«Εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησι»
Ο Άγιος Φιλάρετος, ζούσε κατά τους χρόνους, που στην Κωνσταντινούπολη βασίλευε ο Κωνσταντίνος και η Ειρήνη, περί το έτος 780 μ.Χ. Γεννήθηκε λίγο μετά το 700 μ.Χ. Καταγόταν από τα μέρη της Παφλαγονίας και από την πόλη Άμνειαν. Ήταν επίσημος και κατείχε το αξίωμα του Υπάτου. Ήταν όμως ο μακάριος και πραγματικά φιλάρετος. Ήταν και πολύ πλούσιος. Είχε πολλά ζώα. Είχε χωράφια, αμπέλια και άλλα κτήματα. Επίσης είχε πολλούς δούλους και υπηρέτες. Η γυναίκα του, η Θεοσεβή, ήταν ευγενική. Φοβόταν και σεβόταν τον Κύριο. Είχαν ένα αγόρι τον Ιωάννη και δύο θυγατέρες, την Υπατία και την Ευανθία. Ο Φιλάρετος ήταν πολύ ελεήμων, και φιλόξενος. Κάθε μέρα έδιδε άφθονα από τα πλούτη του στους φτωχούς, στους πεινασμένους, στους γυμνούς, στις χήρες και στα ορφανά. Η φήμη του ακούστηκε σ’ όλη την Ανατολή. Έρχονταν, λοιπόν, οι φτωχοί και όσοι είχαν ανάγκην. Έπαιρναν από αυτόν άλλος χρήματα, άλλος ζώα, άλλος άλλο τι, ανάλογα με την ανάγκη που είχε ο καθένας. Το σπίτι του ευλογημένου Φιλαρέτου, ήταν πηγή ανεξάντλητος. Και όσο αυτός έδιδε με πρόσωπο χαρούμενο, τόσο ο πλουσιόδωρος Κύριος, πλήθυνε τα αγαθά του περισσότερο.
Γίνεται φτωχός
Ο μισόκαλος όμως φθόνησε την αρετή του Φιλαρέτου. Ο Φιλάρετος όμως πτώχευσε. Πτώχευσε διότι έδιδε κατά την συνήθειά του κάθε ημέρα ελεημοσύνη. Μοίραζε τα κτήνη του και την περιουσία του. Άλλα και διότι κλέφτες και κακοποιοί τον έκλεβαν και οι δυνατότεροι του άρπαζαν την περιουσία. Δεν του έμειναν, παρά ένα ζευγάρι βόδια, ένας όνος, μια αγελάδα με το μοσχαράκι της και μερικά μελίσσια. Τα χωράφια του τα άρπαξαν με το έτσι θέλω οι γεωργοί και οι γείτονες, γιατί είδαν, ότι όταν πτώχευσε δεν μπορούσε να τα καλλιεργήσει. Έτσι λοιπόν άλλοι με τη βία και άλλοι παρακαλώντας, του τα πήραν όλα και δεν του άφησαν τίποτε παρά το σπίτι, όπου κατοικούσε. Από αυτά όλα, που έπαθε ο Φιλάρετος δεν λυπόταν καθόλου.
Δίδει το βόδι από το ζευγάρι του
Μια μέρα ο Φιλάρετος επήρε το ζευγάρι του και επήγε στο χωράφι του, που του είχε απομείνει, να εργαστεί. Έχει κοντά ατό χωράφι του εργαζόταν ένας άλλος γεωργός φτωχός με το βόδι του. Έξανα το βόδι του ψόφησε. Ο δύστυχος λυπήθηκε πάρα πολύ, γι’ αυτό που έπαθε, διότι ήταν φτωχός πολύ, αλλά και χρεωμένος. Έτρεξε αμέσως στο Φιλάρετο, να του πει τη συμφορά του και τουλάχιστον να τον παρηγορήσει γιατί ήξερε, ότι δεν μπορούσε με άλλο τρόπο να τον βοηθήσει. Ο ελεήμων όμως, άνθρωπος, όταν είδε τον γείτονά του δακρυσμένο, τον συμπόνεσε. Αμέσως ξέζεψε το βόδι του και του το χάρισε.
Χαρίζει και το άλλο βόδι
Μετά πέντε ημέρες, εκεί που έβοσκε το βόδι του γεωργού, έφαγε φαρμακερό βότανο και ψόφησε. Αμέσως ο γεωργός πήρε εκείνο το βόδι που του χάρισε ο Φιλάρετος και το πήγε στο σπίτι του, λέγοντας:
—Για την αμαρτία που έκανα, παίρνοντάς σου το βόδι, αδίκησα τα παιδιά σου. Ο Θεός με τιμώρησε, για την αδιακρισία μου και μου θανάτωσε και το άλλο το δικό μου. Αλλά ο Φιλάρετος του έδωσε και το άλλο το δικό του και του λέγει:
—Πάρε και αυτό και δούλευε, γιατί εγώ σκοπεύω να πάω σε άλλο τόπο μακρινό και δεν το χρειάζομαι.
