Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2024

Ύψωσις του τιμίου Σταυρού Ιωάννου Μ. Φουντούλη

 Την 14η του μηνός Σεπτεμβρίου εορτάζομε την εορτή της Υψώσεως του τιμίου Σταυρού. Η Κυριακή προ της 14ης Σεπτεμβρίου θα μας προετοιμάσει γι’ αυτήν. Είναι η «Κυριακή προ της Υψώσεως». Θα ακουσθούν προεόρτια τροπάρια και στα αναγνώσματα της θείας λειτουργίας θα ακούσουμε τον απόστολο Παύλο να καυχάται για τον σταυρό του Χριστού, «δι᾿ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται, κἀγὼ τῷ κόσμῳ»,[1] και τον Κύριο να ομιλεί για τον θάνατό Του, την «ὕψωσι» του υιού του ανθρώπου, το υπέρτατο δείγμα της αγάπης του Θεού προς τον κόσμο.[2] Αλλά και η επομένη Κυριακή, η «Κυριακή μετά την Ύψωσιν», θα πλαισιώσει τον εορτασμό. Και πάλι εκτός από τους μεθεόρτους ύμνους θα ακούσουμε τον Παύλο να ομιλεί για την συσταύρωσή του με τον Χριστό, που τον αγάπησε και παρέδωσε γι’ αυτόν την ζωή Του στον σταυρό,[3] και τον Κύριο να καλεί τους οπαδούς Του να σηκώσουν και αυτοί, όπως Εκείνος, τον σταυρό τους και να τον ακολουθήσουν.[4] Μέσα σ’ αυτό το λειτουργικό πλαίσιο τοποθέτησαν οι Πατέρες την μεγάλη εορτή της Υψώσεως του Σταυρού για να εξάρουν την ιδιαιτέρα εορτολογική της σημασία.

Γιατί η εορτή της Υψώσεως «ἴσα φέρει τῇ Μεγάλῃ Παρασκευῇ». Είναι η εορτή της «χαρμολύπης» του Σταυρού. Του θανάτου του Κυρίου, αλλά και της δόξης Του. Και υψούται ο Σταυρός, το όργανο του σωτηρίου πάθους, η σημαία της νίκης του Χριστού. Η λύπη για τον μαρτυρικό θάνατο του Σωτήρος, που βρίσκει την έκφρασή της στην νηστεία, έχει το αντίβαρό της στην χαρά και στον πανηγυρισμό του θριάμβου Του.
 

 

 

Οι ιστορικές αρχές της εορτής αυτής χάνονται μέσα στην πολιά αρχαιότητα. Στις 13 του Σεπτεμβρίου του έτους 335 έγιναν τα εγκαίνια του μεγάλου ναού της Αναστάσεως, που έκτισε ο Μέγας Κωνσταντίνος στον τόπο της ταφής του Κυρίου. Έκτοτε κατά την επέτειο των εγκαινίων μεγάλη πανήγυρις εγίνετο στα Ιεροσόλυμα. Και στα σημερινά μας λειτουργικά βιβλία την ίδια ημέρα αναγράφεται η «μνήμη των εγκαινίων της αγίας Χριστού του Θεού ημών Αναστάσεως» και η ακολουθία της ημέρας αναφέρεται στα εγκαίνια του ναού εκείνου. Η εορτή διαρκούσε οκτώ ημέρες. Την δευτέρα ημέρα της εορτής, την 14η Σεπτεμβρίου, κατά την μαρτυρία αρμενικού λειτουργικού κειμένου του Ε΄ αιώνος, εγίνετο σύναξις εις τον Γολγοθά «και έδειχναν τον τίμιο Σταυρό σ’ όλο το εκκλησίασμα». Ο τίμιος Σταυρός του Χριστού ήταν το σεβασμιώτερο κειμήλιο του ναού της Αναστάσεως και ήταν επόμενο ειδική πανήγυρις να καθιερωθεί γι’ αυτόν επί τη ευκαιρία της συρροής του λαού για τον εορτασμό των εγκαινίων. Έχει καμμία σχέση ο εορτασμός αυτός προς την εύρεση του Σταυρού; Είναι ένα ερώτημα στο οποίο η απάντησις δεν δόθηκε ακόμη. Μία παράδοσις τοποθετεί την εύρεση του Σταυρού στις 6 Μαρτίου. Μία άλλη συνδέει εύρεση και εγκαίνια (13 Σεπτεμβρίου) ή εύρεση και ύψωση (14 Σεπτεμβρίου). Τα εγκαίνια του ναού της Αναστάσεως κατά την δευτέρα αυτή παράδοση έγιναν ακριβώς την ημέρα που είχε ανακαλυφθεί ο τίμιος Σταυρός. Οι δύο πάντως αυτές εορτές, των Εγκαινίων και της Υψώσεως, γρήγορα διεδόθησαν στην Ανατολή και λίγο αργότερα και στην Δύση. Στην διάδοσή τους  συνετέλεσαν και οι αραβο-βυζαντινοί πόλεμοι επί Ηρακλείου και η μετά την αιχμαλωσία του Σταυρού επιστροφή και εκ νέου ύψωσίς του κατά την ιδία ημέρα στον Γολγοθά. Ίσως σ’ αυτό το γεγονός οφείλεται και η έξαρσις της εορτής της Υψώσεως. Τα εγκαίνια με την πάροδο του χρόνου, ενώ ήσαν η πρώτη και κυρία εορτή, η Ύψωσις, επεσκίασε την πρώτη. Η εορτή των Εγκαινίων έγινε, τρόπον τινά, προεόρτιος της Υψώσεως του Σταυρού.

