Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2023

Κυριακή Ι’ Λουκά: Ομιλία για τη γυναίκα που ήταν άρρωστη (συγκύπτουσα) Θεοφάνους Κεραμέως, Επισκόπου Ταυρομενίου Πηγή: http://kirigmata.blogspot.com/2019/12/blog-post_58.html#ixzz6eKuGJ1LK

Οι κηφήνες είναι ένα είδος μελισσών, και αργό, και άχρηστο. Αυτοί λοιπόν, όταν δουν τις μέλισσες να πετούν επάνω από τις κυψέλες τους και να προχωρούν προς τα λιβάδια και να κόβουν από τα λουλούδια το λεπτό και χνοώδες που βγαίνει από τη μέση της κόμης των λουλουδιών, από το οποίο πλάθουν με το κερί την κηρύθρα και το γλυκύτατο μέλι, τότε ακριβώς αυτοί οι κηφήνες, σαν ληστές και μάλλον σαν κλέφτες, ορμούν μέσα στις κυψέλες και προχωρώντας κατατρώνε τη συγκομιδή των μελισσών αρπάζοντάς την. Και όταν καταλάβουν ότι οι μέλισσες επιστρέφουν στις κυψέλες, φεύγουν χωρίς επιστροφή, μη μπορώντας να αμυνθούν.
Τέτοιου είδους είναι και οι καταστροφείς τής Εκκλησίας και όσοι αρπάζουν τα πράγματά της. Παρατηρούν την αναχώρησή μας και μετά μπαίνουν μέσα και καταστρέφουν τα εκκλησιαστικά πράγματα, αλλά και επειδή φοβούνται την ορθότητα των λόγων μας, προσπαθούν να μας κατανικήσουν με λόγια και ενέδρες, άλλοτε κάνοντας συνέδριο στην αυλή τού Καϊάφα, και άλλοτε στον ναό τού Προδρόμου, συστήνοντας φοβερό συμβούλιο, και κάνοντας έτσι το βαπτιστήριο τόπο επιβουλών. Και γιατί γίνεται αυτό; Για να εξωσθεί ο Ισαάκ και να εισαχθεί ο Ισμαήλ. Όμως, εκείνοι φεύγουν, βέβαια, όπως βλέπετε, παρατηρώντας από τις άκρες, και κλείνοντας, σαν με ασπίδα, τα αυτιά μπροστά στη συμβουλή. Όμως εμείς, κληρονομιά μου, ξεφεύγοντας τις επιθέσεις τους, εμπρός ας ακούσουμε πάλι τα λόγια του ιερού Ευαγγελίου: «Εκείνον τον καιρό, ένα Σάββατο δίδασκε ο Ιησούς σε κάποια συναγωγή. 

Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἀμβροσίου Ἐπισκόπου Μεδιολάνων

 Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος ἐγεννήθη περὶ τὸ 340 μ.Χ. εἰς τὴν πόλιν Τρέβηρα τῆς Πρωσσίας. Ὁ πατήρ του ὠνομάζετο ἐπίσης Ἀμβρόσιος καὶ ἦτο χριστιανός. Ἀνῆκε δὲ εἰς εὐγενῆ οἰκογένειαν, πολλὰ μέλη τῆς ὁποίας κατέλαβον ὑψηλὰ ἐν τῇ πολιτείᾳ ἀξιώματα· ὁ ἴδιος δὲ ὑπῆρξε διοικητὴς τῆς Γαλλίας. Ἀποθανόντος τοῦ πατρὸς τοῦ ἁγίου, ὅτε ἀκόμη ἦτο οὗτος μικρὸν παιδίον, ἡ μήτηρ του ἐγκατεστάθη εἰς Ῥώμην, ἵνα ἐπιμεληθῇ τῆς μορφώσεώς του. Ὁ Ἀμβρόσιος ἀπὸ τῆς μικρᾶς του ἡλικίας ἀπέδειξεν διὰ τῶν πνευματικῶν του χαρισμάτων καὶ τῆς διαγωγῆς του, ὁποίαν ἐν τῇ κοινωνίᾳ ἔμελλε νὰ καταλάβῃ θέσιν. Διεκρίνετο μεταξὺ τῶν συμμαθητῶν τοῦ ὄχι μόνον διὰ τὴν μεγάλην του ἐπιμέλειαν καὶ ἐπίδοσιν εἰς τὴν ἐκμάθησιν τῆς ἑλληνικῆς καὶ λατινικῆς φιλολογίας, τῆς φιλοσοφίας, τῶν νομικῶν καὶ τῶν ἄλλων ἐγκυκλίων μαθημάτων, ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ σεμνὸν καὶ σοβαρόν του ἦθος.


Μετὰ λαμπρὰς ἐν Ῥώμῃ σπουδὰς μετέβη εἰς Μεδιόλανα, τὸ σημερινὸν Μιλᾶνον καὶ ἤσκησεν ἐκεῖ κατ᾿ ἀρχὰς τὸ ἐπάγγελμα τοῦ συνηγόρου, ἀγαπώμενος καὶ ἐκτιμώμενος ὑπὸ πάντων. Τοιαύτη δὲ ὑπῆρξεν ἡ εὐδοκίμησίς του ἐν τῇ κοινωνίᾳ, ὥστε ὁ αὐτοκράτωρ τῆς Δύσεως Οὐαλεντιανὸς διώρισεν αὐτὸν τῷ 373 διοικητὴν τῶν ἐπαρχιῶν Λιγυρίας καὶ Αἰμιλίας μὲ ἕδραν τὰ Μεδιόλανα. Ὁ Ἀμβρόσιος δὲν διέψευσε τὰς προσδοκίας τοῦ αὐτοκράτορος καὶ τοῦ λαοῦ, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε πραγματικὸς πατὴρ φιλόστοργος. Ἦτο τὸ ἀντικείμενον τῆς κοινῆς ἀγάπης καὶ ἐμπιστοσύνης, ὡς ἀπεδείχθη ἐφεξῆς.

Ἀποθανόντος δηλ. τοῦ ἐπισκόπου Μεδιολάνων ἤριζον οἱ χριστιανοί, ὄντες διηρημένοι εἰς ὀρθοδόξους καὶ ἀρειανούς, διότι ἑκατέρα τῶν δύο μερίδων ἤθελεν ὁ μέλλων ἐπίσκοπος νὰ ἐκλεγῇ ἐκ τῆς τάξεώς της. Οἱ διὰ τὴν ἐκλογὴν συνελθόντες ἐπίσκοποι εὑρίσκοντο εἰς ἀμηχανίαν, ἠπειλοῦντο δὲ ταραχαὶ καὶ συγκρούσεις, πρὸς πρόληψιν τῶν ὁποίων ὁ Ἀμβρόσιος ὡς διοικητὴς ἦλθεν εἰς τὴν ἀγοράν. Εἰς τὴν δύσκολον αὐτὴν στιγμὴν ἓν παιδίον κατ᾿ ἔμπνευσιν θείαν ἐφώναξεν· «ὁ Ἀμβρόσιος γενέσθω ἐπίσκοπος». Ἤρκεσαν αἱ λέξεις αὗται, ἵνα ἠλεκτρισθῇ ὁλόκληρον τὸ πλῆθος ὀρθοδόξων ἅμα καὶ ἀρειανῶν καὶ ἵνα τὰς ἐπαναλαμβάνῃ ὡς ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀμβρόσιος εὑρέθη εἰς στενόχωρον θέσιν· μετέβη εἰς τὴν ἀγορὰν νὰ τηρήσῃ τὴν τάξιν καὶ ἐξελέγετο ἐπίσκοπος τοσούτῳ μᾶλλον, ὅσω οὔτε κἂν εἶχεν εἰσέτι βαπτισθῆ ἀνήκων εἰς τὰς τάξεις τῶν κατηχουμένων. Ἀλλὰ «φωνὴ λαοῦ, φωνὴ Θεοῦ». Καὶ πρὸ τῆς προδήλου ταύτης φωνῆς τοῦ Θεοῦ, ἐκλεγόμενος διὰ τῆς κοινῆς βοῆς λαοῦ καὶ κλήρου, ἠναγκάσθη νὰ ὑποχωρήσῃ καὶ δεχθῇ τὸ προσφερόμενον εἰς αὐτὸν ὑψηλὸν ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης. Ἐβαπτίσθη συντόμως καὶ ἐχειροτονήθη ἐντὸς ὀκτὼ ἡμερῶν εἰς διάκονον καὶ πρεσβύτερον καὶ τῇ 7ῃ Δεκεμβρίου 364 εἰς ἐπίσκοπον.

Ὁ Ἀμβρόσιος ἐπίσκοπος γενόμενος διένειμε τὴν μεγάλην του περιουσίαν εἰς τοὺς πτωχούς, κρατήσας μόνον τὰ ἀπαραιτήτως ἀναγκαῖα δι᾿ ἑαυτὸν καὶ τὰ βιβλία του. Ὡς ἐπίσκοπος διεκρίθη μεταξὺ ἄλλων ἰδιαίτατα διὰ τὴν πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς πάσχοντας ἀγάπην του. Πολλάκις ἐπώλει τὸν πολύτιμον διάκοσμον τῶν ναῶν, ἵνα ἐξαγοράζῃ χριστιανοὺς αἰχμαλώτους τῶν εἰδωλολατρῶν. Οἱ ἐχθροί του ἀρειανοὶ κατηγόρησάν ποτε αὐτὸν διὰ τοῦτο· ἀλλ᾿ ὁ ἐπίγνωσιν βαθεῖαν τῶν ὑποχρεώσεών του ἔχων Ἀμβρόσιος ἀπήντησεν, ὅτι τὴν ψυχὴν τῶν χριστιανῶν αἰχμαλώτων, οἱ ὁποῖοι διέτρεχον τὸν κίνδυνον νὰ ἐκβιασθοῦν νὰ ἀρνηθοῦν τὸν χριστιανισμόν, ἐθεώρει πολυτιμοτέραν τοῦ χρυσοῦ καὶ ἀργυροῦ διακόσμου τῶν ναῶν.

Ὁ Ἀμβρόσιος τὸ ἀξίωμα τὸ ἐπισκοπικὸν δὲν ἐξέλαβεν ὡς εὐκαιρίαν ἀναπαύσεως, ἀλλ᾿ ὡς «ἔργον», κατὰ τὸν Ἀπ. Παῦλον. Ἐργαζόμενος νυχθημερόν, ἵνα ἐπαρκέσῃ εἰς τὰ ποιμαντορικά του καθήκοντα, ἐπεδόθη ἀμέσως ἀπὸ τῆς χειροτονίας του εἰς τὴν βαθεῖαν μελέτην τῆς Ἁγίας Γραφῆς πρὸς τέλειον καταρτισμόν του εἰς τὸ θεῖον κήρυγμα, τὸ ὁποῖον ἐθεράπευσε μετ᾿ ἰδιαιτέρας ἐπιμελείας μέχρι θανάτου, κηρύττων ἀνελλιπῶς καθ᾿ ἑκάστην Κυριακὴν καὶ πολλάκις τῆς ἑβδομάδος, ἐνίοτε δὲ καὶ δὶς τῆς ἡμέρας. Γνωρίζων δὲ καλῶς, ὅτι τὸ κήρυγμα τῶν θείων ἀληθειῶν ἄνευ τῆς ὑπὸ τοῦ κηρύττοντος ἐφαρμογῆς αὐτῶν ἐν τῇ ἰδίᾳ ζωῇ οὐδὲν ἢ σχεδὸν οὐδὲν ὠφελεῖ, ἐὰν καὶ δὲν βλάπτῃ ἐνίοτε, ὁ Ἀμβρόσιος ὑπῆρξεν ἡ ζῶσα εἰκὼν τῶν ὑπ᾿ αὐτοῦ κηρυττομένων ἀληθειῶν. Καὶ τὰς ἀληθείας ταύτας ἐφήρμοζε πάντοτε οὐδέποτε ἀποβλέπων εἰς πρόσωπα, ὅσον δήποτε ὑψηλὰ καὶ ἂν εὑρίσκοντο. Οὐδεμίαν ἐδέχετο ὑποχώρησιν εἰς τὰς ἠθικάς του ἀρχάς, ἀπαράμιλλον δὲ ὑπῆρξε τὸ ἠθικόν του σθένος.

