Μόλις, ἀγαπητοί μου, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶχε ἐπιστρέψει διωγμένος ἀπὸ τὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, καὶ σπεύδει σὲ νέο καθῆκον. Διαρκὴς εὐεργεσία ἡ ζωή του. Ὁ Χριστὸς καθ᾿ ὁδόν.
Ἡ μονάκριβη κόρη τοῦ ἀρχισυναγώγου τῆς Καπερναοὺμ Ἰαείρου εἶνε στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου.
Ὁ δυστυχισμένος πατέρας πέφτει στὰ πόδια του καὶ παρακαλεῖ, καὶ ὁ μοναδικὸς Ἰατρὸς καλεῖται ἐπειγόντως.
Ὁ Χριστὸς βαδίζει πρὸς νέο θρίαμβο κατὰ τοῦ θανάτου. Χιλιάδες τὸν ἀκολουθοῦν. Πολλοὶ βέβαια γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὴ διδασκαλία του. Οἱ περισσότεροι ὅμως ἀπὸ περιέργεια, γιὰ νὰ δοῦν νέα θαύματά του.
Ἐκεῖνος μέσα στὸν περίεργο ἐκεῖνο κόσμο προχωρεῖ.
Ξαφνικὰ σταματᾷ καὶ ἀπευθύνει τὸ ἐρώτημα· «Τίς ὁ ἁψάμενός μου;», ποιός μὲ ἄγγιξε; (Λουκ. 8,45).
– Περίεργο, Διδάσκαλε, λέει ὁ Πέτρος· μέσα σὲ τέτοιο συνωστισμὸ ρωτᾷς ποιός σὲ ἄγγιξε; Ὁ Χριστὸς ὅμως ἐπιμένει·
– «Κάποιος μὲ ἄγγιξε. Διότι ἐγὼ αἰσθάνθηκα μία δύναμι νὰ βγαίνῃ ἀπὸ μένα».
– Κύριε! ἀκούγεται μιὰ τρεμάμενη φωνή (ὅλοι στρέφουν τὰ βλέμματα· μιλάει μία γυναίκα)· ἐγὼ ἤμουν ἐκείνη ποὺ σὲ ἄγγιξε.
Ζοῦσα ἕνα δρᾶμα. Δώδεκα χρόνια ἔπασχα ἀπὸ ἀσθένεια ἀνίατη. Ξώδεψα ὁλόκληρη περιουσία στοὺς γιατρούς, καὶ ἡ κατάστασι χειροτέρευε. Ὅταν ὅμως ἄκουσα γιὰ σένα, εἶπα μέσα μου· Ὁ Χριστὸς μόνο θὰ μὲ θεραπεύσῃ!
Μὲ τὴν πίστι αὐτὴ ἦρθα. Σὲ ἔβλεπα ἀπὸ μακριά. Δὲν ἤμουν ἄξια νὰ σ᾽ ἀντικρύσω κατὰ πρόσωπο. Εἶπα· Ἂς μ᾽ ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς ν᾽ ἀγγίξω τὸ κράσπεδο τοῦ ἐνδύμα τός του!
Ἔτσι σὲ πλησίασα. Καὶ μόλις σὲ ἄγγιξα, ἀμέσως θεραπεύθηκα. Κύριε, θὰ σὲ δοξάζω καὶ θὰ σὲ ὑμνῶ εἰς τοὺς αἰῶνας!
Ἔτσι εἶπε ἡ γυναίκα, καὶ ὡς ἀμοιβὴ τῆς δημοσίας αὐτῆς ἐξομολογήσεως πῆρε τὴν εὐλογία· «Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέσε· πορεύου εἰς εἰρήνην»· Ἔχε θάρρος, κόρη μου, ἡ πίστι σου σ᾽ ἔχει σώσει· βάδιζε μὲ εἰρήνη(ἔ.ἀ. 8,48).
Ἡ πίστι τῆς Βερονίκης (αὐτὸ κατὰ μία παράδοσι ἦταν τὸ ὄνομα τῆς γυναίκας) διαλαλεῖται ἔκτοτε παντοῦ.