Έχω κρυμμένα χρήματα πολλά
Στο σπίτι όμως του Φιλαρέτου, κλαίγανε η γυναίκα του και τα παιδιά του γιατί πλέον ήταν φτωχοί και δεν είχαν ούτε το ζευγάρι για να καλλιεργήσουν την γη τους και να βγάλουν το ψωμί τους. Όμως τους Άγιος τους παρηγόρησε και τους είπε:
—Μη στενοχωρείστε. Έχω χρήματα κρυμμένα σε ένα τόπο τόσα πολλά, ώστε εκατό χρόνια να ζήσετε, και να ντύνεστε. Εγώ είχα προβλέψει αυτή τη φτώχεια μας και όταν πωλούσα τα ζώα, φύλαγα τα χρήματα.
Αυτά τους τα έλεγε με τέτοια βεβαιότητα, διότι προέβλεπε με την χάριν του Αγίου Πνεύματος, σαν προορατικός, σαν προφήτης, εκείνο, που έμελλε να γίνει ύστερα, όπως και έγινε. Κατόπιν ο Άγιος ο ελεήμονας έδωσε και το άλογο και την αγελάδα του με το μοσχαράκι της σε δύο φτωχούς. Και από το υστέρημα του πάλι ο Άγιο έδινε ελεημοσύνη στους φτωχούς
Φιλοξενεί θαυμαστώς την Βασιλική αποστολή
Τον καιρό εκείνο, βασίλευε η φιλόχριστος Ειρήνη και ο υιός της, Κωνσταντίνος, (780-794). Η βασίλισσα και ο υιός της σκέφθηκαν να διαλέξουν την πιο ωραία και ενάρετη κόρη, για σύζυγο του βασιλέως. Έστειλαν, λοιπόν, αξιωματικούς εις πάσαν πόλιν και χώραν για να βρουν την πιο ωραία και καλή με χριστιανική ανατροφή. Αφού πήγαν σ’ όλες τις πόλεις, ήλθαν και στην Άμνεια. Όταν είδαν οι βασιλικοί άνθρωποι το ωραίο σπίτι του Φιλάρετου, νόμισαν ότι κανενός μεγάλου άρχοντος θα είναι. Διέταξαν τους υπηρέτες τους να καταλύσουν εκεί. Ο Φιλάρετος, όταν τους είδε να έρχονται, πήρε το ραβδί του και προϋπάντησε τους ξένους με μεγάλη χαρά, λέγοντας:
—Σας ευχαριστώ που καταδεχτήκατε να καταλύσετε στο φτωχικό μας.
Έπειτα διέταξε τη γυναίκα του να ετοιμάσει με επιμέλεια φαγητό για να φάνε οι ξένοι.
Η γυναίκα του όμως του λέγει:
—Μια κότα δεν άφησες, δυστυχισμένε, στο σπίτι σου. Τι να τους ετοιμάσω;
Ο Άγιος όμως της λέγει:
—Άναψε συ το τζάκι, στόλισε το μεγάλο τρίκλινο και καθάρισε την ελεφαντένια τράπεζα εσύ και ο Θεός θα μας στείλει τώρα και φαγητά, όσα θέλομε.
Ετοίμασε, λοιπόν, η γυναίκα του όλα, όπως της είπε. Και ω του θαύματος! Οι πρώτοι της χώρας, έφεραν από την ιδιαίτερη πόρτα, αρνιά, κριάρια, κότες, περιστέρια, παλιό κρασί και ότι άλλο χρειαζόταν ένα μεγάλο τραπέζι.
Ζητούσαν νύμφη για τον Βασιλέα
Έφαγαν και ευχαριστήθηκαν οι φιλοξενούμενοι. Την επόμενη ημέρα θέλησαν να δουν την οικογένεια του Φιλάρετου. Έτσι στολίσθηκαν τα κορίτσια και με τάξη, ήλθαν και προσκύνησαν τους ξένους, με σχήμα θαυμάσιο. Οι βασιλικοί ξένοι, όταν είδαν το κάλλος των κοριτσιών, την ευταξία τους, τους τρόπους τους, θαύμασαν και ευχαριστήθηκαν που βρήκαν ότι ζητούσαν. Άρχισαν αμέσως να εξετάζουν την ηλικία, να μετρούν το σώμα, το πόδι του καθενός σύμφωνα με την παραγγελία, που είχαν. Όλα ήσαν τέλεια. Και η μορφή ομοίαζε με την εικόνα που βαστούσαν. Τότε τους πήραν όλους, με μεγάλη χαρά: Τον γέροντα Φιλάρετο, την σύζυγο του Θεοσεβή, τον πρώτο υιό του, τον Ιωάννη, την θυγατέρα του Υπατία, που ήταν χήρα με τις δυο θυγατέρες της, την Μαρία και την Μαρανθία και με όλους αυτούς τους συγγενείς των, εν όλω τριάντα άτομα, έφυγαν για τα Ανάκτορα.