Οὕτως ὅτε ἡ χήρα αὐτοκράτειρα Ἰουλίνη, ἡ προσκείμενη εἰς τὸν ἀρειανισμόν, τὸν ὁποῖον μετὰ πολλῆς ἐπιτυχίας ἐπολέμησε καὶ περιώρισεν ἐν Μεδιολάνοις ὁ Ἀμβρόσιος, ἐζήτησε διὰ τοῦ υἱοῦ της, αὐτοκράτορος Οὐαλεντιανοῦ τοῦ Β´, νὰ παραχωρήσῃ εἰς τοὺς ἀρειανοὺς ναὸν ἔξω τῆς πόλεως εὑρισκόμενον, ὁ ἐπίσκοπος θεωρῶν τὴν τοιαύτην παραχώρησιν καταπρόδοσιν τῶν καθηκόντων του καὶ τῆς ὀρθοδοξίας, ἠρνήθη διαῤῥήδην εἰπών· «τὰ τοῦ καίσαρος τῷ καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ - Εἰς τὸν καίσαρα ἀνήκουν τὰ ἀνάκτορα καὶ εἰς τὸν Ἱερέα ὁ ναός». Ὁ αὐτοκράτωρ ἔστειλε στρατιώτας, ἵνα συλλάβουν τὸν ἀπειθῆ καὶ ἀτίθασον ἐπίσκοπον καὶ ἵνα καταλάβουν διὰ τῆς βίας τὸν ναόν. Ὁ Ἀμβρόσιος ἔμεινεν ἀπτόητος· καθ᾿ ὃν χρόνον οἱ στρατιῶται περιεκύκλουν τὸν ναόν, αὐτὸς γαληνιαῖος ἐξηκολούθει τὸ κήρυγμά του, συστήσας εἰς τὸ ἐκκλησίασμα, τὸ ἕτοιμον νὰ προστατεύσῃ τὸν ἐπίσκοπόν του, νὰ μὴ προβάλῃ ἀντίστασιν πρὸς ἀποφυγὴν αἱματοχυσίας. Τοιαύτη ὅμως ἦτο ἡ γοητεία, τοιοῦτον τὸ ἠθικόν του κῦρος καὶ ἡ ἐπιβολή, ὥστε μέρος μὲν τῶν στρατιωτῶν, ὅτε ἀντίκρυσε τὸν ἐπίσκοπον, ἠρνήθη ἵνα συμμορφωθῇ πρὸς τὰς διαταγὰς τοῦ αὐτοκράτορος, οὗτος δὲ ὡριμώτερον καὶ ψυχραιμότερον σκεφθείς, προλαμβάνων δὲ καὶ τὴν ἀπειλουμένην στάσιν, ἀνεκάλεσε τὴν διαταγήν του, καὶ ὁ ἐπίσκοπος ἐξῆλθε νικητὴς μὲ τὴν ἐνισχύουσαν χάριν τοῦ Θεοῦ.

Ἀλλ᾿ ἡ βασιλομήτωρ δὲν ἡσύχασε· μετὰ ἓν ἔτος, τῷ 386, ἐξώθησε τὸν αὐτοκράτορα υἱόν της νὰ ἐπαναλάβῃ ἐντονώτερον τὴν ἀπαίτησίν του περὶ παραδόσεως τοῦ ναοῦ εἰς τοὺς ἀρειανούς. Ἀλλ᾿ ὁ Ἀμβρόσιος ἔμεινε καὶ πάλιν ἀπτόητος καὶ ἀκλόνητος· «ὅταν ὁ ἀσεβὴς βασιλεὺς Ἀχαάβ, ἀπήντησεν, ἐζήτησεν ἀπὸ τὸν Ναβουθὰν νὰ παραδώσῃ εἰς αὐτὸν τὸν ἐκ πατρικῆς κληρονομίας ἀμπελῶνα, ὁ Ναβουθὰν ἠρνήθη - ἀρνοῦμαι, προσέθηκε, νὰ παραδώσω καὶ ἐγὼ τὴν κληρονομίαν τοῦ Χριστοῦ, τὴν κληρονομίαν τῶν πατέρων μου». Ὁ αὐτοκράτωρ ὀργισθεὶς διέταξε τὴν σύλληψιν καὶ ἐξορίαν τοῦ Ἀμβροσίου· ἀλλ᾿ οὗτος φρουρούμενος ὑπὸ τῶν ἀφοσιωμένων εἰς αὐτὸν χριστιανῶν του ἔμεινε ἐπὶ ἡμέρας ἐντὸς τοῦ ναοῦ, μέχρις οὗ ὁ αὐτοκράτωρ κατιδὼν τοὺς κινδύνους, οὓς ἠπείλει ἡ ἐπιμονή του εἰς τὴν παράνομον ἀξίωσίν του, ἀνεκάλεσε ὁριστικῶς τὴν προηγουμένην διαταγήν του.

Ὅλως ὅμως ἰδιαιτέρως ἀνεδείχθη καὶ ἔλαμψε τὸ θάρρος καὶ τὸ ἠθικὸν κῦρος τοῦ Ἀμβροσίου εἰς τὰς σχέσεις του πρὸς τὸν αὐτοκράτορα τῆς Ἀνατολῆς Θεοδόσιον τὸν Μέγαν, τὸν ὁποῖον γεγονότα πολεμικὰ ἔφεραν εἰς Μεδιόλανα. Ὅτε δηλαδὴ ἐπληροφορήθη ἐν Μεδιολάνοις ὁ Θεοδόσιος τῷ 388, ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ τῆς ἐν Μεσοποταμίᾳ πόλεως Καλλίνικον, παρενοχλούμενοι συνεχῶς ὑπὸ τῶν ἀρειανῶν καὶ τῶν ἰουδαίων, ἀπολέσαντες τὴν ὑπομονήν των καὶ ἐν στιγμαῖς παραφορᾶς ἐξ ἀγανακτήσεως ἔκαυσαν τὸν ναὸν τῶν ἀρειανῶν καὶ τὴν συναγωγὴν τῶν Ἰουδαίων, θέλων νὰ τιμωρήσῃ μὲν τὴν αὐτοδικίαν, νὰ ἀποδείξη δέ, τί οἱ ὑπήκοοί του ἀσχέτως θρησκευτικῶν πεποιθήσεων ἦσαν ἴσοι πρὸ αὐτοῦ, δικαιούμενοι τῆς αὐτοκρατορικῆς προστασίας, διέταξεν, ἵνα ὁ ἐπίσκοπος τῆς πόλεως ἀνεγείρῃ ἐξ ἰδίων τὰς πυρποληθείσας οἰκοδομάς. Καὶ ἡ μὲν ἀπόφασις τοῦ αὐτοκράτορος ἦτο δικαία, ἀλλ᾿ ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ ἀποθρασυνθοῦν οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι καὶ νὰ ἐπαναλάβουν ζωηρότερον τὰς ὀχλήσεις των, νὰ ταπεινωθῇ δὲ καὶ ἡ Ἐκκλησία Καλλινίκου ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ ἐπισκόπου της. Ὁ Ἀμβρόσιος ἐξέθηκε τὰ ἀνωτέρω εἰς τὸν ὠργισμένον αὐτοκράτορα καὶ ἔπεισεν αὐτὸν νὰ ἀνακαλέσῃ τὴν ταπεινωτικὴν διὰ τὴν Ἐκκλησίαν διαταγήν του.

Ἀλλ᾿ ἐπέπρωτο νὰ ἔλθῃ εἰς σύγκρουσιν σφοδρὰν μετ᾿ αὐτοῦ ἐκ τῆς ἑξῆς αἰτίας, σύγκρουσιν, ἡ ὁποία ἔγινεν ἀφορμὴ νὰ ἀναδειχθῇ τὸ ἠθικὸν μεγαλεῖον τοῦ τε ἐπισκόπου καὶ τοῦ αὐτοκράτορος. Ἐν στάσει τινι δηλαδὴ ἐν Θεσσαλονίκῃ τῷ 390 ὁ ὄχλος ἐφόνευσε τὸν στρατηγὸν καὶ ἀνωτέρους ἀξιωματικούς. Ὁ Θεοδόσιος πληροφορηθεὶς τὰ γενόμενα ἐξεμάνη καὶ διέταξε τὴν σκληρὰν τιμωρίαν τῆς πόλεως. Οὕτω παρασυρθεὶς ὁ λαὸς εἰς τὸ Ἱπποδρόμιον κατεσφάγη, 7.000 δὲ πολιτῶν ἐπλήρωσαν μὲ τὸ αἷμα των τὸν φόνον τοῦ στρατηγοῦ καὶ τῶν ἀξιωματικῶν. Ὅταν ὁ Ἀμβρόσιος ἐπληροφορήθη τὰ τῆς ἀγρίας σφαγῆς τόσων πολιτῶν, ὧν τὸ πλεῖστον ἦσαν ἀθῷοι, κατεταράχθη, ἀποστέργων δὲ νὰ συναντήσῃ τὸν αὐτοκράτορα, τοῦ ὁποίου αἱ χεῖρες ἀπέσταζον ἀπὸ τὸ αἷμα, ἀπεμακρύνθη τῶν Μεδιολάνων καταφυγὼν εἰς ἐξοχὴν καὶ ἐκεῖθεν δι᾿ ἐπιστολῆς του ἤλεγξε τὸν αὐτοκράτορα. «Τὸ ἁμάρτημά σου δὲν ἐξαλείφεται παρὰ μὲ δάκρυα καὶ εἰλικρινῆ μετάνοιαν, ἔγραφεν οὔτε αὐτοὶ οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἀρχάγγελοι δύνανται νὰ τὸ συγχωρήσουν μὲ ἄλλον τρόπον. Αὐτὸς ὁ Κύριος δὲν συγχωρεῖ παρὰ μόνον τοὺς μετανοοῦντας. Σὲ συμβουλεύω, σὲ προτρέπω, σὲ παραινῶ- δὲν τολμῶ νὰ τελέσω τὸ Μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἐὰν θελήσῃς νὰ παραστῇς κατ᾿ αὐτό». Ὁ Θεοδόσιος εὑρέθη εἰς δυσχερῆ θέσιν· ἡ γλῶσσα του ἐπισκόπου ἦτο πολὺ αὐστηρά· τῷ ἀπηγορεύετο ὁ ἐκκλησιασμός. Καὶ τὴν στέρησιν ταύτην ἠσθάνετο βαθέως, χωρὶς νὰ λάβωμεν ὑπ᾿ ὄψιν, ὅτι ἐθίγετο καὶ τὸ αὐτοκρατορικόν του ἀξίωμα. Ἐθεώρει ἑαυτὸν καὶ ἀδικούμενον ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου καὶ ἄγαν αὐστηρῶς κρινόμενον, ἀφ᾿ οὗ ἐνεργήσας ὡς ἐνήργησεν ἐν Θεσσαλονίκῃ εἶχεν ὑπ᾿ ὄψει τὸ συμφέρον τοῦ Κράτους καὶ τὴν ἐμπέδωσιν τῆς τάξεως. Καὶ μὲ τὰς σκέψεις αὐτάς, ἀπεφάσισε νὰ μὴ λάβῃ ὑπ᾿ ὄψιν τὰς συστάσεις τοῦ ἐπισκόπου καὶ νὰ μεταβῇ εἰς τὸν ναόν. Ἀλλ᾿ ὁ Ἀμβρόσιος, πλήρης ζήλου ἱεροῦ καὶ ἄτεγκτος εἰς τὰς ἀποφάσεις του ἐξῆλθεν εἰς τὴν θύραν τοῦ ναοῦ καὶ ἀπηγόρευσε τὴν εἴσοδον εἰς τὸν αὐτοκράτορα· «δὲν ἐννοεῖς φαίνεται, ὦ βασιλεῦ, τῷ εἶπε, τὸ μέγεθος τῆς μιαιφονίας, τὴν ὁποίαν διέπραξας, οὔτε δὲ καὶ μετὰ τὴν πάροδον τοῦ θυμοῦ σου ἀνελογίσθης τὸ τολμηθέν, διότι ἴσως τὸ βασιλικόν σου ἀξίωμα σὲ ἐμποδίζει νὰ ἐννοήσῃς τὴν ἁμαρτίαν. Ἀνάγκη ὅμως νὰ λάβῃς ἐπίγνωσιν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἡ ὁποία εἶνε θνητὴ καὶ νὰ κατανοήσῃς, ὅτι ἀπὸ χῶμα προερχόμεθα καὶ εἰς χῶμα θὰ ἐπιστρέψωμεν καὶ νὰ μὴ ἀγνοῇς ἐξαπατώμενος ἀπὸ τὴν ἁλουργίδα τὴν βασιλικὴν τὴν ἀσθένειαν τοῦ ὑπ᾿ αὐτῆς καλυπτομένου σώματος. Ἄρχεις, ὦ βασιλεῦ, ἀνθρώπων τὴν αὐτὴν μὲ σὲ ἐχόντων φύσιν· ἄρχεις ὁμοδούλων διότι ἕνας εἶνε ὁ δεσπότης καὶ βασιλεὺς ἁπάντων, ὁ τῶν ἁπάντων δημιουργός. Μὲ ποίους λοιπὸν ὀφθαλμοὺς θὰ ἴδῃς τὸν ναὸν τοῦ κοινοῦ δεσπότου; Μὲ ποίους δὲ πόδας θὰ πάτησες τὸ ἅγιόν του δάπεδον; Πῶς δὲ θὰ ἐκτείνεις τὰς χεῖρας, ἀποσταζούσας ἀπὸ τὸ ἀδίκως χυθὲν αἷμα; Καὶ πῶς θὰ δεχθῇς ἐντὸς τοιούτων χειρῶν τὸ πανάγιον Σῶμα τοῦ Δεσπότου; Ἢ πῶς θὰ δεχθῇς τὸ τίμιον Αἷμα τοῦ Δεσπότου εἰς στόμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐξῆλθεν ἡ παράνομος διαταγὴ νὰ χυθῇ τόσον αἷμα; Φύγε λοιπὸν καὶ μὴ ἐπιχειρῇς δευτέραν παρανομίαν νὰ προσθέσῃς εἰς τὴν πρώτην καὶ δέξου τὸ ἐπιτίμιον, τὸ ὁποῖον μετ᾿ ἐμοῦ σοὶ ἐπιβάλλει ἄνωθεν ὁ Θεός, ὁ τῶν ὅλων δεσπότης τὸ ἐπιτίμιον τοῦτο θὰ σὲ θεραπεύσῃ καὶ θὰ σοὶ ἀποδώσῃ τὴν ὑγείαν της ψυχῆς».