Καὶ ἡ θαυματουργὸς ἐπαφή της μὲ τὸ πανακήρατο σῶμα τοῦ Κυρίου μᾶς δίνει ἀφορμὴ νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴ μυστικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ Χριστό, τὴν ὁποία κ᾽ ἐμεῖς σήμερα μποροῦμε νὰ πετύχουμε.
* * *
Ὁ Κύριος, ἀγαπητοί μου, βρίσκεται παντοῦ. Καμμία ἔρημος, κανένας βυθός, καμμία σπηλιὰ δὲν μποροῦν νὰ ἐμποδίσουν τὴν παρουσία του. Κι ἀπὸ τὴ φυλακὴ ὁ Ἰωσήφ, κι ἀπὸ τὴν κοπριὰ ὁ Ἰώβ, κι ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τοῦ κήτους ὁ Ἰωνᾶς, κι ἀπὸ τὸ φλογισμένο καμίνι οἱ Τρεῖς Παῖδες, κι ἀπὸ τὸ λάκκο τῶν λεόντων ὁ Δανιήλ, εὕρισκαν τρόπο νὰ ἐπικοινωνοῦν μαζί του.
Ἀλήθεια, «ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐτοῦ εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον» (Ψαλμ. 102,22).
Ἀλλ᾿ ἐὰν ὑπάρχῃ ἕνας τόπος, ὅπου ἡ παρουσία του γίνεται περισσότερο αἰσθητή, αὐτὸς εἶνε ὁ ναός.
Ὁ Χριστὸς στὸ ναό. Καὶ πῶς ὄχι; Ἐκεῖνος δὲν εἶπε, ὅτι ὅπου θὰ εἶνε δύο ἢ τρεῖς συναγμένοι στὸ δικό του ὄνομα, θὰ εἶνε κι αὐτὸς ἀνάμεσά τους;(βλ. Ματθ. 18,20).
Ἄλλως τε ὅ,τι βλέπουμε καὶ ἀκοῦμε μέσα στὸν χριστιανικὸ ναό, προδιαθέτει τὴν ψυχὴ νὰ συναντήσῃ τὸν Κύριο. Ὁ Ἐσταυρωμένος μὲ ἁπλωμένα τὰ χέρια, ἡ ἁγία τράπεζα ποὺ εἰκονίζει τὸ φρικτὸ Γολγοθᾶ καὶ τὸν πανάγιο Τάφο, οἱ εἰκόνες, οἱ πολυέλεοι, οἱ λαμπάδες, τὸ λιβάνι, τὰ τροπάρια καὶ οἱ ὕμνοι, οἱ ἀδελφοὶ ποὺ συμπροσεύχονται, ὅλα δημιουργοῦν μία ἀτμόσφαιρα, μέσα στὴν ὁποία ἡ ψυχὴ μπορεῖ ν᾿ ἀποκτήσῃ φτερά, ν᾿ ἀπογειωθῇ, ν᾿ ἀνεβῇ σὲ ὕψη, νὰ πλησιάσῃ τοὺς οὐρανούς, νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν Κύριο τῆς δόξης.
Ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Κύριο! Αὐτὸς εἶνε ὁ σκοπὸς τῶν συνάξεων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ δυστυχῶς, πόσο λίγοι τὸν ἐπιτυγχάνουν! Μέσα σὲ 100 καὶ 1.000 ἐκκλησιαζομένους πόσοι ἆραγε πλησιάζουν τὸν Κύριο, αἰσθάνονται τὴν παρουσία του καὶ μποροῦν στὸ τέλος τῆς θείας Λειτουργίας νὰ ποῦν: «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀ ληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον…»; Ἐπικοινωνοῦμε μὲ τὸ Χριστό;
Εἶνε ἀλήθεια ὅτι τὶς μεγάλες ἑορτὲς τὰ πλήθη κατακλύζουν τοὺς ναούς. Ἀλλ᾽ ἀπὸ περιέργεια μᾶλλον παρὰ ἀπὸ εὐλάβεια. Μοιάζουν μὲ κῦμα ποὺ πλημμυρίζει τὴν παραλία κι ὅταν ἀποσύρεται ἀφήνει πίσω του φύκια, χαλίκια, εὐτελῆ κογχύλια.