Πως βρέθηκε ο κρυμμένος θησαυρός
Όταν έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη αμέσως την μεν πρώτη την Μαρία, στεφανώθηκε ο βασιλεύς, την δε δεύτερη, ένας άρχοντας, πατρίκιος το αξίωμα, και την άλλη εγγονή του Αγίου, την θυγατέρα της άλλης του κόρης, την έστειλαν εις τον βασιλέα των Λογγοβάρδων, τον Αργούσην. Αυτός είχε ζητήσει να του στείλουν από την Κωνσταντινούπολη μία κόρη ως σύζυγο. Έγιναν, λοιπόν, οι γάμοι με μεγάλη χαρά. Κάλεσε ο βασιλεύς, όλους τους συγγενείς του Φιλαρέτου, και τους έδωσε από τον μικρότερο ως τον μεγαλύτερο, τόπους πολλούς, να ορίζουν δικούς τους. Τους έδωσε ακόμη κτήματα, ενδυμασίες, χρυσάφι, πολύτιμους λίθους, μαργαριτάρια και σπίτια πολλά να κατοικούν κοντά στο παλάτι. Τότε θυμήθηκαν όλοι τα λόγια του γέροντος Φιλαρέτου, που τους έλεγε, ότι έχει θησαυρό κρυμμένο και τον μακάριζαν και τον ευχαριστούσαν, που τους προξένησε τόση ευτυχία. Ο δε Άγιος γέροντας, αφού έλαβε από τον βασιλέα πολλά δωρήματα, δεν λησμόνησε τις δωρεές του Θεού, ούτε άφηκε την πρώτη του συνήθεια, αλλά τον ευχαριστούσε με λόγια και έργα πάντοτε.
Στο Μοναστήρι της κρίσεως για τον τάφο του
Ζούσε στο παλάτι ο Φιλάρετος όλη την ημέρα. Δεν θέλησε ποτέ όμως να φορέσει μεταξωτό ένδυμα, η χρυσή ζώνη. Ούτε αξίωμα θέλησε να πάρει από το βασιλιά. Μόνον, επειδή τον παρεκάλεσε ο βασιλεύς και η βασίλισσα, εδέχθη με βία μεγάλη το αξίωμα του Υπάτου.
Ήλθε όμως καιρός και ο Κύριος απεκάλυψε εις τον Φιλάρετο το τέλος της ζωής του. Επήρε, λοιπόν, τον υπηρέτη αυτόν, που κρατούσε τα βαλάντια της ελεημοσύνης και πήγαν κρυφά σ’ ένα Μοναστήρι της πόλεως που ονομάζονταν «της Κρίσεως». Έχει έμεναν παρθένες μοναχές. Ζήτησε από την ηγουμένη μνήμα πελεκητό καινούργιο. Εκείνη απόρησε. Τότε ο Άγιος της λέγει:
—Μετά δέκα ημέρες φεύγω από την ζωή αυτή και πηγαίνω στην άλλη Βασιλεία. Θέλω δε να ενταφιαστεί σ’ αυτό το μνήμα το άθλιο σώμα μου. Στον υπηρέτη είπε να μην αποκαλύψει σε κανέναν τίποτε.
Οι τελευταίες υποθήκες του
Όταν έφθασε στο σπίτι του, έπεσε στο κρεβάτι άρρωστος. Κατά την ενάτη ημέρα κάλεσε όλους τους συγγενείς του και τους είπε:
—Τέκνα μου, ο Βασιλεύς με κάλεσε να υπάγω προς αυτόν σήμερα. Αυτοί νόμισαν ότι λέγει για τον γαμβρό του και του λέγουν:
—Πως μπορείς να πας, αφού είσαι εξασθενημένος από την αρρώστια;
—Αυτοί, τους λέγει, που θα με σηκώσουν με θρόνο χρυσό, είναι εδώ δεξιά μου, αλλά σεις δεν τους βλέπετε.