Ὑπῆρξε δραματικὴ ἡ σκηνή· αὐτοκράτωρ πανίσχυρος ἠλέγχετο δημοσία παρὰ τοῦ ἐπισκόπου ἐπὶ μιαιφονίᾳ, τῷ ἀπεκλείετο ἡ εἰς τὸν ναὸν εἴσοδος καὶ τῷ ἐπεβάλλετο νὰ συγκαταριθμηθῇ εἰς τὴν τάξιν τῶν μετανοούντων, ἵνα τύχη συγγνώμης. Θεοδόσιος ὁ Μέγας ἐδείχθη τῷ ὄντι μέγας κατὰ τὴν στιγμὴν ταύτην· δὲν ὠργίσθη κατὰ τοῦ τολμηροῦ ἐπισκόπου· ἐν συντριβῇ καρδίας ὑπέμνησεν ἁπλῶς, ὅτι καὶ ὁ Δαυῒδ ἥμαρτε ποτὲ διπλοῦν ἁμάρτημα. Ὁ Ἀμβρόσιος ἐπωφελήθη ἀπὸ τοὺς λόγους τούτους καὶ τῷ εἶπε· «Καθὼς λοιπὸν ἐμιμήθης τὸν Δαυῒδ εἰς τὴν ἁμαρτίαν, οὕτω πρέπει νὰ τὸν μιμηθῇς καὶ εἰς τὴν μετάνοιαν». Καὶ ὁ αὐτοκράτωρ τὸν ἐμιμήθη· ὑπετάγη εἰς τὸ παράγγελμα τοῦ ἐπισκόπου· ἀνεχώρησε· καὶ μετὰ ὀκτὼ μῆνας μετανοίας καὶ δακρύων ἐγένετο δεκτὸς εἰς τὴν θείαν κοινωνίαν κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Χριστουγέννων, ἀφ᾿ οὗ ἐξωμολογήθη δημοσίᾳ ἐν τῷ ναῷ τὸ ἁμάρτημά του καὶ ἐζήτησε πρηνὴς συγγνώμην παρὰ τοῦ ἐπισκόπου.

Ὁ ζηλωτὴς ἐπίσκοπος ἀπηγόρευσεν ἐπίσης εἰς τοὺς βασιλεῖς νὰ μένωσιν ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὡς συνήθιζον ἄχρι τότε, διότι «ἡ βασιλικὴ ἁλουργὶς κάμνει βασιλεῖς καὶ ὄχι ἱερεῖς» καὶ ὥρισε τόπον παραμονῆς των τὸν χῶρον ἔξω ἀμέσως πρὸ τοῦ Ἱεροῦ Βήματος.

Ἔχων ὑπ᾿ ὄψιν ὁ Ἀμβρόσιος ὅτι πολλαὶ πλάναι συμβαίνουσι κατὰ τὰς δίκας καὶ ὅτι πολλοὶ ἀδίκως καταδικάζονται καὶ δὴ καὶ εἰς θάνατον, ἔπεισε τὸν αὐτοκράτορα Γρατιανὸν νὰ ἐκδώση διάταγμα νὰ μὴ ἐκτελῶνται αἱ θανατικαὶ ποιναὶ πρὶν ἢ παρέλθῃ μὴν ἀπὸ τῆς καταδικαστικῆς ἀποφάσεως, ὥστε νὰ μεσολαβῇ χρόνος ἱκανὸς διὰ τὴν ἐπανόρθωσιν γενομένης τυχὸν ἀδικίας.

Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος κοσμούμενος μὲ ἀμφιλαφῆ θύραθεν καὶ ἐκκλησιαστικὴν μόρφωσιν, διακρινόμενος δὲ ἐπὶ αὐστηρὰ ὀρθοδοξίᾳ μετεῖχε τῆς γενικωτέρας ἐκκλησιαστικῆς κινήσεως τῆς ἐποχῆς τοῦ δίδων τὴν προσήκουσαν κατεύθυνσιν εἰς αὐτήν, μετέσχε δὲ τῷ 381 τῆς ἐν Ἀκυληΐᾳ Συνόδου καθ᾿ ἣν καθηρέθησαν οἱ ἀρειανοὶ ἐπίσκοποι Παλλάδιος καὶ Σεκουδιανός. Τῷ 382 προήδρευσε τῆς ἐν Μεδιολάνοις Συνόδου τῶν ἐπισκόπων της Ἰταλίας κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀπολλιναρίου, ἔλαβε δὲ μέρος καὶ εἰς τὴν ἐν Ῥώμῃ Σύνοδον τὴν συγκληθεῖσαν ὑπὸ τοῦ πάπα Δαμάσου. Τῷ 391 μετέσχε τῆς ἐν Καπύῃ Συνόδου.

Αἱ ποιμαντορικαὶ καὶ λοιπαὶ ἀπασχολήσεις τοῦ Ἀμβροσίου δὲν ἠμπόδιζον αὐτὸν νὰ ἀσχολῆται καὶ εἰς μελέτας ἐπιστημονικὰς καὶ νὰ ἀνάπτυξη ἀξιόλογον συγγραφικὴν δρᾶσιν. Συγγράμματα αὐτοῦ εἶνε: 1) Ὁμιλίαι εἰς τὴν ἑξαήμερον· 2) Περὶ παραδείσου· 3) Περὶ Ἄβελ καὶ Κάιν· 4) Περὶ Νῶε καὶ τῆς κιβωτοῦ· 5) Περὶ τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ· 6) Περὶ τοῦ ἀγαθοῦ τοῦ θανάτου· 7) Περὶ Ἰακὼβ καὶ τῆς μακαρίας ζωῆς· 8) Περὶ τοῦ πατριάρχου Ἰωσήφ· 9) Περὶ Ἠλιοῦ καὶ νηστείας· 10) Περὶ Ναβουθαὶ καὶ τῶν πτωχῶν· 11) Περὶ Τωβὶτ ἢ κατὰ τοκιζόντων· 12) Δύο ἀπολογίαι τοῦ προφήτου Δαυΐδ· 13) Ἐξηγήσεις εἰς τινὰς ψαλμούς· 14) Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον· 15) Ὑπόμνημα εἰς τὸ ᾌσμα τῶν Ἀσμάτων· 16) Περὶ καθηκόντων τῶν λειτουργῶν· 17) Περὶ τῶν χηρῶν· 18) Περὶ παρθενίας· 19) Πρὸς παρθένον ἐκπεσοῦσαν· 20) Περὶ τῶν μυστηρίων· 21) Περὶ μετανοίας· 22) Περὶ πίστεως· 23) Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· 24) Περὶ τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Κυρίου· 25) Λόγος περὶ τοῦ θανάτου τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου.

Σῴζονται δὲ καὶ ἐννενήκοντα μία ἐπιστολαί του. Ἀπολεσθέντα ἔργα του εἶνε· ¨Ερμηνεῖαι εἰς τὸν Ἡσαΐαν καὶ ἄλλους προφήτας, εἰς τὰς Παροιμίας καὶ τὴν Σοφίαν Σολομῶντος.

Ὁ Ἀμβρόσιος διεκρίθη καὶ ὡς ρήτωρ ἐκκλησιαστικὸς καὶ ὡς ὑμνογράφος, πολλοὶ δὲ τῶν ὕμνων αὐτοῦ εἶνε ἐν χρήσει ἐν τῇ λατρείᾳ τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος συνέταξε καὶ τὸν τὸ πρῶτον κατὰ τὴν βάπτισιν τοῦ Ἱεροῦ Αὐγουστίνου ψαλέντα ὕμνον «Σὲ ὑμνοῦμεν, Σὲ εὐλογοῦμεν, Σοὶ εὐχαριστοῦμεν Κύριε καὶ δεόμεθά σου ὁ Θεὸς ἡμῶν», τὸ ὀλιγόλογον τοῦτο μεγαλούργημα «τὸ χωρὶς φιλολογικὰ στολίδια καὶ πτωχὸν εἰς λέξεις μεγαλοπρεπεῖς, ἀλλ᾿ ἐν τῇ ἀφελείᾳ του ὡς ἄλλη ἑπτάχρους ἶρις ἅπαντα περιλαμβάνον τὰ εἴδη τῶν προσευχῶν, -αἶνον, εὐλογίαν, εὐχαριστίαν, δέησιν- καὶ ἁπάσας ἐξεικονίζον τὰς στάσεις τῆς ψυχῆς ἐνώπιον τοῦ Ποιητοῦ αὐτῆς».

Ἀλλ᾿ οἱ κόποι, εἰς οὓς ὑπεβάλλετο, ἵνα ἐπαρκέσῃ εἰς τὴν τόσον πολυσχιδῆ του ἐργασίαν καὶ ἡ ἀσκητικὴ ζωή, ἣν διῆγε, κατέβαλον ταχέως τὸν Ἀμβρόσιον καὶ τὴ 4ην Ἀπριλίου τοῦ 397, ἡμέρα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, μετὰ ἀρχιερατείαν 23 πολυπόνων ἐτῶν καὶ εἰς ἡλικίαν 57 ἐτῶν παρέδωκε τὸ πνεῦμα καὶ τὴν Κυριακὴν τῆς Ἀναστάσεως ἐτάφη. Ὁ θάνατός του κατελύπησε τοὺς πάντας, ὀρθοδόξους, αἱρετικούς, ἰουδαίους καὶ εἰδωλολάτρας, διότι ὑπῆρξεν εὐεργετικὸς πρὸς πάντας. Εἰς τὴν κηδείαν του προσέτρεξαν οἱ πάντες, φόρον τιμῆς καὶ εὐγνωμοσύνης ἀποτίοντες πρὸς τὸν ἐπίσκοπον, ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθη κοινὸς πάντων πατήρ. Ἡ Ἐκκλησία ἐθρήνησε τὴν ἀπώλειαν τοῦ καλοῦ ποιμένος, τοῦ σοφοῦ διδασκάλου, τοῦ σθεναροῦ προασπιστοῦ τῆς ὀρθοδοξίας, τοῦ θαρραλέου προστάτου τῶν πτωχῶν καὶ ἀδικούμενων, τοῦ ἐπισκόπου, ὅστις ἐν τῷ προσώπῳ του παρέσχε ζῶσαν εἰκόνα ἐπισκόπου, ὡς διαγράφει αὐτὴν ὁ Ἀπ. Παῦλος, γράφων πρὸς Τιμόθεον. Ἡ Ἐκκλησία κατέταξεν αὐτὸν μεταξὺ τῶν ἁγίων καὶ ὥρισεν ἡμέραν τῆς μνήμης αὐτοῦ τὴν 7ην Δεκεμβρίου, ἡμέραν τῆς εἰς ἐπίσκοπον προχειρίσεώς του.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ USERS

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2023

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

 

 

 Ο Άγιος Νικόλαος είναι από τους πιο γνωστούς αγίους της χριστιανοσύνης. Το όνομά του βρίσκεται στο στόμα αναρίθμητων πιστών που ζητούν τη βοήθειά του. Το όνομά του το φέρουν εκατομμύρια Χριστιανοί και πολλοί είναι οι Ναοί που είναι αφιερωμένοι σ΄αυτόν. Είναι μετά την Παναγία και τον Άγιο Γεώργιο, ο περισσότερο γνωστός σε όλο τον Ορθόδοξο κόσμο. Σ΄ όλη δε την Κύπρο υπάρχουν ενενήντα (90) και πλέον Ναοί αφιερωμένοι στο μεγάλο αυτό Ιεράρχη. Είναι αυτός που προστατεύει τους θαλασσινούς και όλους εκείνους που συναντούν τρικυμίες στη ζωή τους. Γι΄αυτό έχουν κτιστεί πολλές Εκκλησίες προς τιμή του. Όλη του η ζωή ήταν μια θαυμαστή ενσάρκωση της αγάπης και της φιλανθωπίας. 

Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2023

Κυριακή Ι’ Λουκά H θεραπεία της συγκύπτουσας  (Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας) (Λουκά ιγ΄,10-17) Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τό κατά Λουκάν Εὐαγγέλιον, κεφ.ιγ΄  «καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ (:και να, εκεί υπήρχε μία γυναίκα που είχε πνεύμα ασθένειας επί δέκα οκτώ χρόνια)» [Λουκ. 13 ,11]. Πηγή: http://kirigmata.blogspot.com/2018/12/h-10-17.html#ixzz7lZFtz3ay

 

Υπήρχε στη Συναγωγή μία γυναίκα που εξαιτίας της ασθένειάς της επί δέκα οκτώ χρόνια ήταν διαρκώς σκυμμένη προς το έδαφος. Και αυτό ωφελεί όχι και λίγο εκείνους που σκέπτονται σωστά. Γιατί πρέπει εμείς να συλλέγουμε από παντού αυτό που είναι χρήσιμο. Μπορούμε λοιπόν και από αυτό να δούμε και ότι ο Σατανάς δέχεται πολλές φορές την εξουσία ενάντια σε κάποιους, οι οποίοι προφανώς αμαρτάνουν και αντί των αγώνων της ευσέβειας προτιμούν τη ραθυμία, τους οποίους όταν τους κυριεύσει, τους προκαλεί πολλές φορές τέτοιες σωματικές ασθένειες, επειδή είναι τιμωρός και πολύ σκληρός. Και του επιτρέπει αυτό κατά πολύ μεγάλη οικονομία ο παντεπόπτης Θεός, με σκοπό, καταπονημένοι από το βάρος της δυστυχίας τους, να προτιμήσουν να μεταπηδήσουν προς τα καλύτερα.
Και πράγματι ο σοφότατος Παύλος κάποιον στην Κόρινθο, που είχε κατηγορηθεί για πορνεία, τον παρέδωσε στον Σατανά προς καταστροφή της σάρκας του, ώστε να σωθεί το πνεύμα του. Και η συγκύπτουσα λοιπόν γυναίκα λέγεται ότι το έπαθε αυτό από διαβολική αγριότητα. Δηλαδή, όπως είπα, περιφρονημένη από τον Θεό εξαιτίας των αμαρτημάτων της, δηλαδή γενικά και αποκλειστικά για τον λόγο αυτό, γιατί αίτιος των ασθενειών στα ανθρώπινα σώματα έγινε ο πανούργος Σατανάς, αφού και μέσω αυτού λέμε ότι επιτελέστηκε η παράβαση του Αδάμ, με την οποία τα ανθρώπινα σώματα οδηγήθηκαν στην ασθένεια και στο θάνατο.
 

