Κυριακή 7 Ιουλίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Β’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ (ΜΙGΝΕ Ρ. G. τ. 57, στ. 217-222. ΕΠΕ τ. 9, σέλ. 447-453)

 Πρό­σε­ξε ὅ­μως καὶ τὴν πί­στη καὶ τὴν ὑ­πα­κο­ὴ τῶν μα­θη­τῶν. Ὅ­ταν ἄ­κου­σαν τὸ κά­λε­σμά Του, ἦ­ταν στὴ μέ­ση τῆς ἐρ­γα­σί­ας καὶ ξέ­ρε­τε πό­σο ἀ­παι­τη­τι­κὸ εἶ­ναι τὸ ψά­ρε­μα. Κι ὅ­μως δὲν ἄ­φη­σαν γι’ ἀρ­γό­τε­ρα, δὲν εἶ­παν· «Ἅ­μα γυ­ρί­σου­με στὸ σπί­τι, θὰ μι­λή­σου­με μὲ τοὺς δι­κούς μας». Ἀλ­λὰ τ’ ἄ­φη­σαν ὅ­λα καὶ Τὸν ἀ­κο­λού­θη­σαν, ὅ­πως ἔ­κα­με ὁ Ἐ­λισ­σαῖ­ος στὰ χρό­νι­α τοῦ προ­φή­τη Ἠ­λί­α. Τέ­τοια ὑ­πα­κο­ὴ ζη­τᾶ ἀ­πὸ μᾶς ὁ Χρι­στός, ὥ­στε οὔ­τε ἕ­να δευ­τε­ρό­λε­πτο ἀ­να­βο­λὴ νὰ μὴν κά­νου­με, ἀ­κό­μα κι ἂν μᾶς βι­ά­ζει κά­τι ἀ­πὸ τὰ ἀ­πα­ραί­τη­τα.
Γι’ αὐ­τὸ καὶ κά­ποιον ἄλ­λον, ποὺ τὸν πλη­σί­α­σε καὶ ζή­τη­σε νὰ θά­ψει τὸν πα­τέ­ρα του, οὔ­τε αὐ­τὸ δὲν τὸν ἄ­φη­σε νὰ κά­νει, δεί­χνον­τας ὅ­τι ἀ­πὸὅ­λα πρέ­πει νὰ προ­τι­μοῦ­με νὰ Τὸν ἀ­κο­λου­θή­σου­με. Καὶ ἂν ἰ­σχυ­ρι­στεῖς ὅ­τι ἦ­ταν με­γά­λη ἡ ὑ­πό­σχε­ση ποὺ τοὺς ἔ­δω­σε, θὰ ἀ­παν­τή­σω ὅ­τι γι’ αὐ­τὸ καὶ τοὺς θαυ­μά­ζω πι­ὸ πο­λύ, ἐ­πει­δὴ παρ’ ὅ­λο ποὺ ἀ­κό­μα δὲν εἶ­χαν δεῖἀπ’ Αὐ­τὸν κα­νέ­να θαυ­μα­στὸ ση­μεῖ­ο, πί­στε­ψαν σὲ τό­σο με­γά­λη ὑ­πό­σχε­ση καὶ ὅ­λα τὰ ἄλ­λα τὰ θε­ώ­ρη­σαν δευ­τε­ρεύ­ον­τα μπρο­στὰ στὸ νὰ Τὸν ἀ­κο­λου­θή­σουν. Για­τί μὲ ὅ­ποια λό­γι­α πεί­στη­καν οἱ ἴ­διοι, πί­στε­ψαν ὅ­τι μὲ αὐ­τὰ θὰ μπο­ροῦ­σαν κι ἄλ­λους νὰ πεί­σουν. Αὐ­τό, λοι­πόν, ὑ­πο­σχέ­θη­κε σ’ αὐ­τούς. Σ’ ἐ­κεί­νους ὅ­μως ποὺ ἦ­ταν μα­ζὶ μὲ τὸν Ἰ­ά­κω­βο καὶ τὸν Ἰ­ω­άν­νη δὲν εἶ­πε τί­πο­τα τέ­τοιο, για­τί ἡ ὑ­πα­κο­ὴ τῶν πρώ­των ἄ­νοι­ξε ἔ­πει­τα τὸ δρό­μο καὶ σ’ αὐ­τούς. Ἐξ ἄλ­λου εἶ­χαν ἀ­κού­σει πολ­λὰ προ­η­γου­μέ­νως γι’ Αὐ­τόν.
 