Τότε κατάλαβαν τι σήμαιναν τα λόγια του και άρχισαν να κλαίνε. Ο Άγιος όμως τους έκανε νόημα να σιωπήσουν κι άρχισε να τους συμβουλεύει:
—Γνωρίζετε, παιδιά μου, καλά τη ζωή μου. Έκανα την ελεημοσύνη από τον κόπο μου και όχι από αδικίες και αρπαγές. Ενθυμείσθε τα πλούτη που είχα πρώτα, και την φτώχεια που μου ήλθε ύστερα. Και πάλιν βλέπετε τον τελευταίο πλούτο, που μου απέστειλε ο Κύριος. Μήπως με είδατε ποτέ να δώσω σημασία στα πλούτη ή να γογγύσω στη φτώχεια; Είδατε ποτέ να αδικήσω κανέναν άνθρωπο; Λοιπόν το ίδιο να κάνετε και σεις, αν θέλετε την σωτηρία σας. Μη λυπηθείτε τα πλούτη που χάνονται, αλλά δίδετε στους φτωχούς. Στείλατε τα σε εκείνον τον κόσμο, που πηγαίνω κι εγώ και θα σας τα φυλάξει ο Θεός ακαίρεον, να τον βρείτε όταν έλθετε. Μην τον αφήσετε εδώ, για να τον χαίρονται άλλοι και σεις να υποφέρετε βάσανα αιώνια. Μοιράστε τον σε χήρες και ορφανά, σε φυλακισμένους και σε Εκκλησιές και μοναστήρια για να σας τον ανταποδώσει ο πλουσιόδωρος βασιλεύς, να αγάλλεσθε την ουράνιο βασιλεία ατελεύτητα.
Ο ύπνος του δικαίου
Τότε ευχήθηκε την γυναίκα του και όλους τους συγγενείς του. Έλαμψε όλο το πρόσωπο του, σαν ήλιος και έψαλλε χαρούμενος το, «ἔλεος καί κρίσιν ἄσομαι σοί Κύριε». Τελειώνοντας το ψαλμόν, διεχύθηκε τόση ευωδία στο σπίτι, σαν να είχαν χύσει μύρο πολύτιμο και να θυμίαζαν με πολλά αρώματα. Τότε είπε και το Σύμβολο της Πίστεως, το «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν» και το «Πάτερ ἠμῶν». Όταν όμως έλεγε «Γεννηθήτω τό θέλημά σου» παρέδωκε την άγια του ψυχή, εις χείρας του Θεού, γέροντας πλέον και πλήρης ημερών. Καίτοι ήτο πολύ γέρων, ούτε τα δόντια του είχε χάσει, ούτε το χρώμα του προσώπου του είχε αλλάξει. Ήταν ανθηρός και ωραίος στο πρόσωπο, σαν μήλο η σαν τριαντάφυλλο. Εκοιμήθη το 792 μ.Χ.
Θαυματουργεί στην κηδεία του
Τότε ήλθε ο βασιλεύς και όλη η Σύγκλητος και οι συγγενείς και έθαψαν το τίμιο σώμα του εις τον τάφο, τον οποίον ετοίμασε ο ίδιος. Έδωκαν εκείνην την ημέρα πολλή ελεημοσύνη στους φτωχούς, οι οποίοι ακολουθούσαν το άγιο Λείψανο και θρηνούσαν και έλεγαν στον Θεό.
—Γιατί, Κύριε, μας στέρησες τον τροφέα και ευεργέτη μας; Ποιος θα μας ντύσει; Ποιος θα πληρώσει τα χρέη μας; Ποιος θα συμπαθήσει ημάς τους φτωχούς και ασήμαντους; Μεταξύ αυτών ήταν και ένας δαιμονισμένος, που ακολουθούσε. Εφώναζε άστατα και προσπαθούσε να ρίξει το λείψανο κάτω. Όταν όμως έφθασαν στον τάφο, ο δαίμονας έριξε τον άνθρωπο κάτω και τον τάραξε πολύ. Τότε το δαιμόνιον έφυγε. Ο άνθρωπος έγινε υγιής με την προσευχή του Αγίου Φιλαρέτου. Όταν είδαν αυτό το θαύμα, όλοι δόξασαν το Θεό, που έδωσε τόση χάρι στο δούλο του. Κατόπιν ενταφίασαν τον Άγιο στην λάρνακα, που αγόρασε ο ίδιος στο Μοναστήρι της Κρίσεως.