 

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2023

Ο βίος και το μαρτύριο της αγίας και ενδόξου μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας

 

 Αρχιμ. Πέτρου Γ. Δακτυλίδη, εκδ. Αποστολικής Διακονίας,
Αθήναι 1986 αναπληρωτού γενικού διευθυντού
της Αποστολικής Διακονίας (σελ 11-38)

Από την πρώτη στιγμή, που ιδρύθηκε και άρχισε να ζει η Εκκλησία του Χριστού, εξαπολύθηκαν εναντίον της αναρίθμητοι και πολύμορφοι λυσσαλέοι εχθροί, με σκοπό να την σβήσουν και να την εξαφανίσουν από το πρόσωπο της γης.

'Αλλοι με κοφτερά σπαθιά, και άλλοι με κοφτερή γλώσσα και γραφή, όλοι οι διάβολοι της κόλασης και όλοι οι άνθρωποι του διαβόλου, σε συνεργασία, εξεστράτευσαν, με κάθε σατανική μέθοδο και πονηριά, κατά των χριστιανών, κατά του «μικρού ποιμνίου» του Χριστού, για να το διασκορπίσουν και να το εξαφανίσουν. Εξόδεψαν αναρίθμητους τόνους μελανιού και εκατομμύρια τόνους χαρτιού και έχυσαν ποτάμια χριστιανικό αίμα.

Και τι κατόρθωσαν; Το αντίθετο. Νικηθήκανε, πέσανε, και συντριβήκανε, και «ουχ ευρέθη ο τόπος αυτών», κατά τη Γραφή. Η Εκκλησία του Χριστού ζει, και θα ζει, μέχρι να τελειώσουν οι αιώνες, και θα συνεχίζει, να επιτελεί, το σωτήριο έργο της πάνω στη γη, όσοι κι αν παρουσιαστούν εχθροί, για να το εμποδίσουν. Τα λόγια του θείου ιδρυτού Της «πύλαι ’δου ου κατισχύσουσιν αυτής», αποκαλύπτονται πάντοτε αληθινά. Κι αν δεν ήταν τυφλοί οι σημερινοί πολέμιοί Της, θα έβλεπαν τρανότατα αποδεδειγμένη αυτή την αλήθεια, δια μέσου των αιώνων, και θα σταματούσαν να «λακτίζουν προς κέντρα». θα έβλεπαν, ότι τους περιμένει η ίδια τύχη, το ίδιο άθλιο τέλος.

Εκείνο που είναι αληθινό, υψηλό, άγιο, θεϊκό, κείνο που έχει ουράνια προέλευση, όσο προσπαθείς να το λιγοστέψεις, αυτό τόσο πιο πολύ μεγαλώνει, φουντώνει, θεριεύει.

Ένας πολέμιος της θρησκείας του Χριστού, αυτού του αιώνα, μόλις επικράτησε και έγινε άρχοντας του τόπου του, είπε στους δικούς του: «και τώρα σφάξτε, όπου βρείτε χριστιανό και μάλιστα ρασοφόρο, εκπρόσωπο της θρησκείας, σφάξτε τον, και σας υπόσχομαι, τον τελευταίο που θα μείνει θα τον σφάξω εγώ με τα χέρια μου μπροστά σε όλους σας».

Και δεν πέρασαν πολλά χρόνια, ούτε δέκα, διωγμού και σφαγής, και πάλι ο ίδιος είπε: «βρε τι κακό είναι μ' αυτούς, έναν κόβεις δέκα φυτρώνουν».

Αυτή είναι η Εκκλησία του Χριστού. Ποτισμένη από το αδιάκοπα χυμένο αίμα των Μαρτύρων της, εδραιωμένη, αδιάσειστη, νικήτρια, πεντακάθαρη, δοξασμένη, αιώνια.

Ένα από τα ιερά σφάγια, που έπεσαν πάνω στον ιερό βωμό της πίστεως του Χριστού και επότισαν με το αίμα τους το πελώριο δένδρο του Χριστιανισμού και λάμπρυναν την Εκκλησία είναι και η Αγία, ένδοξη Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα.



Η Αγία Βαρβάρα έζησε περί το τέλος του 3ου και αρχές του 4ου μ. Χ. αιώνα, στην Ηλιούπολη, που ήταν πόλη της Κοίλης Συρίας, κοντά στον Αντιλίβανο. Σήμερα η πόλη αυτή, ονομάζεται Βααλβέκ. Ο πατέρας της ονομαζόταν Διόσκορος και ήταν φανατικός ειδωλολάτρης. Ήταν επίσης πολύ πλούσιος και διοικητής της Ηλιούπολης, με μεγάλη πολιτική εξουσία και δύναμη. Φανατικός δε ιερεύς της ειδωλολατρίας.

Οι ιστορικές πληροφορίες, δεν αναφέρουν καθόλου το όνομα της μητέρας της, ούτε ποιά στάση τήρησε σε όλη την περιπέτεια και το φρικτό μαρτύριο της κόρης της. Μήπως είχε πεθάνει; Αυτό μόνο σαν υπόθεση μπορεί να σταθεί. Γιατί από την προτροπή του τυράννου, κατά το μαρτύριο της Αγίας, «να λυπηθεί τους γονείς της», βγαίνει το συμπέρασμα, ότι ζούσε, αλλά δεν συνταυτίστηκε με την κόρη της, όπως συνέβη με άλλες μητέρες μαρτύρων, παρά σαν φανατική ειδωλολάτρις και αυτή, συνταυτίσθηκε με τη στάση του φανατισμένου και τυφλού στην ψυχή άνδρα της Διόσκορου. Η Βαρβάρα ήταν το μονάκριβο παιδί τους. Ήταν αφάνταστα ωραία στο σώμα, αλλά και στην ψυχή, και είχε πολλή χάρη, ευφυΐα, σεμνότητα και σωφροσύνη.

Απ' τις περιπτώσεις που γνωρίζουμε, αυτού του είδους, όταν δηλαδή οι γονείς έχουν ένα μόνο παιδί, φανταζόμαστε πόσο ενδιαφέρον, πόση αγάπη, φροντίδα και αδυναμία, θα της είχαν, και πόσο, θα διέθεταν τα πάντα, να τη μορφώσουν και να την αποκαταστήσουν, κατά τον καλύτερο τρόπο, κάτι που τους επέβαλε οπωσδήποτε και ο πλούτος και η κοινωνική τους θέση.



Και πράγματι, όταν η κόρη τους έφτασε σε ηλικία γάμου παρουσιάστηκαν πολλοί μνηστήρες, πολλοί υποψήφιοι γαμπροί, και από τους εξέχοντες άρχοντες, και από τους μεγιστάνες και από τους λοιπούς επιφανείς άνδρες της Ηλιούπολης. Όλα όμως τα προξενιά η Βαρβάρα τα έδιωχνε, πράγμα που ο πατέρας της δεν το έβλεπε με καλό μάτι.

Ήταν γι' αυτόν αδικαιολόγητη η έμμονή της κόρης του, να μη θέλει διακεκριμένους γαμπρούς, που την ζητούσαν σε γάμο. Υπόθεσε όμως, ότι ήταν μια κάποια νεανική ιδιοτροπία, και είχε την ελπίδα ότι αργότερα, θα υποχωρούσε και θα δεχόταν να παντρευτεί. Περνούσε όμως η ηλικία της και η Βαρβάρα δεν έλεγε το ναι. Εν τω μεταξύ, όσο μεγάλωνε, μεγάλωνε αφάνταστα και η ομορφιά της και την έκανε «περιλάλητη και περιμάχητη».

Κατά Συμεών το Μεταφραστή, Ι΄ αιώνας, «το γαρ κάλλος αυτής, ει και μη θεατόν, αλλ' όμως ακουστόν ον, περιμάχητον αυτής εποίει γάμον».

Όσο περνούσε ο καιρός, ο Διόσκορος γέμιζε πιο πολύ από ποικίλους φόβους, και πήρε την απόφαση να λάβει ωρισμένα μέτρα. Φαίνεται, ο πιο μεγάλος του φόβος, ήταν ωρισμένοι ψίθυροι, ότι η Βαρβάρα συμπαθούσε τον Χριστιανισμό. Οι ιστορικές πηγές λένε, για τη Βαρβάρα, ότι ήταν «εμμανής περί την των απίστων ειδώλων προσκύνησιν».

Γι' αυτό, και ο Διόσκορος, περιώρισε την ελευθερία της κόρης του τόσο, όσο να μη την βλέπει κανείς, ούτε και να την συναναστρέφεται. Μόνο υπηρέτες και υπηρέτριες, πιστοί στο Διόσκορο, την συνόδευαν. Κατά την παράδοση, τόσο την περιώρισε που έφτιαξε ειδικό πύργο και την έκλεισε μέσα.

Όμως, δύσκολα γλιτώνει κανείς απ' αυτό που φοβάται. Το λέει ο λαός και έχει δίκιο. Δεν είναι λίγες οι φορές, που τα πράγματα σ' αυτό τον κόσμο μας έρχονται διαφορετικά απ' ότι τα περιμένουμε. Πολλές φορές, παίρνουμε μέτρα και εφαρμόζουμε τακτικές, για να υποστηρίξουμε τις σκέψεις και τα σχέδιά μας, με αποτέλεσμα όμως αντίθετο. Ας γνωρίζουν λοιπόν οι γονείς, όσοι μάλιστα, σχετικά με την κλήση των παιδιών τους, αντιστρατεύονται στη βουλή του Θεού, αλλά και όλοι μας, ότι η θεία Πρόνοια, ξέρει πολύ καλά, να ματαιώνει θελήσεις ανθρώπων όπως του πατέρα της Βαρβάρας και φωτίζει ακόμα και τους δεσμοφύλακες...

Οι φόβοι του Διόσκορου βγήκαν αληθινοί. Η πανεύφημη Βαρβάρα ξαφνικά παρουσιάζεται χριστιανή. Φαίνεται, κάποια απ' τις υπηρέτριες ήταν κρυπτοχριστιανή, και μετέδωσε στη Βαρβάρα τα σωτήρια χριστιανικά δόγματα και διδάγματα. Ακόμα, κατά το βιογράφο της, την βοήθησε και η λογική, διότι καθώς έβλεπε μέσα από τον πύργο εκεί στη μοναξιά το μεγαλείο της φύσης σκεπτόταν: «ποιός έκαμε τον έναστρο ουρανό με ένα τέτοιο διάκοσμο και ποιός τη γη με τόσες ομορφιές και στολίδια, με δένδρα και καρπούς ποικίλους και ωραίους; οι ξύλινοι και πέτρινοι θεοί, που δεν έχουν λογική, και ούτε βλέπουν, ούτε ακούνε, που τους έφτιαξαν άνθρωποι»; Όχι, δεν είναι δυνατό. Δεν μπορούσε με τίποτα να το πιστέψει. Και έβλεπε σε όλα αυτά τη σφραγίδα και το μεγαλείο ενός μεγάλου και σοφού Δημιουργού, του αληθινού θεού, που ήδη είχε αρχίσει περί Αυτού να μαθαίνει με σιγουριά. Ο Συμεών ο Μεταφραστής, μας εξηγεί το θαυμαστό αυτό γεγονός ως εξής: «εν αυτώ, λέγει, τω πύργω, η του Παρακλήτου Χάρις των αφανών αυτής οφθαλμών αφανώς αψάμένη, φωτί τε θεογνωσίας εφώτισε και τον αψευδή Θεόν γνώριμον αυτή παραδόξως κατέστησε». Δηλαδή, σ' αυτόν μέσα τον πύργο, η Χάρη του Παρακλήτου αγγίζοντας μυστικά τους οφθαλμούς της ψυχής της, την εφώτισε με το φως της θεογνωσίας και της φανέρωσε με παράδοξο τρόπο τον αληθινό θεό.

Αυτή λοιπόν, η κρυπτοχριστιανή υπηρέτρια της Βαρβάρας, την πήγε κρυφά στη χριστιανική κατακόμβη, την γνώρισε με ένα ιερέα από την Αλεξάνδρεια, την κατήχησε, και μετά από λίγο καιρό τη βάπτισε στο όνομα της Αγίας Τριάδος.

Η παναοίδιμη Βαρβάρα ζει τώρα πια σε καινούργιο κόσμο. Η χαρά της είναι αφάνταστη. Τώρα νιώθει την πραγματική ευτυχία και αγαλλίαση. Καταλαβαίνει τώρα πιο πολύ, ότι η ομορφιά και τα πλούτη και η μόρφωση δεν έχουν καμιά αξία, μπροστά στο μεγάλο θησαυρό της αληθινής πίστεως, που της αποκάλυψε ο Θεός και που τον ζει πια χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Αγάπησε ολοκληρωτικά το Νυμφίο της Χριστό. Αποδείχθηκε αληθινή μεγαλέμπορος, που θυσίασε τα πάντα, για να κερδίσει «τον πολύτιμο μαργαρίτη». Μπροστά στην πραγματική ευσέβεια και αρετή, και προ παντός μπροστά στην αγάπη του Χριστού, η παμμακάριστη Βαρβάρα, παραμέρισε όλες τις αμαρτωλές απολαύσεις του κόσμου τούτου, νέκρωσε όλα τα ψυχοφθόρα σαρκικά αμαρτήματα, περιφρόνησε κοσμικές τιμές και δόξες, αποστράφηκε τη λάμψη και το μεγαλείο των αξιωμάτων και του πλούτου, όλα που ο λόγος του Θεού τα ονομάζει «αλαζονείαν του βίου», τα θυσίασε όλα και προτίμησε να υποστεί τις θλίψεις του μαρτυρίου προκειμένου, να ομολογήσει με αλύγιστο θάρρος, με άκαμπτη Θέληση και παρρησία, με ηρωισμό και αυταπάρνηση, τον Χριστό και το Θέλημά Του, και να κερδίσει τον πολύτιμο, άφθαρτο και αναφαίρετο θησαυρό, την αιώνια ζωή.