Ἔτσι μικρὰ καὶ ἀσήμαντα εἶνε ἐκεῖνα ποὺ ἀφήνει σήμερα ὁ ἐκκλησιασμός. Γιατί;
Διότι δὲν γίνεται ὅπως ἁρμόζει στὸ μεγαλεῖο τῆς Θεότητος ποὺ καλούμε θα νὰ λατρεύσουμε.
Δὲν ὑπάρχει ἐπίγνωσις, δὲν ὑπάρχει φόβος Θεοῦ (βλ. Β΄ Κορ. 7,1 κ.ἀ.).
Παρατηρῆστε πῶς μπαίνουν καὶ πῶς στέκονται στὸ ναὸ οἱ πολλοί. Τὸ βλέμμα τους πλανᾶται ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη ὣς τὴν ἄλλη.
Περιεργάζονται τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα. Ὁ παπᾶς, ὁ ψάλτης, ὁ νεωκόρος, ὁ διπλανός, ἐκεῖνος ὁ κύριος, ἐκείνη ἡ κυρία…, ὅλα γίνονται ἀντικείμενο παρατηρήσεως, κριτικῆς, σὰ νὰ βρίσκωνται σὲ καμμιὰ κοσμικὴ συγκέντρωσι.
«Σοφία· ὀρθοί»! προτρέπει ἡ Ἐκκλησία, ἀλλ᾽ ὁ νοῦς εἶνε ἀλλοῦ. Ἂν στὸ τέλος ρωτήσετε, ποιός ἀπόστολος ἢ εὐαγγέλιο διαβάστηκε, δὲ θυμοῦνται.
Γιατί ἐκκλησιάστηκαν δὲν ξέρουν. Φοβερὴ ἄγνοια τῆς «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» λατρείας (Ἰω. 4,24).
Ἐκκλησιάζονται τυπικά. Σὰν τὸν ἄψυχο δίσκο τοῦ πικ-ὰπ, ἔτσι σήμερα ψάλτες, ἱερεῖς καὶ λαϊκοί, μηχανικά, ἀπαγγέλλουν τὶς προσευχές, τὴ Δοξολογία, τὸ «Πάτερ ἡμῶν», τὸ «Πιστεύω».
Ποιό τὸ ὄφελος; Μένουν μακριὰ ἀπὸ τὴν εὐεργετικὴ ἀκτινοβολία ποὺ ἐκπέμπει ἡ θυσία τοῦ Γολγοθᾶ.
Δὲν πιάνουν καμμιά ἐπαφὴ μὲ τὸν σωτῆρα Χριστό. Μαῦροι μπαίνουν, μαῦροι βγαίνουν ἀπὸ τὸ ναό.
Γιὰ νὰ θερμανθῇ ἡ καρδιὰ καὶ νὰ γίνῃ μία οὐσιαστικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ Χριστό, χρειάζεται ἀγώνας, ὅπως ἔκανε ἡ αἱμορροοῦσα.
Ὁ Χριστὸς ἦταν περικυκλωμένος ἀπὸ κόσμο, κι αὐτὴ κατώρθωσε μὲ ἐπίμονη προσπάθεια νὰ τὸν πλησιάσῃ. Αὐτὸ κάνε κ᾽ ἐσύ, ἀδελφέ.
Τὴν ὥ ρα τῆς θείας λειτουργίας, ποὺ ὁ Κύριος εἶνε παρών, ὄχλος πολὺς θὰ σὲ κυκλώσῃ (μάταιες σκέψεις, κοσμικὲς φροντίδες, μέριμνες βιοτικές), γιὰ νὰ ματαιώσουν τὴ συνάντησί σου μαζί του.