Στίχος
Θνῄσκει ὁ πᾶσαν ἀρετὴν φερωνύμως, Πάτερ φιλήσας, τόν γε μὴν οἶκτον πλέον.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως
Θείας πίστεως, περιουσίᾳ, διεσκόρπισας, τοῖς δεομένοις, τὸν προσόντα σοι πλοῦτον Φιλάρετε· καὶ εὐσπλαγχνίᾳ κοσμήσας τὸν βίον σου, τὸν χορηγόν του ἐλέους ἐδόξασας· Ὃν ἱκέτευε, δοθῆναι τοῖς εὐφημοῦσί σε, ῥανίδα οἰκτιρμῶν καὶ θεῖον ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον
Τοῦ Ἰὼβ κτησάμενος, ἐν πειρασμοῖς τὴν ἀνδρείαν, τοῖς πτωχοῖς διένειμας, ὡς συμπαθὴς τὸν σὸν πλοῦτον· ὤφθης γὰρ, τῆς εὐσπλαγχνίας ἔμψυχος βρύσις, νάμασι, τῶν θείων τρόπων σου ἱλαρύνων, τοὺς ἐκ πόθου σοι βοῶντας· χαίροις θεράπον Χριστοῦ Φιλάρετε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν πενήτων ὁ προμηθεύς, καὶ τῶν δυστυχούντων, ἀντιλήπτωρ καὶ βοηθός· χαίροις ὁ ἐν οἴκτῳ, τὸν Λόγον θεραπεύσας, Φιλάρετε τρισμάκαρ, Δικαίων σύσκηνε.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΠΕΝΤΑΠΟΣΤΑΓΜΑ
Ο μισόκαλος όμως φθόνησε την αρετή του Φιλαρέτου. Ο Φιλάρετος όμως πτώχευσε. Πτώχευσε διότι έδιδε κατά την συνήθειά του κάθε ημέρα ελεημοσύνη. Μοίραζε τα κτήνη του και την περιουσία του. Άλλα και διότι κλέφτες και κακοποιοί τον έκλεβαν και οι δυνατότεροι του άρπαζαν την περιουσία. Δεν του έμειναν, παρά ένα ζευγάρι βόδια, ένας όνος, μια αγελάδα με το μοσχαράκι της και μερικά μελίσσια. Τα χωράφια του τα άρπαξαν με το έτσι θέλω οι γεωργοί και οι γείτονες, γιατί είδαν, ότι όταν πτώχευσε δεν μπορούσε να τα καλλιεργήσει. Έτσι λοιπόν άλλοι με τη βία και άλλοι παρακαλώντας, του τα πήραν όλα και δεν του άφησαν τίποτε παρά το σπίτι, όπου κατοικούσε. Από αυτά όλα, που έπαθε ο Φιλάρετος δεν λυπόταν καθόλου.
Δίδει το βόδι από το ζευγάρι του
Μια μέρα ο Φιλάρετος επήρε το ζευγάρι του και επήγε στο χωράφι του, που του είχε απομείνει, να εργαστεί. Έχει κοντά ατό χωράφι του εργαζόταν ένας άλλος γεωργός φτωχός με το βόδι του. Έξανα το βόδι του ψόφησε. Ο δύστυχος λυπήθηκε πάρα πολύ, γι’ αυτό που έπαθε, διότι ήταν φτωχός πολύ, αλλά και χρεωμένος. Έτρεξε αμέσως στο Φιλάρετο, να του πει τη συμφορά του και τουλάχιστον να τον παρηγορήσει γιατί ήξερε, ότι δεν μπορούσε με άλλο τρόπο να τον βοηθήσει. Ο ελεήμων όμως, άνθρωπος, όταν είδε τον γείτονά του δακρυσμένο, τον συμπόνεσε. Αμέσως ξέζεψε το βόδι του και του το χάρισε.
Χαρίζει και το άλλο βόδι
Μετά πέντε ημέρες, εκεί που έβοσκε το βόδι του γεωργού, έφαγε φαρμακερό βότανο και ψόφησε. Αμέσως ο γεωργός πήρε εκείνο το βόδι που του χάρισε ο Φιλάρετος και το πήγε στο σπίτι του, λέγοντας:
—Για την αμαρτία που έκανα, παίρνοντάς σου το βόδι, αδίκησα τα παιδιά σου. Ο Θεός με τιμώρησε, για την αδιακρισία μου και μου θανάτωσε και το άλλο το δικό μου. Αλλά ο Φιλάρετος του έδωσε και το άλλο το δικό του και του λέγει:
—Πάρε και αυτό και δούλευε, γιατί εγώ σκοπεύω να πάω σε άλλο τόπο μακρινό και δεν το χρειάζομαι.
Έχω κρυμμένα χρήματα πολλά
Στο σπίτι όμως του Φιλαρέτου, κλαίγανε η γυναίκα του και τα παιδιά του γιατί πλέον ήταν φτωχοί και δεν είχαν ούτε το ζευγάρι για να καλλιεργήσουν την γη τους και να βγάλουν το ψωμί τους. Όμως τους Άγιος τους παρηγόρησε και τους είπε:
—Μη στενοχωρείστε. Έχω χρήματα κρυμμένα σε ένα τόπο τόσα πολλά, ώστε εκατό χρόνια να ζήσετε, και να ντύνεστε. Εγώ είχα προβλέψει αυτή τη φτώχεια μας και όταν πωλούσα τα ζώα, φύλαγα τα χρήματα.