 

 

      Κοί­τα­ξε καὶ πό­σο σα­φῆ ὑ­παι­νιγ­μὸ κά­νει γιὰ τὴ φτώ­χεια τους. Τοὺς βρῆ­κε νὰ ρά­βουν τὰ δί­χτυ­ά τους. Τό­σο με­γά­λη ἦ­ταν ἡ φτώ­χεια τους, ὥ­στε νὰ δι­ορ­θώ­νουν τὰ χα­λα­σμέ­να, ἐ­πει­δὴ δὲν μπο­ροῦ­σαν ν’ ἀ­γο­ρά­σουν ἄλ­λα. Δὲν ἦ­ταν κι αὐ­τὸ τό­τε μι­κρὸ δεῖγ­μα ἀ­ρε­τῆς, ἡ ἀ­γόγ­γυ­στη δη­λα­δὴ ὑ­πο­μο­νὴ στὴ φτώ­χεια, ἡ ἀ­πό­κτη­ση τῆς τρο­φῆς ἀ­πὸ τί­μι­ο μό­χθο, ὁ σύν­δε­σμος με­τα­ξύ τους μὲ τὴ δύ­να­μη τῆς ἀ­γά­πης, τὸ νὰ ἔ­χουν μα­ζὶ τὸν πα­τέ­ρα τους καὶ νὰ τὸν πε­ρι­ποι­οῦν­ται. Κι ὅ­ταν τοὺς ἔ­πι­α­σε στὰ δί­χτυ­ά Του, τό­τε ἀρ­χί­ζει, ἐ­νῶ αὐ­τοὶ εἶ­ναι μα­ζί Του, νὰ θαυ­μα­τουρ­γή, βε­βαι­ώ­νον­τας μὲ τὰ ἔρ­γα Του ὅ,­τι εἶ­χε πεῖ γι’ Αὐ­τὸν ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ Βα­πτι­στής...