Ἀλλὰ ἐσὺ πές τους αὐστηρά· «Σκέψεις τοῦ κόσμου, τὴν ὥρα αὐτὴ ἐξαφανιστῆτε! Ἂς πάψῃ κάθε ψίθυρος τοῦ κόσμου, ν᾽ ἀκούσω τὴ φωνὴ τοῦ Κυρί ου».
Ὅπως ψάλλει ὡραῖα ἡ Ἐκκλησία μας, «Σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία, καὶ στήτω μετὰ φόβου καὶ τρόμου, καὶ μηδὲν γήϊνον ἐν ἑαυτῇ λογιζέσθω…» (χερουβ. Μ. Σαββ.).
Προσηλωθῆτε στὴ θεία λειτουργία. Τὸ θεωρεῖ τε εὔκολο; Προσπαθῆστε μιὰ Κυριακὴ νὰ παρακολουθήσετε τὴ θεία λειτουργία ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ ὣς τό τέλος, καὶ θὰ δῆτε πόσες φορὲς ἡ διάνοια θὰ λοξοδρομήσῃ καὶ θὰ λιποτακτή σῃ ἀ πὸ τὴν ἱερὰ θεωρία. Πόσο ἀδύνατος ὁ ἄνθρωπος!
Ἀγώνας νὰ προσηλώσουμε τὴ σκέψι, ἀλλὰ ἀγώνας καὶ γιὰ νὰ πλησιάσουμε μὲ εὐλάβεια. Διότι ποιός εἶνε ὁ Κύριος; Εἶνε ὁ Ἅγιος, ὁ Βασιλεὺς τῶν ἁγίων, ποὺ ἐμπρὸς στὴ λάμψι τῆς δόξης του τὰ Σεραφὶμ καὶ τὰ Χερουβὶμ καλύπτουν τὰ πρόσωπά τους λέγοντας· «Ἅγιος, ἅγι ος, ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου» (Ἠσ. 6,3. θ. Λειτ.).
Τέτοιο αἴσθημα εὐλαβείας εἶχε καὶ ἡ αἱμορροοῦσα. Καὶ μὲ τέτοια συν αίσθησι ἀναξιότητος πρέπει νὰ πηγαίνουμε κ᾽ ἐμεῖς στὸ ναὸ νὰ λατρεύσουμε τὴν ἁγία Τριάδα. Στοὺς ταπεινοὺς ἐκχύνει τὸ ἔλεός του ὁ Θεός. Κι ἂν οἱ ἁμαρτίες μας εἶνε πολλὲς καὶ μεγάλες κι ὁ Ἑωσφόρος ζητάῃ νὰ μᾶς ἀπογοητεύσῃ, νὰ τοῦ λέμε· «Σατανᾶ, ὕπαγε ὀ πίσω μου! (πρβλ. Ματθ. 16,23) ὑπάρχει καὶ γιὰ μένα χάρις!
Θὰ μὲ δεχθῇ ὁ Φιλάνθρωπος ὅπως δέχθηκε τὴν αἱμορροοῦσα».
Ὁ ἄπιστος δὲν ἔχει χέρι ν᾽ ἀγγίζῃ τὸν Κύριο, ὁ πιστὸς ἔχει. Χέρι εἶνε ἡ πίστις ἡ ἀκράδαντος ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ σωτήρας καὶ λυτρωτής. Ψυχὲς ἁμαρτωλές, τί διστάζετε; Μιμηθῆτε τὴν αἱμορροοῦσα.
Ἁπλῶστε κ᾽ ἐσεῖς τὸ χέρι τῆς πίστεως καὶ ἀγγίξτε τὸν Κύριο.
Καὶ μόλις ἔλθετε σὲ ἐπαφὴ μαζί του, ὤ τί εὐλογία, τί μεταβολή! Ἡ αἱμορραγία θὰ σταματήσῃ, οἱ πληγὲς θὰ κλείσουν. Νέο αἷμα θὰ κυκλοφορήσῃ στὴν ὕπαρξί μας, ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο μᾶς προσ καλεῖ ὁ Κύριος λέγοντας· «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου…» (Ματθ. 26,27-28).