Είναι πράγματι ανάξιος, όποιος θα αγαπήσει κάτι άλλο, πιο πολύ απ' τον Χριστό.

Ο Διόσκορος χωρίς να υποψιάζεται τίποτα για όλα αυτά που είχαν συμβεί, κάνει πάλι πρόταση γάμου στη Βαρβάρα. Η καλλίνικη όμως Βαρβάρα αυτή τη φορά, πήρε θέση σθεναρή και ξεκάθαρη απέναντι στον πατέρα της και έδωσε λύση μια για πάντα στο πρόβλημα του γάμου.

«Μη μου κάνεις ξανά λόγο για γάμο, γιατί ούτε θα σε ξαναπώ πατέρα και θα με αναγκάσεις να σκοτωθώ μόνη μου», είπε στον πατέρα της. Συμεών ο Μεταφραστής λέγει, ότι ο Διόσκορος «δεν εισήλθεν εις το νόημα». Νόμισε ότι αυτή η άρνηση προέρχεται από ντροπή, (ήταν μικρή στην ηλικία, ίσως 16 ετών), και δεν επέμεινε, «παρέχων αυτή διασκέψεως καιρόν». Της άφησε χρόνο να το σκεφτεί. Η ανδρόφρονη Βαρβάρα, παρ' όλο που ήταν μικρή στην ηλικία, ήταν πολύ μεγάλη και ώριμη στη σκέψη, και είχε πάρει σταθερή και αμετάκλητη την απόφαση, περί παρθενίας και αφοσίωσης στο Νυμφίο της Χριστό, και ήδη, ζούσε μέσα στον πύργο «εν προσευχή και νηστεία».

Πολλές φορές η Πρόνοια του Θεού χτυπά το διάβολο με τα δικά του όπλα. Έβαλε ο διάβολος στο σκοτισμένο μυαλό του Διόσκορου ότι η κόρη του, δεν ήθελε να ακούσει για γάμο, όχι μόνο από ντροπή, αλλά και διότι την είχε αυστηρά απομονώσει και την είχε αποξενώσει από την κοσμική ζωή, τις διασκεδάσεις κ.λπ. Και έτσι, άλλαξε τακτική. Της επιτρέπει πια να βγαίνει όποτε θέλει από τον πύργο, να δημιουργεί σχέσεις και συναναστροφές με όποιους θέλει, και να πηγαίνει οπού θέλει. Τι άλλο καλύτερο απ' αυτό θα ήθελε η σεμνή αθληφόρα;

Έτσι άρχισε ελεύθερα να βγαίνει έξω να συναναστρέφεται χριστιανές, και με πολλή προφύλαξη να παρακολουθεί ακολουθίες και κηρύγματα των καταδιωκομένων χριστιανών.

Ιδιαίτερα, τα μαρτύρια των χριστιανών που επληροφορείτο, την βοήθησαν πολύ, να στερεωθεί και να ανδρωθεί στην πίστη. Να πως έμαθε τώρα ο πατέρας της, ότι ήταν η κόρη του χριστιανή. Αποφάσισε ο Διόσκορος, να φύγει προσωρινά για υπόθεσή του σε άλλη χώρα. Πριν φύγει, θέλησε να κατασκευάσει έξω από τον πύργο ένα ωραίο λουτρό. Έκαμε το σχέδιο, το έδωσε στους τεχνίτες, με τις ανάλογες οδηγίες και έφυγε για τις υποθέσεις του. Κάποια μέρα η Αγία, κατέβηκε από τον πύργο και άρχισε να περιεργάζεται το λουτρό, που έκτιζαν οι τεχνίτες. Καθώς το παρατηρούσε, πρόσεξε, ότι όλη αυτή η οικοδομή είχε δύο μόνο παράθυρα. Ρώτησε τους κτίστες «γιατί δεν εκάματε και άλλο ένα παράθυρο προς το νότιο μέρος, ώστε να φωτίζεται το λουτρό περισσότερο;».

Γιατί αυτή την εντολή μας έδωσε ο πατέρας σου, απάντησαν. Τότε η Αγία τους είπε πάλι: «θα κάμετε οπωσδήποτε και τρίτο παράθυρο κι αν ο πατέρας μου σας παρατηρήσει, θα του μιλήσω εγώ και θα του εξηγήσω. Εσείς δεν θα 'χετε καμία ευθύνη». Οι τεχνίτες υπάκουσαν και έφτιαξαν .το τρίτο παράθυρο, εκεί ακριβώς που τους είπε. Βλέποντας η Αγία τα τρία παράθυρα ένοιωθε ανεκλάλητη χαρά και ικανοποίηση. Ο δε πανάγαθος και ελεήμων θεός, φώτιζε συνεχώς την ψυχή της, γέμιζε με ’γιο Πνεύμα την καρδιά της και μεγάλωνε το θάρρος και την παρρησία της, για να ομολογήσει πέρα για πέρα την αλήθεια και τον Αγαπημένο της Νυμφίο, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Κάποια φορά, που κατέβηκε να δει το λουτρό, στάθηκε στο σημείο που ήταν η κολυμβήθρα του, Ανατολικά, και χάραξε με το δάκτυλό της πάνω στο μάρμαρο το σημείο του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού. Και ω του θαύματος! Σαν να ήταν το δάκτυλό της μια σμίλη από σίδερο και άνοιξε, τόσο βαθύ λάξευμα στο μάρμαρο, ώστε το σημείο εκείνο του Σταυρού να φαίνεται και να υπάρχει μέχρι σήμερα, για να κηρύττεται συνέχεια η θαυματουργική θεία δύναμη, και να δοξάζεται η αδιαίρετη και ομοούσια Αγία Τριάδα. Και όχι μόνο σώζεται μέχρι σήμερα το λουτρό εκείνο, με τα τρία παράθυρα και τον χαραγμένο από την αγία Σταυρό, αλλά και κάνει μέχρι σήμερα θαυματουργικές θεραπείες σε Αρρώστους από διάφορες αρρώστιες, όταν προσέρχονται με πίστη.

Μετά από λίγο καιρό επανήλθε ο πατέρας της Διόσκορος από το ταξίδι του και βλέποντας το τρίτο παράθυρο στο λουτρό απόρησε. Φώναξε αμέσως τους τεχνίτες και τους παρατήρησε αυστηρά, γιατί παραβήκανε την εντολή του, και κάμανε τρία παράθυρα στο λουτρό. Από εδώ και πέρα αρχίζει η φρικτή μαρτυρική ζωή και το σύντομο τέλος της σεμνής και ενάρετης Βαρβάρας. Απολογείται στον πατέρα της για την κατασκευή των τριών παραθύρων και του τονίζει ότι, «με τα τρία παράθυρα το λουτρό φωτίζεται, καλύτερα, και οι τρεις θυρίδες φωτίζουν πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Σ' ένα τροπάριο της ακολουθίας της, στην Ε' ωδή, χαρακτηριστικά αναφέρεται αυτό το γεγονός ως εξής: «θυρίσι τρισί, το λουτρόν φωτίζεσθαι κελεύσασα, μυστικώς διέγραψας, βάπτισμα Βαρβάρα της Τριάδος φωτί, των ψυχών σελασφόρον, υπάρχον καθαρτήριον». Δηλαδή, διατάζοντας να φωτίζεται το λουτρό με τρία παράθυρα, σχεδίασες με μυστικό τρόπο Βαρβάρα, το βάπτισμα, στο φως της Αγίας Τριάδος, που καθαρίζει και φέρνει λάμψη στις ψυχές.

Μ' αυτό το συμβολισμό η Αγία, αποκάλυψε με περίσσιο θάρρος και παρρησία στον πατέρα της, την πίστη και αφοσίωσή της στον Τριαδικό Θεό των χριστιανών, αλλά, και τη σφοδρή και πλήρη αντίθεσή της στους θεούς των ειδώλων. «Τετρωμένη του πόθου σου, ως νυμφίου Δέσποτα, τω γλυκυτάτω βέλει, η αθληφόρος Βαρβάρα άπασαν, πατρικήν αθεΐαν εβδελύξατο». Τροπάριο της γ' ωδής. Δηλαδή, πληγωμένη, Κύριε, με το γλυκύτατο βέλος της αγάπης Σου ως νυμφίου, η αθληφόρος Βαρβάρα σιχάθηκε (μίσησε) όλη την πατρική ασέβεια (την λατρεία των ειδώλων).

Ο Διόσκορος δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ζήτησε, λοιπόν, από την κόρη του καθαρή ομολογία. Η Βαρβάρα δεν είχε κανένα λόγο να προσποιηθεί και να πει ψέματα. Είπε λοιπόν στον πατέρα της καθαρά, πως γνώρισε και αγάπησε τη χριστιανική πίστη, και πως, με την πίστη αυτή, γέμισε η διάνοιά της από φως, η καρδιά της από αγνότητα και το πνεύμα της από επανάπαυση.

Στο άκουσμα όλων αυτών ο Διόσκορος, ξέσπασε σε νευρικά γέλια. Ήταν δυνατό, η μονάκριβη κόρη του, το γέμισμα της καρδιάς του, η μοναδική του χαρά, το ίνδαλμά του, η μόνη του παρηγοριά, να γίνει χριστιανή; Οι υποψίες και οι φόβοι του βγήκαν αληθινοί; Δεν μπορούσε με τίποτα να το πιστέψει.

Γι' αυτό εξόρκισε τη Βαρβάρα, να αφήσει τα αστεία, και να τον ακολουθήσει την επομένη σε μια ειδωλολατρική τελετή.

—Σε σέβομαι πατέρα και σε υπακούω, του είπε. Γνώριζε όμως, ότι οριστικά πια δεν έχω καμιά σχέση με την ειδωλολατρία, και το καθήκον μου απέναντι στο Χριστό, δεν μου επιτρέπει καμιά συμμετοχή και παρουσία στα πανηγύρια των ειδώλων. «Ου τρυφής ή τερπνότης, ουκ άνθος κάλλους πλούτος τε, ουχ ηδοναί νεότητος, έθελξάν σε Βαρβάρα ένδοξε, τω Χριστώ νυμφευθείσα καλλιπάρθενε». Τροπάριο της γ΄ ωδής της ακολουθίας της. Δηλαδή δεν σε έθελξαν ένδοξη Βαρβάρα ούτε η γλυκύτητα της απολαύσεως, ούτε η λάμψη της ομορφιάς και ο πλούτος, ούτε οι ηδονές της νεότητος, αφού είχες νυμφευθεί το Χριστό ωραία παρθένε.

Τη στιγμή αυτή ο Διόσκορος, βλέποντας την αμετάτρεπτη απόφαση της κόρης του, φούντωσε από το κακό του. Κορυφώθηκε ο ειδωλολατρικός φανατισμός του. ’δειασε η καρδιά του από κάθε πατρική στοργή και όλη η αγάπη του για τη Βαρβάρα μετατράπηκε σε λυσσαλέο μίσος. Την έβρισε σκαιότατα. Λησμόνησε πέρα για πέρα, ότι ήταν το σπλάχνο του. Με γεμάτα τα μάτια από χολή και την καρδιά του από φαρμάκι, σήκωσε το ξίφος του να την σκοτώσει.

Συγκρατήθηκε όμως. Και έδωσε εντολή να την περιορίσουν πολύ αυστηρά. Η σεμνότατη μάρτυς Βαρβάρα εμποδίζεται, περιωρισμένη τώρα μέσα στα σίδερα και κάτω απ' τα μάτια των φρουρών της, να εκτελέσει τα θρησκευτικά της καθήκοντα, και όχι μόνο αυτό, αλλά ήταν υποχρεωμένη να ακούει ολόγυρά της βλασφημίες και κάθε είδους βρισιές κατά του Χριστού. Αυτή η φοβερή δυσκολία, την έβαλε σε σκέψη, να δραπετεύσει από τον πύργο. Έτσι και έγινε. Κατόρθωσε με τη βοήθεια κάποιας πιστής της υπηρέτριας, να δραπετεύσει και να καταφύγει στο πιο κοντινό όρος, ίσως στον Αντιλίβανο. Μόλις έφτασε εκεί, σήκωσε τα χέρια στον ουρανό, ζήτησε τη βοήθεια του Θεού, να τη γλυτώσει χέρια του τύραννου πατέρα της. Και ο θείος δημιουργός της δεν άργησε καθόλου να απαντήσει στην προσευχή της. Όπως άλλοτε, έσκισε μια πέτρα στα δύο και έκρυψε και διέσωσε την πρωτομάρτυρα Αγία Θέκλα, έτσι με όμοιο θαύμα έσωσε και, την ’για Βαρβάρα από τα φονικά χέρια του πατέρα της, που έτρεχε συνέχεια καταπάνω της να την συλλάβει. Να, πως διατυπώνει το θαύμα αυτό ο υμνογράφος της Αγίας στο β' τροπάριο της ε' ωδής: «Μανίαν δεινήν του πατρός εκκλίνουσαν, Βαρβάραν σχισθέν ευθύς υπεδέξατο, όρος ώσπερ πάλαι την αοίδιμον πρωτομάρτυρα Θέκλαν. Χριστού τερατουργήσαντος». Δηλαδή, την Βαρβάραν που προσπαθούσε να αποφύγει την φοβερή μανία του πατέρα της, την δέχθηκε αμέσως με το σχίσιμό του κάποιο βουνό, όπως έγινε παλιότερα με την περίφημη πρωτομάρτυρα Θέκλα, με θαύμα του Χριστού.