    Βρι­σκό­ταν ἀ­δι­ά­κο­πα στὶς συ­να­γω­γὲς κι ἐ­κεῖ τους ἔ­λε­γε ὅ­τι δὲν εἶ­ναι κα­νέ­νας ἀν­τί­θε­ος ἡ πλά­νος, ἀλ­λὰ ὁ ἐρ­χο­μὸς Τοῦ εἶ­ναι σύμ­φω­νος μὲ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ Πα­τέ­ρα. Κι ἐ­κεῖ δὲν κή­ρυτ­τε μό­νον, ἀλ­λὰ ἔ­κα­νε καὶ θαύ­μα­τα. Για­τί πάν­το­τε ὅ­ταν γί­νε­ται κά­τι δι­α­φο­ρε­τι­κὸ καὶ πα­ρά­δο­ξο καὶ εἰ­σά­γε­ται ἕ­νας νέ­ος τρό­πος ζω­ῆς, συ­νη­θί­ζει ὁ Θε­ὸς νὰ κά­νει θαύ­μα­τα, δί­νον­τας ἐ­χέγ­γυ­α γιὰ τὴ δύ­να­μή Του σ’ ἐ­κεί­νους ποὺ εἶ­ναι νὰ δε­χτοῦν τοὺς νό­μους. Ἔ­τσι, ὅ­ταν ἦ­ταν νὰ πλά­ση τὸν ἄν­θρω­πο, δη­μι­ούρ­γη­σε ὅ­λον τὸν κό­σμο καὶ τό­τε τοῦ ἔ­δω­σε τὸ νό­μο ἐ­κεῖ­νο μέ­σα στὸν πα­ρά­δει­σο. Καὶὅ­ταν ἦ­ταν νὰ δώ­σει τὸ νό­μο τοῦ Νῶ­ε, πά­λι με­γά­λα θαύ­μα­τα ἔ­κα­νε, μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­να­δη­μι­ούρ­γη­σε ὅ­λη τὴν πλά­ση καὶ κρά­τη­σε ὁ­λό­κλη­ρο χρό­νο τὸ φο­βε­ρὸ ἐ­κεῖ­νο κα­τα­κλυ­σμὸ κι ἔ­κα­νε ὅ­λα ἐ­κεῖ­να, μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α ἔ­σω­σε τὸ δί­και­ο ἐ­κεῖ­νο (τὸ Νῶ­ε) μέ­σα στὸ χα­λα­σμό. Καὶ στὰ χρό­νι­α τοῦ Ἀ­βρα­ὰμ πα­ρου­σί­α­σε πολ­λὰ θαύ­μα­τα, τὴ νί­κη στὸν πό­λε­μο, τὴν πλη­γὴ ποὺ ἔ­δω­σε στὸ Φα­ρα­ώ, τὴν ἀ­παλ­λα­γὴἀ­πὸ τοὺς κιν­δύ­νους. Κι ὅ­ταν νο­μο­θε­τοῦ­σε στοὺς Ἑ­βραί­ους, πα­ρου­σί­α­σε τὰ θαυ­μα­στὰ καὶ μέ­γι­στα ἐ­κεῖ­να ση­μεῖ­α καὶ τό­τε τοὺς ἔ­δω­σε τὸ νό­μο. Ἔ­τσι κι ἐ­δῶ, θέ­λον­τας νὰ δώ­σει ἕ­ναν ἀ­νώ­τε­ρο τρό­πο ζω­ῆς καὶ νὰ τοὺς πεῖ ὅ­σα πο­τὲ δὲν εἶ­χαν ἀ­κού­σει ἀ­πὸ κα­νέ­ναν, ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τοὺς λό­γους Του μὲ τὰ θαύ­μα­τά Του. Ἐ­πει­δὴ δη­λα­δὴ δὲ φαι­νό­ταν ἡ βα­σι­λεί­α ποὺ κή­ρυτ­τε, αὐ­τὴ λοι­πὸν τὴν ἀ­ό­ρα­τη βα­σι­λεί­α τὴ φα­νε­ρώ­νει μὲ χει­ρο­πια­στὰ θαύ­μα­τα. Καὶ πρό­σε­ξε τὴ λι­τό­τη­τα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στῆ. Δὲ μᾶς δι­η­γεῖ­ται δη­λα­δὴ γιὰ τὸν κα­θέ­να ἀ­πὸ ὅ­σους θε­ρα­πεύ­ον­ταν, ἀλ­λὰ μὲ δύ­ο λό­γι­α πα­ρα­τρέ­χει ἀ­να­ρίθ­μη­το πλῆ­θος ἀ­πὸ θαύ­μα­τα. «Τοῦ ἔ­φε­ραν, λέ­ει, ὅ­λους ὅ­σοι τα­λαι­πω­ροῦν­ταν ἀ­πὸ δι­ά­φο­ρες ἀ­σθέ­νει­ες καὶ βα­σα­νί­ζον­ταν, δαι­μο­νι­σμέ­νους, σε­λη­νι­α­ζο­μέ­νους, πα­ρα­λυ­τι­κοὺς καὶ τοὺς θε­ρά­πευ­σε». Ἀλ­λὰ αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ ἀ­ξι­ο­πε­ρί­ερ­γο, για­τί δη­λα­δὴ δὲ ζή­τη­σε ἀ­πὸ κα­νέ­να τοὺς πί­στη οὔ­τε καν εἶ­πε αὐ­τὸ ποῦ ἔ­πει­τα φα­νε­ρὰ ἔ­λε­γε· «Πι­στεύ­ε­τε ὅ­τι μπο­ρῶ νὰ τὸ κά­νω αὐ­τό»; Αὐ­τὸ ἔ­γι­νε ἐ­πει­δὴ δὲν εἶ­χε δώ­σει ἀ­κό­μα ἀ­πό­δει­ξη τῆς δυ­νά­με­ώς Του. Ἐξ ἄλ­λου τὸ ὅ­τι ἔρ­χον­ταν σ’ Αὐ­τὸν εἴ­τε ἀ­πὸ μό­νοι τους εἴ­τε τοὺς ἔ­φερ­ναν ἄλ­λοι, μαρ­τυ­ροῦ­σε πί­στη ἀ­ξι­ό­λο­γη. Τοὺς ἔ­φερ­ναν ἀ­πὸ μα­κρι­ὰ καὶ δὲ θὰ τοὺς εἶ­χαν φέ­ρει, ἂν δὲν εἶ­χαν πεί­σει τὸν ἑ­αυ­τὸ τοὺς γι’ Αὐ­τὸν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά.