Αὐτὰ τὰ θαυμάσια ἀποτελέσματα φέρνει ἡ ἐπαφὴ τῆς ψυχῆς μὲ τὸν σωτῆρα Χριστό. Ὅποιος τὴν δοκιμάσῃ, μπορεῖ καὶ ἐξ ἰδίας πείρας πλέον νὰ λέῃ στοὺς ἄλλους· «Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος» (Ψαλμ. 33,9).
* * *
Κύριε! ὑπακούοντας στὴ διαταγή σου κήρυξα καὶ πάλι. Ἀλλὰ ποιά ἀπήχησι εἶχαν τὰ λόγια αὐτὰ δὲν γνωρίζω. Νὰ ἔφεραν ἆραγε πιὸ κοντά σου καμμιὰ καρδιά; νὰ σὲ πλησίασε κάποιος καὶ νὰ σὲ ἄγγιξε;
Ἐὰν πάντως ἔστω καὶ μία ψυχὴ πονεμένη ἀποφασίσῃ νὰ σὲ πλησιάσῃ σὰν τὴν αἱμορροοῦσα, αὐτὸ θὰ εἶνε μεγάλη ἀμοιβὴ γι᾿ αὐτὸν ποὺ γράφει τὶς γραμμὲς αὐτές.
Ναί, Κύριε! κάνε οἱ καμπάνες τῆς ἄνω Ἰερουσαλὴμ νὰ κρούωνται χαρμόσυνα γιὰ τὴν σωτηρία αὐτήν.
Διότι κατὰ τὸ ἀψευδές σου στόμα «χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. 15,10).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Γραπτὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μεταδόθηκε ἀπὸ τὸν ῾Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ Λαρίσσης τὸ 1949 στὴν καθαρεύουσα. Μεταγλώττισις καὶ σύντμησις 6-11-2011.
Ἡ πίστι τῆς Βερονίκης (αὐτὸ κατὰ μία παράδοσι ἦταν τὸ ὄνομα τῆς γυναίκας) διαλαλεῖται ἔκτοτε παντοῦ.
Καὶ ἡ θαυματουργὸς ἐπαφή της μὲ τὸ πανακήρατο σῶμα τοῦ Κυρίου μᾶς δίνει ἀφορμὴ νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴ μυστικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ Χριστό, τὴν ὁποία κ᾽ ἐμεῖς σήμερα μποροῦμε νὰ πετύχουμε.
* * *
Ὁ Κύριος, ἀγαπητοί μου, βρίσκεται παντοῦ. Καμμία ἔρημος, κανένας βυθός, καμμία σπηλιὰ δὲν μποροῦν νὰ ἐμποδίσουν τὴν παρουσία του. Κι ἀπὸ τὴ φυλακὴ ὁ Ἰωσήφ, κι ἀπὸ τὴν κοπριὰ ὁ Ἰώβ, κι ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τοῦ κήτους ὁ Ἰωνᾶς, κι ἀπὸ τὸ φλογισμένο καμίνι οἱ Τρεῖς Παῖδες, κι ἀπὸ τὸ λάκκο τῶν λεόντων ὁ Δανιήλ, εὕρισκαν τρόπο νὰ ἐπικοινωνοῦν μαζί του.
Ἀλήθεια, «ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐτοῦ εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον» (Ψαλμ. 102,22).
Ἀλλ᾿ ἐὰν ὑπάρχῃ ἕνας τόπος, ὅπου ἡ παρουσία του γίνεται περισσότερο αἰσθητή, αὐτὸς εἶνε ὁ ναός.
Ὁ Χριστὸς στὸ ναό. Καὶ πῶς ὄχι; Ἐκεῖνος δὲν εἶπε, ὅτι ὅπου θὰ εἶνε δύο ἢ τρεῖς συναγμένοι στὸ δικό του ὄνομα, θὰ εἶνε κι αὐτὸς ἀνάμεσά τους;(βλ. Ματθ. 18,20).