Και ενώ, από το θαύμα αυτό, την έχασε ο αιμοβόρος πατέρας της από τα μάτια του, δεν γύρισε πίσω, αλλά συνέχισε να ψάχνει για να την βρει. Καθώς έψαχνε, συνάντησε δυό βοσκούς. Έβοσκαν τα πρόβατά τους στον τόπο εκείνο, και τους ρώτησε, αν είδαν που κρύφτηκε μια νέα γιατί ήταν η κόρη του. Ο ένας βοσκός, άνθρωπος καλοκάγαθος, δεν θέλησε να γίνει προδότης, και δεν θέλησε να πει την αλήθεια. —Δεν την είδα καθόλου, του είπε. Προτίμησε ο ευλογημένος να πει ψέμα, που θα ήταν σωτήριο, παρά αλήθεια βλαπτική. Ο άλλος βοσκός, άθλιος, πονηρός και απάνθρωπος, για να μη χάσει αμοιβή, που του υποσχέθηκε ο διώκτης πατέρας, δεν μίλησε μεν, αλλ' όμως με το δάκτυλό του, έδειξε στον Διόσκορο το σημείο, που με το θαυμαστό τρόπο κρύφτηκε η κόρη του. Κατά την παράδοση, η θεία Δίκη, τιμώρησε αμέσως τον προδότη βοσκό και μονομιάς τα πρόβατά του έγιναν κάνθαροι. Στο γεγονός αυτό, σίγουρα, οφείλεται και το ότι το Νοσοκομείο λοιμωδών νόσων, στην Αγία Βαρβάρα Δαφνιού, ονομάζεται «Κάνθαρος».

Η καταδίωξη του Διόσκορου πέτυχε.

Μετά από λίγο συνέλαβε την κόρη του. Δεν ήταν όμως πια πατέρας ούτε κατά ίχνος, αλλά σωστός τύραννος, γεμάτος παραφορά και μίσος και πάθος εκδικητικό. —Λοιπόν, της λέγει, εξακολουθείς να επιμένεις; Η Αγία τον κοίταξε καλά – καλά με λύπη και σταθερά του απάντησε. —Δεν μπορώ πατέρα να αρνηθώ τον αληθινό Θεό. Τότε εκείνος την άρπαξε απ' τα μαλλιά, με μανία λιονταριού, την τίναξε πολλές φορές και με σφοδρή και βίαιη πτώση την έριξε κάτω στη γη. Για μια στιγμή τον κατάλαβε φονική ορμή, να την σκοτώσει με κλωτσιές, ή να της συντρίψει την κεφαλή με κάποια πέτρα. Συγκρατήθηκε όμως, σα να είχε κάποια ελπίδα. Έδωσε εντολή να τη σηκώσουν από κάτω. Την έπιασε με τα χέρια του, σύροντάς την βίαια, την οδήγησε

ξανά στον πύργο. Εκεί την έκλεισε σ' ένα μικρό δωμάτιο με σιδερένια κάγκελα και έβαλε φρουρούς να τη φυλάνε. Πέρασε έτσι ένας μήνας. Κάθε δυο μέρες ο Διόσκορος έπαιρνε μαζί του και έναν ιερέα της ειδωλολατρίας και προσπαθούσε να αλλάξει τη γνώμη της κόρης του. Η θεόκλητη όμως Βαρβάρα, δεν δεχόταν καθόλου να ακούσει τις ειδωλολατρικές διδασκαλίες και υποστήριζε αλύγιστα την πίστη της στο Χριστό και το Ευαγγέλιό του.

Όταν ο Διόσκορος διαπίστωσε, ότι, κι αυτή του η προσπάθεια, να μεταπείσει την κόρη του, απέβη άκαρπη, τότε την κατήγγειλε στον ηγεμόνα Μαρκιανό, με την κατηγορία, ότι βρίζει με σκαιότητα τα είδωλα, και τον εξόρκισε στη δύναμη των θεών τους, να μη την λυπηθεί καθόλου, αλλά να την βασανίσει με κάθε είδους βία και σκληρά βασανιστήρια, μέχρι θανάτου. Ο Μαρκιανός κάθισε στην έδρα του δικαστηρίου και έδωσε εντολή να φέρουν τη Βαρβάρα μπροστά του.

Όταν την είδε, με τόση καταπληκτική ομορφιά, μια νέα γεμάτη από ευγένεια και σεμνότητα, έμεινε εκστατικός και καταλήφθηκε από οίκτο. Μια τέτοια νέα, θα ήταν κρίμα να βασανιστεί και μάλιστα μέχρι θανάτου. Προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις, με συμβουλές, με υποσχέσεις και με απειλές να την πείσει να αρνηθεί το Χριστό, αλλά μάταια. «Λυπήσου τους γονείς σου», της είπε. Η ανδρόφρων Αγία δεν δελεάστηκε από τίποτα. Ούτε την τρόμαζε καμμιά απειλή. Ήλεγξε μάλιστα με δριμύτητα το ψεύδος των ειδώλων και υπεραμύνθηκε της αλήθειας του Χριστού. Είμαι χριστιανή απαντούσε, και δεν θα μπορέσει να με αλλάξει κανείς. Τότε ο Μαρκιανός, έξω φρενών, έδωσε εντολή, να αρχίσουν τα φοβερά βασανιστήρια. Μπροστά στα σκληρά και άπονα μάτια του πατέρα της, την γύμνωσαν, την χτύπησαν με σκληρά βούνευρα χωρίς έλεος, και για να την χάνουν να νοιώθει τους πόνους πιο δριμείς, έτριβαν τις πληγές της με τρίχινα ρούχα. «Αικισμοίς αφειδώς καταξαίνεσθαι, ράχεσι τριχίνοις εντόνως τε τρίβεσθαι δια Χριστόν η άμεμπτος», αναφέρεται στην Ακολουθία της, τροπάριο της στ' ωδής. Δηλαδή, η αθλήτρια παρέδωσε το σώμα της να κατασπαραχθεί με πάμπολλα βασανιστήρια και να τριφτεί δυνατά με τρίχινα κουρέλια. Και όλα αυτά τα υπέστη για το όνομα του Χριστού η άμεμπτη.

Τόση ήταν η μαστίγωση, που το άγιο εκείνο σώμα καταπληγώθηκε, και κατατρυπήθηκε, και από το άσπιλο αίμα των πληγών της κατακοκκίνησε το μέρος της γης, που τη βασάνιζαν. Μετά από πολύωρα και σκληρά βασανιστήρια την κλείσανε προσωρινά στη φυλακή, για να την ανακρίνουν και πάλι με την ελπίδα, ότι μια δεύτερη ανάκριση, και ένα πιο σκληρό μαρτύριο, θα την έκαναν να αλλάζει γνώμη, να αρνηθεί το Χριστό, να προσκυνήσει και να θυσιάσει στους ψευτοθεούς. Τα μεσάνυχτα, και ενώ η Αγία ήταν άγρυπνη και προσευχόταν, ξαφνικά το δεσμωτήριο καταφωτίστηκε από δυνατό και γλυκύτατο φως. Και ακούστηκε παρήγορη φωνή που έδινε θάρρος στην Αγία. Μονομιάς θεραπεύτηκαν όλα τα τραύματά της και η ψυχή και το σώμα της πήραν ουράνια βοήθεια και δύναμη. Η ομορφιά της έγινε ακόμα πιο λαμπρή, που κατέπληξε τους τυφλούς και αμετανόητους τυράννους της.

Και απ' αυτά τα ολοφάνερα σημεία του ουρανού, δυνάμωσε πιο πολύ η καλλίνικη Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, απόκτησε μεγαλύτερη καρτερία και υπομονή. Δεν ανησυχούσε για τίποτα. Ήξερε, ότι βαδίζει πολύ γρήγορα, για να φτάσει κοντά στο Νυμφίο της Χριστό, όπου, τις ψυχές δεν μπορεί να αγγίξει πια καμιά βάσανος.

Ένοιωθε αφάνταστα χαρούμενη. Χαιρόταν με τα παθήματά της και ένοιωθε βαθειά τη χάρη του ουρανού όχι μόνο να πιστεύει στο Χριστό, αλλά και να πάσχει για το Χριστό. Περίμενε με χαρά, σα να πήγαινε για γάμο, νέα βασανιστήρια, δριμύτερα και σκληρότερα από πριν.

Αρχίζει ο δικαστής τη δεύτερη εξέταση, όλοι, που ήταν στο δικαστήριο, όταν είδαν την πολυβασανισμένη Μάρτυρα υγιέστατη, χωρίς καμιά πληγή, έμειναν άφωνοι, αλλά και με το νου αφώτιστο. Ο άσεβής Μαρκιανός, τυφλός από την πλάνη των ειδώλων, προσπάθησε να πείσει την αγία, ότι οι θεοί του τη λυπήθηκαν και της γιάτρεψαν τις πληγές. -Οι θεοί σου είναι τυφλοί και αδύνατοι, όπως είσαι κι εσύ, και έχουν ανάγκη αυτοί απ' τους Ανθρώπους. Με θεράπευσε ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος, που τα γεμάτα από το σκοτάδι της ασέβειας μάτια σου, δεν μπορούν να Τον δουν, να Τον γνωρίσουν, να Τον Αγαπήσουν, για να σε σώσει.

Στο άκουσμα των θαρραλέων αυτών λόγων της Αγίας, εξοργίστηκε ο Μαρκιανός τόσο, που ξεπέρασε σε θηριωδία και το λιοντάρι και την τίγρη, και έδωσε αμέσως εντολή, να της καταξεσχίσουν τις σάρκες με σιδερένια νύχια και με αναμμένες λαμπάδες να καίνε τα ξεσχισμένα μέλη της και να χτυπούν με σφυρί την κεφαλή της. Ο υμνογράφος της Ακολουθίας της στην ζ' ωδή διατυπώνει ως εξής το φρικτό αυτό βασανισμό: «Πληγαίς αφορήτοις σου καταξανθέντος, του σώματος όλου τε, βαφέντος εν αιμάτων ροαίς, λαμπάσιν υπέμεινας, φλογιζομένη πλευράς, μάρτυς παναοίδιμε, Χριστω ευχαριστούσα, Βαρβάρα ένδοξε». Δηλαδή, ενώ με αφόρητα κτυπήματα είχε καταξεσχισθεί όλο σου το σώμα και είχε βαφτεί με τις ροές των αιμάτων, έδειξες υπομονή και όταν έκαιγαν με λαμπάδες τις πλευρές σου, ονομαστή μάρτυς, ευχαριστώντας τον Χριστό ένδοξη Βαρβάρα.

Στο σημείο αυτό του υπερθηριώδη αυτού βασανισμού, παρουσιάζεται και δεύτερη του Χριστού Μάρτυς. Είναι η θεοσεβής και ενάρετη Ιουλιανή. Η αγαθή Ιουλιανή, ήταν χριστιανή από πολύ καιρό. Παρακολουθούσε απ' την αρχή τα μαρτύρια της Αγίας Βαρβάρας. Είδε και έμαθε για όλα τα θαύματα που έκανε ο Χριστός επάνω της. Τώρα όμως, βλέποντας εκείνο το μαρτύριο, βλέποντας να τρέχει άφθονο το αίμα της Αγίας από όλο το σώμα και την κεφαλή της, δεν άντεξε η καρδιά της τον πόνο, και άρχισε να κλαίει γοερά και απαρηγόρητα.

Όταν την είδε ο Μαρκιανός να κλαίει, τη ρώτησε ποιά είναι.

- Είμαι χριστιανή, του απάντησε, και κλαίω από αγάπη και πόνο για τα μαρτύρια της καλλιπάρθενης Βαρβάρας. Αμέσως ο ασεβής διέταξε να κρεμάσουν την Ιουλιανή κοντά στη Βαρβάρα, να της ξεσχίσουν και αυτής τις σάρκες και να τις καίνε με αναμμένες λαμπάδες. Βλέποντας ο σκληρόκαρδος εκείνος τύραννος την υπομονή και αντοχή και των δύο Μαρτύρων γυναικών, στα τόσα και τέτοια βασανιστήρια, διέταξε να κόψουν τους μαστούς και των δύο· «ω της απανθρώπου τε και αναλγήτου, τυράννων ωμότητος, και πλείστης αθεότητος! μαστούς γαρ της μάρτυρος, ως εν μακέλλω δεινώς, ξίφεσι κατέτεμνον...», έτσι περιγράφει ο υμνογράφος της το γεγονός σ' ένα τροπάριο της ζ' ωδής. Δηλαδή, ω απάνθρωπη και άπονη σκληρότητα και Υπερβολική ασέβεια των τυράννων. Σα να βρισκόντουσαν σε κρεοπωλείο απέκοψαν τελείως με ξίφη τους μαστούς της μάρτυρος, η οποία προσήλωνε το νου της στο ζωοδότη Χριστό. Ούτε όμως η αποκοπή των μαστών των δύο γυναικών μπόρεσε να αλλάξει την απόφασή τους, να μαρτυρήσουν και να υποστούν τα πάντα για την αγάπη του Χρίστου.