    Ἂς τὸν ἀ­κο­λου­θή­σου­με λοι­πὸν κι ἐ­μεῖς. Για­τί ἔ­χου­με πολ­λὲς ἀ­σθέ­νει­ες στὴν ψυ­χή μας κι αὐ­τὲς θέ­λει πρῶ­τα νὰ θε­ρα­πεύ­σει. Γι’ αὐ­το­ ­α­πο­κα­θι­στὰ τὶς σω­μα­τι­κὲς ἀ­σθέ­νει­ες, γιὰ νὰ ἐ­ξο­ρί­σει τὶς ψυ­χι­κὲς ἀ­πὸ τὴν ψυ­χή μας. Ἂς ἔρ­θου­με λοι­πὸν κον­τά Του καὶ ἂς μὴν Τοῦ ζη­τή­σου­με τί­πο­τα βι­ο­τι­κό, πα­ρὰ μό­νο τὴ συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας· μᾶς τὴ δί­νει καὶ τώ­ρα, ἂν τὴν ἐ­πι­δι­ώ­κου­με μὲ ζῆ­λο. Τό­τε εἶ­χε φτά­σει ἡ φή­μη Του ὡς τὴ Συ­ρί­α· τώ­ρα ἔ­χει φτά­σει σ’ ὅ­λη τὴν οἰ­κου­μέ­νη. Κι ἐ­κεῖ­νοι ἔ­τρε­χαν κον­τά Του, ὅ­ταν ἄ­κου­γαν μό­νο πὼς θε­ρά­πευ­ε δαι­μο­νι­σμέ­νους· ἐ­σὺ ὅ­μως, ποὺ ἔ­χεις πε­ρισ­σό­τε­ρες καὶ με­γα­λύ­τε­ρες ἀ­πο­δεί­ξεις γιὰ τὴ δύ­να­μή Του, για­τί δὲ ση­κώ­νε­σαι νὰ τρέ­ξεις σ’ Αὐ­τόν; Κι ἐ­κεῖ­νοι μὲν ἄ­φη­σαν καὶ πα­τρί­δα καὶ φί­λους καὶ συγ­γε­νεῖς· ἐ­σὺ ὅ­μως δὲ θέ­λεις οὔ­τε τὸ σπί­τι σου ν’ ἀ­φή­σεις, γιὰ νὰ πᾶς κον­τά Του καὶ νὰ λά­βεις πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρα; Ἡ μᾶλ­λον δὲ ζη­τᾶ­με οὔ­τε καν αὐ­τὸ ἀ­πὸ σέ­να. Ἄ­φη­σε μό­νο τὴν κα­κὴ συ­νή­θει­α καὶ μέ­νον­τας στὸ σπί­τι σου μα­ζὶ μὲ τοὺς δι­κούς σου θὰ μπο­ρέ­σεις εὔ­κο­λα νὰ σω­θεῖς...

Ἂς βγά­λου­με ἀ­πὸ τὴ μέ­ση τὴν πη­γὴ τῶν κα­κῶν (τὴν ἁ­μαρ­τί­α) καὶ ὅ­λα τὰ κύ­μα­τα τῶν ἀ­σθε­νει­ῶν θὰ στα­μα­τή­σουν.