Ἄλλως τε ὅ,τι βλέπουμε καὶ ἀκοῦμε μέσα στὸν χριστιανικὸ ναό, προδιαθέτει τὴν ψυχὴ νὰ συναντήσῃ τὸν Κύριο. Ὁ Ἐσταυρωμένος μὲ ἁπλωμένα τὰ χέρια, ἡ ἁγία τράπεζα ποὺ εἰκονίζει τὸ φρικτὸ Γολγοθᾶ καὶ τὸν πανάγιο Τάφο, οἱ εἰκόνες, οἱ πολυέλεοι, οἱ λαμπάδες, τὸ λιβάνι, τὰ τροπάρια καὶ οἱ ὕμνοι, οἱ ἀδελφοὶ ποὺ συμπροσεύχονται, ὅλα δημιουργοῦν μία ἀτμόσφαιρα, μέσα στὴν ὁποία ἡ ψυχὴ μπορεῖ ν᾿ ἀποκτήσῃ φτερά, ν᾿ ἀπογειωθῇ, ν᾿ ἀνεβῇ σὲ ὕψη, νὰ πλησιάσῃ τοὺς οὐρανούς, νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν Κύριο τῆς δόξης.
Ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Κύριο! Αὐτὸς εἶνε ὁ σκοπὸς τῶν συνάξεων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ δυστυχῶς, πόσο λίγοι τὸν ἐπιτυγχάνουν! Μέσα σὲ 100 καὶ 1.000 ἐκκλησιαζομένους πόσοι ἆραγε πλησιάζουν τὸν Κύριο, αἰσθάνονται τὴν παρουσία του καὶ μποροῦν στὸ τέλος τῆς θείας Λειτουργίας νὰ ποῦν: «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀ ληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον…»; Ἐπικοινωνοῦμε μὲ τὸ Χριστό;
Εἶνε ἀλήθεια ὅτι τὶς μεγάλες ἑορτὲς τὰ πλήθη κατακλύζουν τοὺς ναούς. Ἀλλ᾽ ἀπὸ περιέργεια μᾶλλον παρὰ ἀπὸ εὐλάβεια. Μοιάζουν μὲ κῦμα ποὺ πλημμυρίζει τὴν παραλία κι ὅταν ἀποσύρεται ἀφήνει πίσω του φύκια, χαλίκια, εὐτελῆ κογχύλια.
Ἔτσι μικρὰ καὶ ἀσήμαντα εἶνε ἐκεῖνα ποὺ ἀφήνει σήμερα ὁ ἐκκλησιασμός. Γιατί;
Διότι δὲν γίνεται ὅπως ἁρμόζει στὸ μεγαλεῖο τῆς Θεότητος ποὺ καλούμε θα νὰ λατρεύσουμε.
Δὲν ὑπάρχει ἐπίγνωσις, δὲν ὑπάρχει φόβος Θεοῦ (βλ. Β΄ Κορ. 7,1 κ.ἀ.).
Παρατηρῆστε πῶς μπαίνουν καὶ πῶς στέκονται στὸ ναὸ οἱ πολλοί. Τὸ βλέμμα τους πλανᾶται ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη ὣς τὴν ἄλλη.
Περιεργάζονται τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα. Ὁ παπᾶς, ὁ ψάλτης, ὁ νεωκόρος, ὁ διπλανός, ἐκεῖνος ὁ κύριος, ἐκείνη ἡ κυρία…, ὅλα γίνονται ἀντικείμενο παρατηρήσεως, κριτικῆς, σὰ νὰ βρίσκωνται σὲ καμμιὰ κοσμικὴ συγκέντρωσι.
«Σοφία· ὀρθοί»! προτρέπει ἡ Ἐκκλησία, ἀλλ᾽ ὁ νοῦς εἶνε ἀλλοῦ. Ἂν στὸ τέλος ρωτήσετε, ποιός ἀπόστολος ἢ εὐαγγέλιο διαβάστηκε, δὲ θυμοῦνται.