Το κέντρο του λειτουργικού εορτασμού βρίσκεται σ’ αυτήν την τελετή της υψώσεως, που έδωσε το όνομά της και στην εορτή. Και αυτή έχει πατρίδα, όπως και όλη η εορτή, τα Ιεροσόλυμα. Και γίνεται σ’ όλους τους ναούς κατά μίμηση της πράξεως των Ιεροσολύμων, με την διαφορά ότι εκεί ύψωναν τον αληθή σταυρό του Χριστού, το «τίμιον ξύλον», ενώ σ’ όλους τους άλλους ναούς που δεν είχαν την ευτυχία να κατέχουν έστω και τεμάχιο αυτού, υψούται ο συνήθης ξύλινος σταυρός των αγιασμών. Η τελετή γίνεται στο τέλος του όρθρου κατά την ψαλμωδία του ασματικού τρισαγίου, που κατακλείει την δοξολογία. Λιτανευτικά με την συνήθη πομπή μεταφέρεται ο τίμιος σταυρός μέσα σε δίσκο με κλάδους βασιλικού επί της κεφαλής του ιερέως στην μέση του ναού, στην θέση του αρχαίου άμβωνος, από όπου στην αρχαία εποχή εγίνετο η ύψωσις. Ο σταυρός θυμιάται, υψούται προς τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος και προσκυνείται. Και πάλι η έννοια των λειτουργικών αυτών πράξεων μας είναι σκοτεινή. Είναι απομίμησις των κινήσεων της ευρέσεως του σταυρού; Είναι ύψωσις για να τον ιδούν οι πιστοί και να τον προσκυνήσουν, όπως έγινε τότε και όπως θέλει η συναξαριστική παράδοσις; Είναι ευλογία των τεσσάρων περάτων του κόσμου; Είναι συμβολισμός της υψώσεως και της δόξης του εσταυρωμένου Χριστού; Είναι κάτι που θυμίζει τους βασιλικούς θριάμβους της εποχής εκείνης και την ύψωσι των νικητών; Ίσως και όλα αυτά μαζί.

Γιατί υψούντες τον Σταυρό, «υψούμε», δοξάζομε, το άχραντο πάθος του Χριστού, που έγινε αιτία να νεκρωθεί ο αιώνιος εχθρός του γένους μας, ο σατανάς, και να υψωθούμε ημείς που πέσαμε θύματά του. «Υψούμε» τον Χριστό, που υψώθηκε στο μέσον του και έλυσε την φθορά και συνέτριψε δι’ αυτού τον θάνατο. «Υψούμε» τον Χριστό, που κρεμάσθηκε επάνω του σαν «βότρυς πλήρης ζωῆς» για να μας ελκύσει στον Θεό. Γιατί ο Σταυρός του Χριστού έγινε το δένδρο της ζωής, που μας χάρισε την αθάνατο βρώση, το αντίδοτο της θανατηφόρου τροφής, που άντλησαν οι προπάτορές μας από το δένδρο εκείνο της παλαιάς Εδέμ.

Σ’ αυτά τα θέματα στρέφεται η λαμπρά υμνογραφία της εορτής. Διαλέγουμε τέσσαρα τροπάρια στα οποία βρίσκεται ανάγλυφη αυτή η ιδέα, το θεολογικό νόημα της υψώσεως του Σταυρού. Το πρώτο είναι του πλ. β΄ ήχου, προσόμοιο του «Ὅλην αποθέμενοι», πρώτο στην σειρά των στιχηρών του εσπερινού. Το δεύτερο του πλ. α΄ ήχου προς το «Χαίροις ἀσκητικῶν», το τρίτο των αποστίχων του εσπερινού. Το τρίτο του πλ. δ΄ ήχου προς το «Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος», το δεύτερο των στιχηρών των αίνων. Και το τέταρτο το ιδιόμελο του β΄ ήχου, που ψάλλεται κατά την προσκύνηση του Σταυρού, ποίημα Λέοντος του Σοφού.