Αφού είδε ο τύραννος να υπομένουν και αυτή την τρομερή βάσανο διέταξε, την μεν Ιουλιανή να την βάλουν στη φυλακή, την δε Βαρβάρα, να την ξεγυμνώσουν τελείως, να την γυρίζουν σε όλη την πόλη γυμνή, συνάμα δε και να την δέρνουν συνεχώς. Μ' αυτόν τον τρόπο θέλησαν να την πληγώσουν πιο πολύ, και να εκθέσουν τη σεμνότητα αυτής της παρθένου, της κόρης, της οσίας, που όπως λέγει, ο ’γιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στο εγκώμιό του, για την Αγία, «ουδέ αυτός ο ήλιος ηδυνήθη πρότερον να απολαύση κατά κόρον». Στο άκουσμα του χειρότερου αυτού, για την Αγία μαρτυρίου, το πρόσωπό της κατακοκκίνησε και φρίκη πέρασε το πνεύμα της. Αλλά ω Κύριε, Κύριε, σ' Εσένα η Βαρβάρα αφοσιώθηκε με όλη τη διάνοια, την ψυχή, την καρδιά και τη δύναμή της. Για Σένα αψήφισε τα πάντα, και γονείς, και νεότητα, και ομορφιά, και πλούτη και μνηστείες, και αναπαύσεις και απολαύσεις κοσμικές. Εσύ που τροφοδοτείς και κυβερνάς τα πάντα και προνοείς για τα λουλούδια και τα πετεινά του ουρανού. Εσύ, που είπες, ότι δεν πέφτει ούτε μια τρίχα από τους πιστούς Σου, χωρίς να το θελήσεις. Εσύ, που γνωρίζεις τα πάντα και ερευνάς καρδιές και νεφρά των ανθρώπων. Εσύ, εισάκουσε και την προσευχή, την θερμή και ολόψυχη, της γενναίας αθλήτριας και πιστής δούλης Σου Βαρβάρας, και μην αφήσεις να εκτεθεί το αγνό και παρθένο εκείνο σώμα της. Μην αφήσεις, Δίκαιε, να πραγματοποιηθεί αυτό που με σατανική έμπνευση της προετοιμάζουν, να την εκπομπεύσουν δηλαδή και να την θεατρίσουν δημόσια. Κι αν δεν υπάρχει άλλος τρόπος, Κύριε, να την διαφυλάξει, κόψε μονομιάς το νήμα της ζωής της, και γλύτωσέ την. Ο γεμάτος αγάπη Θεός, δεν αργοπόρησε καθόλου, άκουσε αμέσως την προσευχή της, και ω του θαύματος, ενώ της αφαιρούσαν τα ρούχα, η γύμνωσή της δεν φαινόταν. Κατά τρόπο ανεξήγητο άλλα ρούχα, πιο ωραία αντικαθιστούσαν εκείνα που με λυσσώδη μανία της αφαιρούσαν και ξέσχιζαν. Ο ’γιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διατυπώνει το θαύμα ως εξής: «Χάριτος περιβολή όλην ο Χριστός περιστείλας την οικείαν αθλήτριαν, την θέαν τοις αισχροίς και ασελγέσι και μυσαροίς διετείχωσε και άπρακτον αυτών την επίνοιαν δέδειχε και της προσδοκίας παρέσφηλεν».

Δηλαδή αφού ο Χριστός περιτύλιξε τη δική Του αθλήτρια με το ένδυμα της χάριτος, εμπόδισε σαν με τείχος το θέαμα, (της γυμνώσεως), από τους αισχρούς και ακόλαστους και ακάθαρτους, και απόδειξε τη σκέψη τους ανώφελη, και έκανε να χαθεί η ανίερη ελπίδα τους για το θέαμα.

Για το ίδιο θαύμα ο Συμεών ο Μεταφραστής γράφει: «αόρατον στολήν αυτή περιέθηκε». Ο Χριστός δηλαδή, για να σκεπάσει και προστατεύσει τη σεμνότητα και αγνότητα της καλλινίκου Μάρτυρος Του, την περιέβαλε με στολή που δεν φαινόταν. Να πως ο υμνογράφος συνθέτει αυτό το θαυμαστό γεγονός σε ένα τροπάριο της η' ωδής: «’γγελος φαιδρός, στολήν φωτοειδή σε, δια Χριστόν γεγυμνωμένην σεμνή, Βαρβάρα ημφίασε, και ως νύμφη περιήγαγε. Τα πάθη τη εσθήτι γαρ, μάρτυς συνεξεδύσω, θείαν εκστάσα αλλοίωσιν». Δηλαδή, λαμπρός άγγελος σε έντυσε Βαρβάρα με φωτεινή στολή, εσένα που σε είχαν γυμνώσει για το όνομα του Χριστού οι δήμιοι, και σε παρουσίασε σα νύμφη. Τα πάθη βέβαια μαζί με τα ενδύματα τα πέταξες μάρτυς και υπέστης θεία αλλαγή.

Ποιό ήταν το αποτέλεσμα όλου αυτού του δράματος; Ανίκανος, τυφλωμένος απ' το σκοτάδι της ειδωλολατρίας ο Μαρκιανός, δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει όλα εκείνα τα θαυμάσια και υπερφυσικά, που είδαν τα μάτια του, και να δει το φως το αληθινό, αλλά πωρώθηκε και σκληρύνθηκε πιο πολύ, και φρυάττοντας με τρομακτική λύσσα, πιο μεγάλη κι από την τίγρη, έδωκε πρόσταγμα, να θανατωθούν και οι δύο γυναίκες, με αποκεφαλισμό δια ξίφους, και η Βαρβάρα και η ομόφρων αυτής Ιουλιανή. Σε όλες αυτές τις τιμωρίες και τους βασανισμούς που υπέστη η ’για, ένδοξη και μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, ήταν μπροστά και ο τυφλός από το πάθος και άσπλαχνος πατέρας της Διόσκορος. Όχι μόνο δεν πόνεσε αλλ' ούτε καν λυπήθηκε την κόρη του ο υπερθηριώδης. Δεν χόρτασε η αιμοβόρα καρδιά του από όλα εκείνα τα κολαστήρια και τους ξεσχισμούς της σάρκας, που δοκίμασε αλύγιστα η Αγία, αλλά νόμισε, ότι θα τον κατηγορούσαν, σαν άνανδρο, και με αδύνατη ψυχή, αν άφηνε να θανατώσει άλλος την κόρη του.

Και έτσι, μόλις ο δικαστής έβγαλε την καταδικαστική απόφαση, άρπαξε σα λυσσασμένο λιοντάρι την κόρη του για να την οδηγήση στον τόπο του αποκεφαλισμού και να τη φονεύσει ο ίδιος με τα καταραμένα χέρια του. Η Αγία, χωρίς να του καταλογίσει καθόλου την τόση σκληρότητά του είπε με πολλή συμπάθεια και τρυφερότητα: «πατέρα μου»! — Ω λόγια, χειρότερα από ξίφος και λόγχη! Ω και τι δεν κρύβουν μέσα τους αυτά τα λόγια! Κρύβουν τη λύπη της για το κατάντημά του, που ύστερα από τόσα υπερφυσικά που είδαν τα μάτια του, δεν συνήλθε, να πιστέψει και αυτός στο Χριστό και να σωθεί. Αλλά ακόμα πιο πολύ και κυρίως κρύβουν τη συγγνώμη και την αγάπη, τη συγχώρηση στο φονιά πατέρα. Εδώ είναι η άφθαστη τελειότητα της ’γιας.

Είναι η εφαρμογή της τρομερής εκείνης διακήρυξης του Χριστού και το πρωτάκουστο μήνυμά του πάνω στη γη: «αγαπάτε τους εχθρούς υμών». Όσο κι αν είναι πολύ στενό το μονοπάτι της συγγνώμης όμως είναι και το πιο μεγάλο κατόρθωμα στη ζωή και η πιο μεγάλη νίκη και τελειότητα. Δεν υπάρχει πιο βασικό καθήκον χριστιανού ανθρώπου, ούτε και γνώρισμα άλλο, αληθινού χριστιανού από το να συγχωρεί και τους εχθρούς του ακόμα. Ψάξτε σ' όλη τη γη, δεν θα βρήτε άλλο τέτοιο πραγματικό συμφέρον, που να είναι μοναδικό και στον ουρανό. Η συγχώρηση, είναι ο πιο βαρύς, άλλα και ο πιο ωραίος Σταυρός, που συμβολίζει την αποτελεσματικότερη θυσία. Ο άνθρωπος που δεν συγχωρεί, αλλά έχει κακία και ζητά εκδίκηση, είναι απαίσιος και σκοτεινός σαν το διάβολο. Τα εγνώριζε πολύ καλά όλα αυτά η Αγία. Έβλεπε τον πατέρα της εχθρό της αγάπης και της ειρήνης, γη έρημη από καλωσύνη, και άγονη από φιλανθρωπία. Τον έβλεπε, ότι είχε καρδιά από γρανίτη και ψυχή από μάρμαρο. Γι' αυτό, αντί να του μιλήσει με πολλά λόγια, που θα πήγαιναν χαμένα, του είπε μονολεκτικά αυτό το συγκλονιστικό «πατέρα μου»! Στο άκουσμα αυτό ο Διόσκορος, ταράχτηκε, σα να τον πλήγωσε κάτι. Εγώ πατέρας σου; της είπε απειλητικά. Δεν έχεις τίποτα το κοινό μαζί μου, και η ψυχή μου, δεν τρέφει τίποτα άλλο για σένα, άθλια, παρά μόνο μίσος. Και για να ξεπλύνω το κακό που έκαμα με το να σε γεννήσω θα σε θανατώσω εγώ με τα ίδια μου τα χέρια. Αυτή θα είναι και η μόνη μου ευτυχία να σου αφαιρέσω εγώ ο ίδιος τη ζωή, που σου είχα δώσει. Ω πώρωση ψυχής, αναλγησία και αμετανοησία καρδιάς! Κάθε μέρα θα πρέπει να λέει ο άνθρωπος, Θεέ μου φώτιζε το μυαλό μου να μην πωρωθώ.

Αφού έφθασαν στον τόπο του αποκεφαλισμού, η ανδρόφρων, Αγία Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, έκλινε την ιερή της κεφαλή, μπροστά στο ξίφος του πατέρα της και δέχθηκε το μαρτύριο και το στεφάνι της άθλησης, την δε Ιουλιανή, την ίδια ώρα, την αποκεφάλισε ο δήμιος. Και οι δύο, στεφθήκανε με το μαρτυρικό, αμαράντινο της δόξας στεφάνι, από τον δίκαιο επαινέτη και δωρεοδότη Κύριο.

Στην ιστορία των ανθρώπων σπάνια συναντά κανείς τέτοια θηριωδία πατέρα, σαν αυτή που έδειξε ο παιδοκτόνος πατέρας της Αγίας και πανσεβάσμιας Βαρβάρας. Γι' αυτό, και δίκαια ικανοποιείται η συνείδηση κάθε αληθινού χριστιανού, στην ιστορική πληροφορία, ότι μετά το φόνο της κόρης του ο Διόσκορος και μόλις άρχισε να κατεβαίνει από το όρος της σφαγής, ο θεία Δίκη, η πάντοτε άγρυπνη, τιμώρησε παραδειγματικά τον άσεβή και, αιμοβόρο εκείνο παιδοκτόνο, κατακαίοντας αυτόν με κεραυνό, που κατέπεσε απ' την οργή του ουρανού, σε τέτοιο σημείο, που δεν βρέθηκε ούτε ίχνος απ' το βρωμερό εκείνο σώμα του. Λέγεται μάλιστα, ότι η λάμψη του κεραυνού εκείνου, έφθασε μέχρι το μέγαρο του Μαρκιανού, σαν προειδοποίηση, συμβολική μεν, αλλά σίγουρη, της άυλης εκείνης φωτιάς, που επρόκειτο να τον κατακαίει αιώνια. Κατά την παράδοση κάποιος ευσεβής χριστιανός, Ουαλεντίνος ονομαζόμενος, πήρε τα ιερά σώματα των δύο Μαρτύρων γυναικών, τα μετέφερε στο χωριό Γελασσό, οπού τα ενταφίασε με κάθε ιεροπρέπεια. Λείψανο της Κάρας της Αγίας φυλάσσεται σε Ιερά Μονή των Μετεώρων.

Η Αγία Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμην των δύο Μαρτύρων γυναικών στις 4 Δεκεμβρίου, που είναι και η ήμερα του μαρτυρίου τους.

«Ξίφει πατήρ θύσας σε, μάρτυς Βαρβάρα, υπήρξεν άλλος Αβραάμ διαβόλου». Οι στίχοι αυτοί είναι από το Συναξάρι της Αγίας και αποτελούν μια έκφραση καυτηριασμού του παιδοκτόνου πατέρα, από την εκκλησιαστική μας ποίηση.

Οι ιστορικές πηγές διέσωσαν τρεις ευχές, που η Αγία Βαρβάρα είπε στο θεό, πηγαίνοντας να μαρτυρήσει. Οι ευχές αυτές υπάρχουν, οι δύο πρώτες στο θαυμάσιο εγκώμιο του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού στην Αγία Βαρβάρα, που το έπλεξε τον 8ο αιώνα, και η τρίτη υπάρχει στο βίο της Αγίας κατά Συμεών τον Μεταφραστήν τον 10ο αιώνα.