Αυτά τους τα έλεγε με τέτοια βεβαιότητα, διότι προέβλεπε με την χάριν του Αγίου Πνεύματος, σαν προορατικός, σαν προφήτης, εκείνο, που έμελλε να γίνει ύστερα, όπως και έγινε. Κατόπιν ο Άγιος ο ελεήμονας έδωσε και το άλογο και την αγελάδα του με το μοσχαράκι της σε δύο φτωχούς. Και από το υστέρημα του πάλι ο Άγιο έδινε ελεημοσύνη στους φτωχούς
Φιλοξενεί θαυμαστώς την Βασιλική αποστολή
Τον καιρό εκείνο, βασίλευε η φιλόχριστος Ειρήνη και ο υιός της, Κωνσταντίνος, (780-794). Η βασίλισσα και ο υιός της σκέφθηκαν να διαλέξουν την πιο ωραία και ενάρετη κόρη, για σύζυγο του βασιλέως. Έστειλαν, λοιπόν, αξιωματικούς εις πάσαν πόλιν και χώραν για να βρουν την πιο ωραία και καλή με χριστιανική ανατροφή. Αφού πήγαν σ’ όλες τις πόλεις, ήλθαν και στην Άμνεια. Όταν είδαν οι βασιλικοί άνθρωποι το ωραίο σπίτι του Φιλάρετου, νόμισαν ότι κανενός μεγάλου άρχοντος θα είναι. Διέταξαν τους υπηρέτες τους να καταλύσουν εκεί. Ο Φιλάρετος, όταν τους είδε να έρχονται, πήρε το ραβδί του και προϋπάντησε τους ξένους με μεγάλη χαρά, λέγοντας:
—Σας ευχαριστώ που καταδεχτήκατε να καταλύσετε στο φτωχικό μας.
Έπειτα διέταξε τη γυναίκα του να ετοιμάσει με επιμέλεια φαγητό για να φάνε οι ξένοι.
Η γυναίκα του όμως του λέγει:
—Μια κότα δεν άφησες, δυστυχισμένε, στο σπίτι σου. Τι να τους ετοιμάσω;
Ο Άγιος όμως της λέγει:
—Άναψε συ το τζάκι, στόλισε το μεγάλο τρίκλινο και καθάρισε την ελεφαντένια τράπεζα εσύ και ο Θεός θα μας στείλει τώρα και φαγητά, όσα θέλομε.
Ετοίμασε, λοιπόν, η γυναίκα του όλα, όπως της είπε. Και ω του θαύματος! Οι πρώτοι της χώρας, έφεραν από την ιδιαίτερη πόρτα, αρνιά, κριάρια, κότες, περιστέρια, παλιό κρασί και ότι άλλο χρειαζόταν ένα μεγάλο τραπέζι.
Ζητούσαν νύμφη για τον Βασιλέα
Έφαγαν και ευχαριστήθηκαν οι φιλοξενούμενοι. Την επόμενη ημέρα θέλησαν να δουν την οικογένεια του Φιλάρετου. Έτσι στολίσθηκαν τα κορίτσια και με τάξη, ήλθαν και προσκύνησαν τους ξένους, με σχήμα θαυμάσιο. Οι βασιλικοί ξένοι, όταν είδαν το κάλλος των κοριτσιών, την ευταξία τους, τους τρόπους τους, θαύμασαν και ευχαριστήθηκαν που βρήκαν ότι ζητούσαν. Άρχισαν αμέσως να εξετάζουν την ηλικία, να μετρούν το σώμα, το πόδι του καθενός σύμφωνα με την παραγγελία, που είχαν. Όλα ήσαν τέλεια. Και η μορφή ομοίαζε με την εικόνα που βαστούσαν. Τότε τους πήραν όλους, με μεγάλη χαρά: Τον γέροντα Φιλάρετο, την σύζυγο του Θεοσεβή, τον πρώτο υιό του, τον Ιωάννη, την θυγατέρα του Υπατία, που ήταν χήρα με τις δυο θυγατέρες της, την Μαρία και την Μαρανθία και με όλους αυτούς τους συγγενείς των, εν όλω τριάντα άτομα, έφυγαν για τα Ανάκτορα.
