶ ἀλλ’ ὅτι κι αὐτὰ τὰ ἴδια ποὺ βλέπομε δὲ μένουν τὰ ἴδια· κι αὐτὰ μεταβάλλονται. Γιατὶ κι ὁ οὐρανὸς κι ἡ γῆ κι ἡ θάλασσα κι ὅλα μετασχηματίζονται καὶ τότε θὰ πάρης τὸ παιδί μὲ λάμψη μεγαλύτερη. Κι ἄν ἔφυγε ἁμαρτωλός, σταμάτησαν ὡς ἐκεῖ τὰ ἔργα τῆς κακίας του· γιατὶ ἄν ἐγνώριζε ὁ Θεός, ὅτι θ’ ἄλλαζε ἀργότερα, δὲ θὰ τὸν ἔπαιρνε πρὶν μετανοήσει. Ἄν ἔφυγε δίκαιος, κράτησε ἀσφαλισμένα τ’ ἀγαθά. Φανερὸ λοιπὸν πὼς δὲν μαρτυροῦν φιλοστοργία τὰ δάκρυά σου ἀλλὰ πάθος ἀλόγιστο. Γιατὶ ἄν ἀγαποῦσες αὐτὸν ποὺ ἔφυγε, ἔπρεπε νὰ χαίρεσαι καὶ ν’ ἀναγαλλιάζης ποὺ γλύτωσε ἀπὸ τὰ κύματα τοῦτα. Πέστε μου ποιό εἶναι τὸ παραπάνω; Ποιὸ εἶνει τὸ νέο καὶ ἀσυνήθιστο; Δὲ βλέπομε νὰ ἐπανέρχωνται κάθε μέρα καὶ τὰ ἴδια; Μέρα καὶ νύχτα, νύχτα καὶ μέρα, χειμῶνας καὶ καλοκαίρι, καλοκαίρι καὶ χειμῶνας, καὶ τίποτα παραπάνω. Κι αὐτὰ πάντα τὰ ἴδια· οἱ συμφορὲς, ὅμως ὅλο καὶ πιὸ νέες, ὅλο καὶ πιὸ ἀσυνήθιστες. Αὐτὰ λοιπὸν ἤθελες νὰ ὑποφέρη κάθε μέρα καὶ νὰ μένη ἐδῶ, ν’ ἀρρωσταίνη, νὰ πεινᾶ, νὰ φ οβᾶται, νὰ τρέμη· καὶ νὰ ὑποφέρη ἄλλα ἀπ’ αὐτὰ τὰ δεινά, κι ἄλλα νὰ φοβᾶται μήπως τὰ ὑπομείνη; Οὔτε βέβαια μπορεῖς νὰ πῆς, ὅτι ταξιδεύοντας στὴν ἀτέλειωτη αὐτὴ θάλασσα, ἦταν δυνατὸ ν’ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὴ λύπη καὶ τὶς φροντίδες καὶ τὰ παρόμοια. Σκέψου ὅμως καὶ τοῦτο· δὲ γέννησες ἀθάνατο κι ἄν δὲν πέθαινε τώρα, θὰ πέθαινε σὲ λίγο. Μὰ δὲν ἐχόρτασες τὸ γιό σου; Θὰ τὸν ἀπολαύσης ἐκεῖ. Θὰ ἤθελες ὅμως νὰ τὸν βλέπης κι ἐδῶ. Τί σ’ ἐμποδίζει; Μπορεῖς κι ἐδῶ, ἄν εἶσαι νηφάλιος. Ἡ ἐλπίδα γιὰ τὰ μελλοντικὰ εἶναι πιὸ φανερὴ ἀπὸ τὴ θέα τους. Κι ἄν ζοῦσε μέσα σ’ ἀνάκτορα δὲ θὰ ζητοῦσες σὺ ἡ μάννα νὰ τὸν δῆς, ἀκούοντας τὰ μεγαλεῖα του. Βλέποντας ὅμως νἄχει φύγει γιὰ τὰ πολὺ ἀνώτερα, λιγοψυχεῖς γιὰ λίγο καιρὸ κι ἐνῷ ἔχεις στὴ θέση του τὸ σύζυγό σου. Κι ἄν δὲν ἔχης σύζυγο, ἔχεις παρηγορητὴ τὸν Πατέρα τῶν ὀρφανῶν καὶ κριτὴ τῶν χηρῶν. Ἄκουσε καὶ τὸν Παῦλο ποὺ μακαρίζει τὴ χηρεία καὶ λέει. Ἡ ἀληθινὴ χήρα καὶ μόνη ἐλπίζει στὸν Κύριο. Γιατὶ αὐτὴ φανερώνεται πιὸ δόκιμη, δείχνοντας περισσότερη ὑπομονή. Μὴ θρηνῆς λοιπὸν γιὰ τὴν κατάστασή σου, ποὺ θὰ σοῦ δώση στέφανο καὶ ποὺ γι’ αὐτὴ ζητεῖς ἀμοιβή. Ἐπέστρεψες τὴν παρακαταθήκη, ἄν παρέδωσες ὅ,τι σοῦ εἶχε ἐμπιστευθῆ. Μὴ φροντίζης πιὰ λοιπόν, ἀφοῦ ἐφύλαξες τὸ θησαυρό του σὲ ἀσύλητο θησαυροφυλάκιο. Κι ἄν σκεφθῆς τί εἶναι ἡ παροῦσα καὶ τὶ ἡ μέλλουσα ζωή, κι ὅτι ἡ πρώτη εἶναι ἀράχνη καὶ ἴσκιος, ἐνῷ τὰ ἐκεῖ ὅλα ἀσάλευτα καὶ παντοτινά, δὲ θέλης πιὰ ἄλλους λόγους. Τώρα τὸ παιδί σου ἔχει γλυτώσει ἀπὸ κάθε μεταβολή. Ὅταν ὅμως ζοῦσε ἐδῶ ἴσως ἔμενε ἐνάρετος, μὰ ἴσως ὄχι. Ἤ δὲ βλέπεις πόσοι ἀποκηρύττουν τὰ παιδιά τους; Καὶ πόσοι πάλι, ἀκόμα χειρότερα ἀπ’ τ’ ἀποκηρυγμένα παιδιὰ ἀναγκάζονται νὰ τὰ ἔχουν στὸ σπίτι τους; Μὲ τέτοιες σκέψεις ἄς συγκρατούμαστε. Ἔτσι καὶ τὸ νεκρό μας εὐχαριστοῦμε κι οἱ ἄνθρωποι θὰ μᾶς ἐπαινέσουν πολὺ κι ἀπ’ τὸ Θεὸ θὰ λάβωμε τοὺς μεγάλους μισθοὺς τῆς ὑπομονῆς καὶ θὰ κερδίσωμε τὰ αἰώνια ἀγαθά. Αὐτὰ μακάρι νὰ τὰ ἐ πιτύχωμε ὅλα μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.
Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Ἀθῆναι 1969


σελ.63-74