Γιατί ἐκκλησιάστηκαν δὲν ξέρουν. Φοβερὴ ἄγνοια τῆς «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» λατρείας (Ἰω. 4,24).
Ἐκκλησιάζονται τυπικά. Σὰν τὸν ἄψυχο δίσκο τοῦ πικ-ὰπ, ἔτσι σήμερα ψάλτες, ἱερεῖς καὶ λαϊκοί, μηχανικά, ἀπαγγέλλουν τὶς προσευχές, τὴ Δοξολογία, τὸ «Πάτερ ἡμῶν», τὸ «Πιστεύω».
Ποιό τὸ ὄφελος; Μένουν μακριὰ ἀπὸ τὴν εὐεργετικὴ ἀκτινοβολία ποὺ ἐκπέμπει ἡ θυσία τοῦ Γολγοθᾶ.
Δὲν πιάνουν καμμιά ἐπαφὴ μὲ τὸν σωτῆρα Χριστό. Μαῦροι μπαίνουν, μαῦροι βγαίνουν ἀπὸ τὸ ναό.
Γιὰ νὰ θερμανθῇ ἡ καρδιὰ καὶ νὰ γίνῃ μία οὐσιαστικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ Χριστό, χρειάζεται ἀγώνας, ὅπως ἔκανε ἡ αἱμορροοῦσα.
Ὁ Χριστὸς ἦταν περικυκλωμένος ἀπὸ κόσμο, κι αὐτὴ κατώρθωσε μὲ ἐπίμονη προσπάθεια νὰ τὸν πλησιάσῃ. Αὐτὸ κάνε κ᾽ ἐσύ, ἀδελφέ.
Τὴν ὥ ρα τῆς θείας λειτουργίας, ποὺ ὁ Κύριος εἶνε παρών, ὄχλος πολὺς θὰ σὲ κυκλώσῃ (μάταιες σκέψεις, κοσμικὲς φροντίδες, μέριμνες βιοτικές), γιὰ νὰ ματαιώσουν τὴ συνάντησί σου μαζί του.
Ἀλλὰ ἐσὺ πές τους αὐστηρά· «Σκέψεις τοῦ κόσμου, τὴν ὥρα αὐτὴ ἐξαφανιστῆτε! Ἂς πάψῃ κάθε ψίθυρος τοῦ κόσμου, ν᾽ ἀκούσω τὴ φωνὴ τοῦ Κυρί ου».
Ὅπως ψάλλει ὡραῖα ἡ Ἐκκλησία μας, «Σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία, καὶ στήτω μετὰ φόβου καὶ τρόμου, καὶ μηδὲν γήϊνον ἐν ἑαυτῇ λογιζέσθω…» (χερουβ. Μ. Σαββ.).
Προσηλωθῆτε στὴ θεία λειτουργία. Τὸ θεωρεῖ τε εὔκολο; Προσπαθῆστε μιὰ Κυριακὴ νὰ παρακολουθήσετε τὴ θεία λειτουργία ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ ὣς τό τέλος, καὶ θὰ δῆτε πόσες φορὲς ἡ διάνοια θὰ λοξοδρομήσῃ καὶ θὰ λιποτακτή σῃ ἀ πὸ τὴν ἱερὰ θεωρία. Πόσο ἀδύνατος ὁ ἄνθρωπος!
Ἀγώνας νὰ προσηλώσουμε τὴ σκέψι, ἀλλὰ ἀγώνας καὶ γιὰ νὰ πλησιάσουμε μὲ εὐλάβεια. Διότι ποιός εἶνε ὁ Κύριος; Εἶνε ὁ Ἅγιος, ὁ Βασιλεὺς τῶν ἁγίων, ποὺ ἐμπρὸς στὴ λάμψι τῆς δόξης του τὰ Σεραφὶμ καὶ τὰ Χερουβὶμ καλύπτουν τὰ πρόσωπά τους λέγοντας· «Ἅγιος, ἅγι ος, ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου» (Ἠσ. 6,3. θ. Λειτ.).