«Σταυρὸς ἀνυψούμενος,

τοῦ ἐν αὐτῷ ὑψωθέντος

τὸ πάθος τὸ ἄχραντον

ἀνυμνεῖν προτρέπεται

κτίσιν ἅπασαν·

ἐν αὐτῷ κτεὶνας γὰρ

τὸν ἡμᾶς κτείναντα,

νεκρωθέντας ἀνεζώωσε

καὶ κατεκάλλυνε

καὶ εἰς οὐρανοὺς πολιτεύεσθαι

ἠξίωσεν ὡς εὔσπλαγχνος

δι᾿ ὑπερβολὴν ἀγαθότητος·

ὅθεν γεγηθότες

ὑψώσωμεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ

καὶ τὴν αὐτοῦ μεγαλύνωμεν

ἄκραν συγκατάβασιν».


«Χαίροις ὁ τῶν τυφλῶν ὁδηγός,

τῶν ἀσθενούντων ἰατρός, ἡ ἀνάστασις

ἁπάντων τῶν τεθνεώτων,

ὁ ἀνυψώσας ἡμᾶς

εἰς φθορὰν πεσόντας, Σταυρὲ τίμιε·

δι᾿ οὗ διαλέλυται

ἡ φθορὰ καὶ ἐξήνθησεν

ἡ ἀφθαρσία

καὶ βροτοὶ ἐθεώθημεν

καὶ διάβολος, παντελῶς καταβέβληται.

Σήμερον ἀνυψούμενον,

χερσὶ καθορῶντές σε

ἀρχιερέων, ὑψοῦμεν

τὸν ὑψωθέντα ἐν μέσῳ σου

καὶ σὲ προσκυνοῦμεν,

ἀρυόμενοι πλουσίως

τὸ μέγα ἔλεος».


«Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος!

ὡς βότρυν πλήρη ζωῆς

ὁ βαστάσας τὸν Ὕψιστον

ἀπὸ γῆς ὑψούμενος

Σταυρὸς ὁρᾶται σήμερον·

δι᾿ οὗ πρὸς Θεὸν πάντες εἱλκύσθημεν

καὶ κατεπόθη εἰς τέλος θάνατος.

Ὦ ξύλον ἄχραντον!

ὑφ᾿ οὗ ἀπολαύομεν

τῆς ἐν Ἐδέμ

ἀθανάτου βρώσεως,

Χριστὸν δοξάζοντες».


«Δεῦτε, πιστοί,

τὸ ζωοποιὸν ξύλον προσκυνήσωμεν,

ἐν ᾧ Χριστὸς ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης,

ἑκουσίως χεῖρας ἐκτείνας,

ὕψωσεν ἡμᾶς εἰς τὴν ἀρχαίαν μακαριότητα,

οὕς πρὶν ὁ ἐχθρός, δι᾿ ἡδονῆς συλήσας,

ἐξορίστους Θεοῦ πεποίηκε.

Δεῦτε πιστοί,

ξύλον προσκυνήσωμεν,

δι᾿ οὗ ἠξιώθημεν

τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν συντρίβειν τὰς κάρας.

Δεῦτε, πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῶν ἐθνῶν,

τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου ὕμνοις τιμήσωμεν.

Χαίροις, Σταυρὲ,

τοῦ πεσόντος Ἀδὰμ ἡ τελεία λύτρωσις.

Ἐν σοὶ οἱ πιστότατοι

βασιλεῖς ἡμῶν καυχῶνται,

ὡς τῇ σῇ δυνάμει

Ἰσμαηλίτην λαὸν κραταιῶς ὑποτάττοντες.

Σὲ νῦν μετὰ φόβου

Χριστιανοὶ ἀσπαζόμενοι,

τὸν ἐν σοὶ προσπαγέντα Θεὸν δοξάζομεν λέγοντες·

Κύριε, ὁ ἐν αὐτῷ σταυρωθείς,

ἐλέησον ἡμᾶς,

ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος».

(12 Σεπτεμβρίου 1970)

[1] Γαλάτ. 6, 11 – 18.

[2] Ιω. 3, 13 – 17.

[3] Γαλάτ. 2, 16 – 20.

[4] Μάρκ. 8, 34 – 38. 9, 1.


Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα, 1997