Πως βρέθηκε ο κρυμμένος θησαυρός
Όταν έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη αμέσως την μεν πρώτη την Μαρία, στεφανώθηκε ο βασιλεύς, την δε δεύτερη, ένας άρχοντας, πατρίκιος το αξίωμα, και την άλλη εγγονή του Αγίου, την θυγατέρα της άλλης του κόρης, την έστειλαν εις τον βασιλέα των Λογγοβάρδων, τον Αργούσην. Αυτός είχε ζητήσει να του στείλουν από την Κωνσταντινούπολη μία κόρη ως σύζυγο. Έγιναν, λοιπόν, οι γάμοι με μεγάλη χαρά. Κάλεσε ο βασιλεύς, όλους τους συγγενείς του Φιλαρέτου, και τους έδωσε από τον μικρότερο ως τον μεγαλύτερο, τόπους πολλούς, να ορίζουν δικούς τους. Τους έδωσε ακόμη κτήματα, ενδυμασίες, χρυσάφι, πολύτιμους λίθους, μαργαριτάρια και σπίτια πολλά να κατοικούν κοντά στο παλάτι. Τότε θυμήθηκαν όλοι τα λόγια του γέροντος Φιλαρέτου, που τους έλεγε, ότι έχει θησαυρό κρυμμένο και τον μακάριζαν και τον ευχαριστούσαν, που τους προξένησε τόση ευτυχία. Ο δε Άγιος γέροντας, αφού έλαβε από τον βασιλέα πολλά δωρήματα, δεν λησμόνησε τις δωρεές του Θεού, ούτε άφηκε την πρώτη του συνήθεια, αλλά τον ευχαριστούσε με λόγια και έργα πάντοτε.
Στο Μοναστήρι της κρίσεως για τον τάφο του
Ζούσε στο παλάτι ο Φιλάρετος όλη την ημέρα. Δεν θέλησε ποτέ όμως να φορέσει μεταξωτό ένδυμα, η χρυσή ζώνη. Ούτε αξίωμα θέλησε να πάρει από το βασιλιά. Μόνον, επειδή τον παρεκάλεσε ο βασιλεύς και η βασίλισσα, εδέχθη με βία μεγάλη το αξίωμα του Υπάτου.
Ήλθε όμως καιρός και ο Κύριος απεκάλυψε εις τον Φιλάρετο το τέλος της ζωής του. Επήρε, λοιπόν, τον υπηρέτη αυτόν, που κρατούσε τα βαλάντια της ελεημοσύνης και πήγαν κρυφά σ’ ένα Μοναστήρι της πόλεως που ονομάζονταν «της Κρίσεως». Έχει έμεναν παρθένες μοναχές. Ζήτησε από την ηγουμένη μνήμα πελεκητό καινούργιο. Εκείνη απόρησε. Τότε ο Άγιος της λέγει:
—Μετά δέκα ημέρες φεύγω από την ζωή αυτή και πηγαίνω στην άλλη Βασιλεία. Θέλω δε να ενταφιαστεί σ’ αυτό το μνήμα το άθλιο σώμα μου. Στον υπηρέτη είπε να μην αποκαλύψει σε κανέναν τίποτε.
Οι τελευταίες υποθήκες του
Όταν έφθασε στο σπίτι του, έπεσε στο κρεβάτι άρρωστος. Κατά την ενάτη ημέρα κάλεσε όλους τους συγγενείς του και τους είπε:
—Τέκνα μου, ο Βασιλεύς με κάλεσε να υπάγω προς αυτόν σήμερα. Αυτοί νόμισαν ότι λέγει για τον γαμβρό του και του λέγουν:
—Πως μπορείς να πας, αφού είσαι εξασθενημένος από την αρρώστια;
—Αυτοί, τους λέγει, που θα με σηκώσουν με θρόνο χρυσό, είναι εδώ δεξιά μου, αλλά σεις δεν τους βλέπετε.
Τότε κατάλαβαν τι σήμαιναν τα λόγια του και άρχισαν να κλαίνε. Ο Άγιος όμως τους έκανε νόημα να σιωπήσουν κι άρχισε να τους συμβουλεύει:
—Γνωρίζετε, παιδιά μου, καλά τη ζωή μου. Έκανα την ελεημοσύνη από τον κόπο μου και όχι από αδικίες και αρπαγές. Ενθυμείσθε τα πλούτη που είχα πρώτα, και την φτώχεια που μου ήλθε ύστερα. Και πάλιν βλέπετε τον τελευταίο πλούτο, που μου απέστειλε ο Κύριος. Μήπως με είδατε ποτέ να δώσω σημασία στα πλούτη ή να γογγύσω στη φτώχεια; Είδατε ποτέ να αδικήσω κανέναν άνθρωπο; Λοιπόν το ίδιο να κάνετε και σεις, αν θέλετε την σωτηρία σας. Μη λυπηθείτε τα πλούτη που χάνονται, αλλά δίδετε στους φτωχούς. Στείλατε τα σε εκείνον τον κόσμο, που πηγαίνω κι εγώ και θα σας τα φυλάξει ο Θεός ακαίρεον, να τον βρείτε όταν έλθετε. Μην τον αφήσετε εδώ, για να τον χαίρονται άλλοι και σεις να υποφέρετε βάσανα αιώνια. Μοιράστε τον σε χήρες και ορφανά, σε φυλακισμένους και σε Εκκλησιές και μοναστήρια για να σας τον ανταποδώσει ο πλουσιόδωρος βασιλεύς, να αγάλλεσθε την ουράνιο βασιλεία ατελεύτητα.
