«Μου εδιηγείτο ο παππούς» λέει κάποτε σε μία ομιλία του ο μακάριος Γέρων Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός , αναφερόμενος σε μία διήγηση του πολυαγαπημένου Γέροντα του, Ιωσήφ του Ησυχαστού, «που πήγαινε στα Καυσοκαλύβια να μάθει εργόχειρο κι είχε εκεί κάτι γεροντάκια που δεν ήξεραν καν το λάδι, ότι, δηλαδή, γίνεται κατάλυσις ελαίου!».
«Ήταν ασκητές» μεταφέρει τη διηγήση ο Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός, «και σιγά σιγά τους έπεισαν κάθε Σαββατοκύριακο να βάζουν από μία κουταλιά λάδι, διότι τα φαγητά ήταν τέσσερα: φακές, ρεβίθια, φασόλια και κουκιά. Αυτά ήταν, δεν ήταν τίποτε άλλο. Και κάθε εβδομάδα είχαν ένα είδος από αυτό το φαγητό και το Σαββατοκύριακο έβαζαν και μία κουταλιά λάδι».
«Μία φορά» λέει, τώρα, ο Γέρων Ιωσήφ, όπως ακριβώς τους το μετέφερε ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής, «επειδή ήταν τόσο ταλαιπωρημένα τα γεροντάκια, έπιασε ο Γέροντας και τους έβρασε λίγο καλαμπόκι, μπομπότα, που λένε, και αφού το έβρασε, έσκασε αυτό και του έριξε λίγο σωρώπι μέσα. Είχε κάτι παλιοζάχαρες σε ένα κουτί μέσα, είχε σκουριάσει, σαν αίμα ήταν, ποιος ξέρει, τους το έδωσαν οι Ρώσοι παλιά και δεν ήξεραν τι να το κάνουν. Κι έπιασε ο Ιωσήφ ο Ησυχαστής κι έλιωσε εκείνην τη ζάχαρη, την έκανε σωρώπι και το έριξε στην μπομπότα τη σκασμένη».
«Κι έφαγαν και έκλαιαν από τη χαρά τους!!» λέει με έμφαση ο παππούς, μεταφέροντας αυτή τη θύμηση του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού.
«Πρώτη φορά είδαν και αυτοί ότι υπάρχει γλύκασμα στη ζωή των ανθρώπων!!...
Έκλαιαν από χαρά, σαν μωρά έκαναν!!».