Τέτοιο αἴσθημα εὐλαβείας εἶχε καὶ ἡ αἱμορροοῦσα. Καὶ μὲ τέτοια συν αίσθησι ἀναξιότητος πρέπει νὰ πηγαίνουμε κ᾽ ἐμεῖς στὸ ναὸ νὰ λατρεύσουμε τὴν ἁγία Τριάδα. Στοὺς ταπεινοὺς ἐκχύνει τὸ ἔλεός του ὁ Θεός. Κι ἂν οἱ ἁμαρτίες μας εἶνε πολλὲς καὶ μεγάλες κι ὁ Ἑωσφόρος ζητάῃ νὰ μᾶς ἀπογοητεύσῃ, νὰ τοῦ λέμε· «Σατανᾶ, ὕπαγε ὀ πίσω μου! (πρβλ. Ματθ. 16,23) ὑπάρχει καὶ γιὰ μένα χάρις!
Θὰ μὲ δεχθῇ ὁ Φιλάνθρωπος ὅπως δέχθηκε τὴν αἱμορροοῦσα».
Ὁ ἄπιστος δὲν ἔχει χέρι ν᾽ ἀγγίζῃ τὸν Κύριο, ὁ πιστὸς ἔχει. Χέρι εἶνε ἡ πίστις ἡ ἀκράδαντος ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ σωτήρας καὶ λυτρωτής. Ψυχὲς ἁμαρτωλές, τί διστάζετε; Μιμηθῆτε τὴν αἱμορροοῦσα.
Ἁπλῶστε κ᾽ ἐσεῖς τὸ χέρι τῆς πίστεως καὶ ἀγγίξτε τὸν Κύριο.
Καὶ μόλις ἔλθετε σὲ ἐπαφὴ μαζί του, ὤ τί εὐλογία, τί μεταβολή! Ἡ αἱμορραγία θὰ σταματήσῃ, οἱ πληγὲς θὰ κλείσουν. Νέο αἷμα θὰ κυκλοφορήσῃ στὴν ὕπαρξί μας, ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο μᾶς προσ καλεῖ ὁ Κύριος λέγοντας· «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου…» (Ματθ. 26,27-28).
Αὐτὰ τὰ θαυμάσια ἀποτελέσματα φέρνει ἡ ἐπαφὴ τῆς ψυχῆς μὲ τὸν σωτῆρα Χριστό. Ὅποιος τὴν δοκιμάσῃ, μπορεῖ καὶ ἐξ ἰδίας πείρας πλέον νὰ λέῃ στοὺς ἄλλους· «Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος» (Ψαλμ. 33,9).
* * *
Κύριε! ὑπακούοντας στὴ διαταγή σου κήρυξα καὶ πάλι. Ἀλλὰ ποιά ἀπήχησι εἶχαν τὰ λόγια αὐτὰ δὲν γνωρίζω. Νὰ ἔφεραν ἆραγε πιὸ κοντά σου καμμιὰ καρδιά; νὰ σὲ πλησίασε κάποιος καὶ νὰ σὲ ἄγγιξε;
Ἐὰν πάντως ἔστω καὶ μία ψυχὴ πονεμένη ἀποφασίσῃ νὰ σὲ πλησιάσῃ σὰν τὴν αἱμορροοῦσα, αὐτὸ θὰ εἶνε μεγάλη ἀμοιβὴ γι᾿ αὐτὸν ποὺ γράφει τὶς γραμμὲς αὐτές.
Ναί, Κύριε! κάνε οἱ καμπάνες τῆς ἄνω Ἰερουσαλὴμ νὰ κρούωνται χαρμόσυνα γιὰ τὴν σωτηρία αὐτήν.
Διότι κατὰ τὸ ἀψευδές σου στόμα «χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. 15,10).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Γραπτὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μεταδόθηκε ἀπὸ τὸν ῾Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ Λαρίσσης τὸ 1949 στὴν καθαρεύουσα. Μεταγλώττισις καὶ σύντμησις 6-11-2011.