Ο ύπνος του δικαίου
Τότε ευχήθηκε την γυναίκα του και όλους τους συγγενείς του. Έλαμψε όλο το πρόσωπο του, σαν ήλιος και έψαλλε χαρούμενος το, «ἔλεος καί κρίσιν ἄσομαι σοί Κύριε». Τελειώνοντας το ψαλμόν, διεχύθηκε τόση ευωδία στο σπίτι, σαν να είχαν χύσει μύρο πολύτιμο και να θυμίαζαν με πολλά αρώματα. Τότε είπε και το Σύμβολο της Πίστεως, το «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν» και το «Πάτερ ἠμῶν». Όταν όμως έλεγε «Γεννηθήτω τό θέλημά σου» παρέδωκε την άγια του ψυχή, εις χείρας του Θεού, γέροντας πλέον και πλήρης ημερών. Καίτοι ήτο πολύ γέρων, ούτε τα δόντια του είχε χάσει, ούτε το χρώμα του προσώπου του είχε αλλάξει. Ήταν ανθηρός και ωραίος στο πρόσωπο, σαν μήλο η σαν τριαντάφυλλο. Εκοιμήθη το 792 μ.Χ.
Θαυματουργεί στην κηδεία του
Τότε ήλθε ο βασιλεύς και όλη η Σύγκλητος και οι συγγενείς και έθαψαν το τίμιο σώμα του εις τον τάφο, τον οποίον ετοίμασε ο ίδιος. Έδωκαν εκείνην την ημέρα πολλή ελεημοσύνη στους φτωχούς, οι οποίοι ακολουθούσαν το άγιο Λείψανο και θρηνούσαν και έλεγαν στον Θεό.
—Γιατί, Κύριε, μας στέρησες τον τροφέα και ευεργέτη μας; Ποιος θα μας ντύσει; Ποιος θα πληρώσει τα χρέη μας; Ποιος θα συμπαθήσει ημάς τους φτωχούς και ασήμαντους; Μεταξύ αυτών ήταν και ένας δαιμονισμένος, που ακολουθούσε. Εφώναζε άστατα και προσπαθούσε να ρίξει το λείψανο κάτω. Όταν όμως έφθασαν στον τάφο, ο δαίμονας έριξε τον άνθρωπο κάτω και τον τάραξε πολύ. Τότε το δαιμόνιον έφυγε. Ο άνθρωπος έγινε υγιής με την προσευχή του Αγίου Φιλαρέτου. Όταν είδαν αυτό το θαύμα, όλοι δόξασαν το Θεό, που έδωσε τόση χάρι στο δούλο του. Κατόπιν ενταφίασαν τον Άγιο στην λάρνακα, που αγόρασε ο ίδιος στο Μοναστήρι της Κρίσεως.
Στίχος
Θνῄσκει ὁ πᾶσαν ἀρετὴν φερωνύμως, Πάτερ φιλήσας, τόν γε μὴν οἶκτον πλέον.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως
Θείας πίστεως, περιουσίᾳ, διεσκόρπισας, τοῖς δεομένοις, τὸν προσόντα σοι πλοῦτον Φιλάρετε· καὶ εὐσπλαγχνίᾳ κοσμήσας τὸν βίον σου, τὸν χορηγόν του ἐλέους ἐδόξασας· Ὃν ἱκέτευε, δοθῆναι τοῖς εὐφημοῦσί σε, ῥανίδα οἰκτιρμῶν καὶ θεῖον ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον
Τοῦ Ἰὼβ κτησάμενος, ἐν πειρασμοῖς τὴν ἀνδρείαν, τοῖς πτωχοῖς διένειμας, ὡς συμπαθὴς τὸν σὸν πλοῦτον· ὤφθης γὰρ, τῆς εὐσπλαγχνίας ἔμψυχος βρύσις, νάμασι, τῶν θείων τρόπων σου ἱλαρύνων, τοὺς ἐκ πόθου σοι βοῶντας· χαίροις θεράπον Χριστοῦ Φιλάρετε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν πενήτων ὁ προμηθεύς, καὶ τῶν δυστυχούντων, ἀντιλήπτωρ καὶ βοηθός· χαίροις ὁ ἐν οἴκτῳ, τὸν Λόγον θεραπεύσας, Φιλάρετε τρισμάκαρ, Δικαίων σύσκηνε.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΠΕΝΤΑΠΟΣΤΑΓΜΑ