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

Κυριακή ΙΔ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιη΄35-43) Θεοφυλάκτου Ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας Περὶ τοῦ τυφλοῦ, κεφάλαιον ιη΄ Πηγή: http://kirigmata.blogspot.com/2013/11/blog-post_1969.html#ixzz8CkAWYysv

Ὅταν πλησίαζε στὴν Ἱεριχώ, κάποιος τυφλὸς καθόταν στὸ δρόμο καὶ ζητιάνευε. Κι ὅταν ἄκουσε κόσμο νὰ περνᾶ, ρωτοῦσε τί σήμαινε αὐτό. Τοῦ εἶπαν ὅτι περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος. Τότε φώναξε δυνατά· Ἰησοῦ, Γιέ τοῦ Δαυΐδ σπλαχνίσου με. Στάθηκε ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε νὰ τὸν φέρουν κοντά του. Τὸν ἔφεραν καὶ τὸν ρώτησε. Τί θέλεις νὰ τοῦ κάμω; Κι αὐτὸς εἶπε· Κύριε, νὰ ξαναδῶ. Κι ὁ Κύριος τοῦ εἶπε· ξαναδές· ἡ πίστη σου σ’ ἔσωσε. Βρῆκε ἀμέσως τὸ φῶς του καὶ τὸν ἀκολούθησε δοξάζοντας τὸ Θεό. Κι ὅλος ὁ κόσμος δοξολογοῦσε τὸ Θεό».
Εἶναι ἕνα πάρεργο στὸ δρόμο του, τὸ θαῦμα τοῦ τυφλοῦ ποὺ κάνει ὁ Κύριος, γιὰ νὰ μὴν εἶναι καὶ τὸ πέρασμά του ἀκόμα διδασκαλία ἀνώφελη σ’ ἐμᾶς  καὶ τοὺς μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ ,ἀλλὰ γιὰ νὰ εἴμαστε παντοῦ καὶ πάντα καὶ μὲ κάθε ἐκδήλωσή μας ὠφέλιμοι καὶ ποτὲ ἄχρηστοι. Ὁ τυφλὸς λοιπὸν ἐπειδὴ πίστεψε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ Χριστὸς ποὺ περίμεναν καὶ μεγαλωμένος στὶς Ἰουδαϊκές παραδόσεις ἦταν φυσικὸ νὰ μὴν ἀγνοῆ ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ ἦταν ἀπὸ γενιὰ τοῦ Δαυΐδ, φωνάζει δυνατά· Γιὲ τοῦ Δαυΐδ, σπλαχνίσου με. Καὶ μὲ τὴν παράκληση «ἐλέησέ με» φανερώνει ὅτι εἶχε γι’ αὐτὸν κάποια θεϊκώτερη ἀντίληψη καὶ δὲν τὸν θεωροῦσε ἁπλὸ ἄνθρωπο. Θαύμασε ὅμως καὶ τὴν ἐπιμονὴ τῆς ὁμολογίας του. Μολονότι τὸν ἐπιτιμοῦσαν πολλοί, δὲ σιωποῦσε ἀλλὰ φώναζε περισσότερο. Ἦταν ὁ θερμὸς πόθος μέσα του ποῦ τὸν κινοῦσε. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν προσκαλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς, ἐπειδὴ ἄξιζε στ’ ἀλήθεια νὰ τὸν πλησιάση καὶ τὸν ρωτᾶ· τί θέλεις νὰ σου κάμω; Ὄχι πῶς δὲν ἤξερε ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ νομίσουν οἱ παρόντες ὅτι ἄλλα τοῦ ζητοῦ κι ἄλλα δίνει, κι ὅτι ἐκεῖνος ζητᾶ χρήματα κι αὐτός, ἐπειδὴ ἀγαποῦσε τὴν ἐπίδειξη, θεραπεύει τὴν τύφλωσή του. Μπορεῖ ὁ φθόνος νὰ δημιουργῆ τέτοιες ἀνόητες συκοφαντίες. Γι’ αὐτὸ μετὰ τὴν ἐρώτησή του, ὅταν εἶδε πῶς ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀποκτήση τὸ φῶς του, αὐτὸ τοῦ δίνει. Προσέξετε καὶ τὴν ἀπουσία κομπασμοῦ. Ἡ πίστη σου, λέει, σ’ ἔσωσε. Ἐπίστεψες ὅτι εἶμαι ἐκεῖνος ὁ γιὸς τοῦ Δαυΐδ τῶν παραδόσεων, ὁ Χριστός, κι ἔδειξες  τόσο μεγάλη θέρμη, ὥστε καὶ παρόλες τὶς ἐπιτημήσεις νὰ μὴ σωπαίνης. Κι ἀπ’ αὐτὸ διδασκόμαστε, ὅτι ὅταν ζητοῦμε μὲ πίστι, δὲ μᾶς δίνει ἄλλα ἀπ’ ὅτι ζητοῦμε ἀλλὰ αὐτὰ τὰ ἴδια. Ὥστε ὅταν ἄλλα γυρεύωμε κι ἄλλα παίρνωμε, εἶναι φανερὸ ὅτι δὲ ζητοῦμε οὔτε ὅπως πρέπει οὔτε μὲ πίστη. Μᾶς λέει· «Γυρεύετε καὶ δὲν παίρνετε, γιατὶ ζητᾶτε ἄσχημα» -Προσέξετε καὶ τὴν ἐξουσία: Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ φῶς γιὰ τὸν ἀνάπηρο μεταβλήθηκε ἡ φωνή, ξεκινῶντας ἀπὸ τὸ φῶς τὸ ἀληθινό. Σημειῶστε καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη του γιὰ τὴ θεραπεία. Ἀκολουθοῦσε τὸν Ἰησοῦ, δοξάζοντας τὸ Θεὸ καὶ γινόταν καὶ στοὺς ἄλλους ἀφορμὴ δοξολογίας.
Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Ἀθῆναι 1969
σελ.112-113


Πηγή: http://kirigmata.blogspot.com/2013/11/blog-post_1969.html#ixzz8Ck9fG4x9

Ὅταν πλησίαζε στὴν Ἱεριχώ, κάποιος τυφλὸς καθόταν στὸ δρόμο καὶ ζητιάνευε. Κι ὅταν ἄκουσε κόσμο νὰ περνᾶ, ρωτοῦσε τί σήμαινε αὐτό. Τοῦ εἶπαν ὅτι περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος. Τότε φώναξε δυνατά· Ἰησοῦ, Γιέ τοῦ Δαυΐδ σπλαχνίσου με. Στάθηκε ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε νὰ τὸν φέρουν κοντά του. Τὸν ἔφεραν καὶ τὸν ρώτησε. Τί θέλεις νὰ τοῦ κάμω; Κι αὐτὸς εἶπε· Κύριε, νὰ ξαναδῶ. Κι ὁ Κύριος τοῦ εἶπε· ξαναδές· ἡ πίστη σου σ’ ἔσωσε. Βρῆκε ἀμέσως τὸ φῶς του καὶ τὸν ἀκολούθησε δοξάζοντας τὸ Θεό. Κι ὅλος ὁ κόσμος δοξολογοῦσε τὸ Θεό».
Εἶναι ἕνα πάρεργο στὸ δρόμο του, τὸ θαῦμα τοῦ τυφλοῦ ποὺ κάνει ὁ Κύριος, γιὰ νὰ μὴν εἶναι καὶ τὸ πέρασμά του ἀκόμα διδασκαλία ἀνώφελη σ’ ἐμᾶς καὶ τοὺς μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ ,ἀλλὰ γιὰ νὰ εἴμαστε παντοῦ καὶ πάντα καὶ μὲ κάθε ἐκδήλωσή μας ὠφέλιμοι καὶ ποτὲ ἄχρηστοι. Ὁ τυφλὸς λοιπὸν ἐπειδὴ πίστεψε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ Χριστὸς ποὺ περίμεναν καὶ μεγαλωμένος στὶς Ἰουδαϊκές παραδόσεις ἦταν φυσικὸ νὰ μὴν ἀγνοῆ ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ ἦταν ἀπὸ γενιὰ τοῦ Δαυΐδ, φωνάζει δυνατά· Γιὲ τοῦ Δαυΐδ, σπλαχνίσου με. Καὶ μὲ τὴν παράκληση «ἐλέησέ με» φανερώνει ὅτι εἶχε γι’ αὐτὸν κάποια θεϊκώτερη ἀντίληψη καὶ δὲν τὸν θεωροῦσε ἁπλὸ ἄνθρωπο. Θαύμασε ὅμως καὶ τὴν ἐπιμονὴ τῆς ὁμολογίας του. Μολονότι τὸν ἐπιτιμοῦσαν πολλοί, δὲ σιωποῦσε ἀλλὰ φώναζε περισσότερο. Ἦταν ὁ θερμὸς πόθος μέσα του ποῦ τὸν κινοῦσε. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν προσκαλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς, ἐπειδὴ ἄξιζε στ’ ἀλήθεια νὰ τὸν πλησιάση καὶ τὸν ρωτᾶ· τί θέλεις νὰ σου κάμω; Ὄχι πῶς δὲν ἤξερε ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ νομίσουν οἱ παρόντες ὅτι ἄλλα τοῦ ζητοῦ κι ἄλλα δίνει, κι ὅτι ἐκεῖνος ζητᾶ χρήματα κι αὐτός, ἐπειδὴ ἀγαποῦσε τὴν ἐπίδειξη, θεραπεύει τὴν τύφλωσή του. Μπορεῖ ὁ φθόνος νὰ δημιουργῆ τέτοιες ἀνόητες συκοφαντίες. Γι’ αὐτὸ μετὰ τὴν ἐρώτησή του, ὅταν εἶδε πῶς ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀποκτήση τὸ φῶς του, αὐτὸ τοῦ δίνει. Προσέξετε καὶ τὴν ἀπουσία κομπασμοῦ. Ἡ πίστη σου, λέει, σ’ ἔσωσε. Ἐπίστεψες ὅτι εἶμαι ἐκεῖνος ὁ γιὸς τοῦ Δαυΐδ τῶν παραδόσεων, ὁ Χριστός, κι ἔδειξες τόσο μεγάλη θέρμη, ὥστε καὶ παρόλες τὶς ἐπιτημήσεις νὰ μὴ σωπαίνης. Κι ἀπ’ αὐτὸ διδασκόμαστε, ὅτι ὅταν ζητοῦμε μὲ πίστι, δὲ μᾶς δίνει ἄλλα ἀπ’ ὅτι ζητοῦμε ἀλλὰ αὐτὰ τὰ ἴδια. Ὥστε ὅταν ἄλλα γυρεύωμε κι ἄλλα παίρνωμε, εἶναι φανερὸ ὅτι δὲ ζητοῦμε οὔτε ὅπως πρέπει οὔτε μὲ πίστη. Μᾶς λέει· «Γυρεύετε καὶ δὲν παίρνετε, γιατὶ ζητᾶτε ἄσχημα» -Προσέξετε καὶ τὴν ἐξουσία: Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ φῶς γιὰ τὸν ἀνάπηρο μεταβλήθηκε ἡ φωνή, ξεκινῶντας ἀπὸ τὸ φῶς τὸ ἀληθινό. Σημειῶστε καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη του γιὰ τὴ θεραπεία. Ἀκολουθοῦσε τὸν Ἰησοῦ, δοξάζοντας τὸ Θεὸ καὶ γινόταν καὶ στοὺς ἄλλους ἀφορμὴ δοξολογίας.
Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Ἀθῆναι 1969
σελ.112-113


Πηγή: http://kirigmata.blogspot.com/2013/11/blog-post_1969.html#ixzz8Ck9fG4x9

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

Ο Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης· ο άγιος της πλατείας Ομονοίας (1906 – 2 Δεκεμβρίου 1991)

Γεωργίου Αρβανίτη, Τ. Προέδρου Εφετών

Ο Γέροντας Πορφύριος γεννήθηκε το 1906 στον Άγιο Ιωάννη Καρυστίας Ευβοίας και βαπτίσθηκε Ευάγγελος. Στο σχολείο φοίτησε μόνον δύο χρόνια. Η ασθένεια του δασκάλου και η φτώχεια της οικογένειάς του τον έσπρωξαν να εργασθεί βόσκοντας τα λίγα ζώα της. Λίγο αργότερα, περίπου εννέα χρονών παιδάκι, εργάστηκε στο ανθρακωρυχείο της περιοχής και μετά σ΄ ένα παντοπωλείο γνωστού της οικογένειας, στον Πειραιά. Ο πατέρας του είχε πάει να δουλέψει στη διόρυγα του Παναμά, για να συντηρήσει την οικογένειά του.

Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2023

Άγιος Φιλάρετος ο Ελεήμων

 


Ο άγιος Φιλάρετος ήταν έγγαμος και πατέρας τριών τέκνων. Ήταν αγρότης στο επάγγελμα, καλός οικογενειάρχης και άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τον Θεό και είχε πλούσια πνευματική ζωή. Επειδή ήταν φιλόθεος, γι’ αυτό ήταν και φιλάνθρωπος και πολύ ελεήμων. Είχε μεγάλη καρδιά γεμάτη από αληθινή αγάπη καί, όπως ο πατριάρχης Αβραάμ, ήταν φιλόξενος και πάντα προθυμος στην διακονία του “πλησίον”. Άλλωστε δεν μπορούσε να συμβαίνη διαφορετικά επειδή, όποιος αγαπά πολύ τον Χριστό, δεν μπορεί παρά να αγαπά αληθινά και τους αδελφούς του “τούς ελαχίστους”.

Ακόμα και εκείνη την περίοδο της ζωής του που από κάποιες συγκυρίες επτώχευσε και “τάφερνε δύσκολα”, και τότε “έδειξε θαυμαστή καρτερία, όπως ο Ιώβ, και συνέχισε να αγαθοεργή μέχρι υπερβολής. Και ο Θεός, που είδε την ακαταγώνιστη πίστη του, οικονόμησε με την πρόνοιά Του, ώστε ο Κωνσταντίνος ο γιός της βασίλισσας Ειρήνης, να πάρη για γυναίκα του την εγγονή του Αγίου, Μαρία, τον δε Φιλάρετο να τιμήση με το αξίωμα του Υπάτου”, (Υπουργού θα λέγαμε σήμερα).