Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΡΗΤΟΝ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ· «ΚΑΘΕΛΩ ΜΟΥ ΤΑΣ ΑΠΟΘΗΚΑΣ ΚΑΙ ΜΕΙΖΟΝΑΣ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΩ» ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ


Η φύσις των πειρασμών είναι διπλή. Διότι ή αι θλίψεις βασανίζουν τας καρδίας, όπως τον χρυσόν εις την κάμινον, με το να δοκιμάζουν δια της υπομονής την ακε­ραιότητα των, ή πολλάς φοράς και αι ιδίαι αι αφθονίαι της ζωής γίνονται το δοκιμαστήριον δια τους περισσοτέρους. Διότι εξ ίσου είναι δύσκολον και να διαφυλαχθή αταπείνωτος η ψυχή εις τας δυσκολίας των πραγμάτων και να μη αλαζονευθή και εκτραπή προς αδικίαν εις τας ευτυχείς περι­στάσεις.
Παράδειγμα δε από το πρώτον είδος των πειρασμών είναι ο μεγάλος Ιώβ. Αυτός ο ακαταμάχητος αθλητής. Ο οποίος με το να υποδεχθή με ακλόνητον καρδίαν και αμετάβλητον φρόνημα ολόκληρον την ωσάν ορμήν χειμάρρου σφοδρότητα του διαβόλου, απεδείχθη τόσον ανώτερος από τους πειρασμούς, όσον πιο μεγάλα και ανυπέρβλητα του εφάνησαν ότι είχαν προβληθή από τον εχθρόν τα αγωνί­σματα.


Παραδείγματα δε από τους πειρασμούς που προέρχον­ται λόγω της ευημερίας εις την ζωήν είναι και μερικά άλλα, αλλά και αυτός εδώ ο πλούσιος που τώρα δα ανεγνώσαμεν. Αυτός, άλλον μεν πλούτον κατείχεν, άλλον δε ήλπιζεν ότι θα απόκτηση. Διότι ο φιλάνθρωπος Θεός από την αρχήν δεν τον κατηγόρησε δια αγνώμονα συμπεριφοράν, αλλά πάντοτε εις τον υπάρχοντα πλούτον επρόσθετε και άλλον, μήπως τυχόν, αφού του επροκαλούσε κάποτε κορεσμόν, θα ημπορούσε να προτρέψη την ψυχήν να γίνη κοινωνική και ήμερη. Διότι λέγει· «Ενός άνθρωπου πλουσίου τα χω­ράφια έφεραν μεγάλην εσοδείαν και εσκέπτετο μέσα του˙ τι να κάνω; Θα κατεδαφίσω τας αποθήκας μου και θα κτί­σω μεγαλυτέρας». Διατί λοιπόν έφεραν μεγάλην εσοδείαν τα χωράφια ενός άνθρωπου που δεν έμελλε να κάμη κανένα καλόν από την ευφορίαν; Δια να φανή καλύτερα η μακρο­θυμία του Θεού και ότι η αγαθότης του φθάνει μέχρι και του σημείου τούτου. Διότι «βρέχει δια τους δικαίους και αδί­κους και ανατέλλει τον ήλιόν του δια τους πονηρούς και αγαθούς». Η καλωσύνη όμως αυτή του Θεού επισωρεύει μεγαλυτέραν κόλασιν δια τους πονηρούς. Έρριξε τας βροχάς εις την γην που καλλιεργείται από τα αρπακτικά χέρια, έδωκε τον ήλιον δια να θερμαίνη τους σπόρους και να πολλαπλασιάζη δια της ευφορίας τους καρπούς. Και αυτά μεν που προέρχονται από τον Θεον είναι τέτοια˙ καταλληλότης γης, εύκρατοι καταστάσεις αέρων, αφθονίαι σπερμάτων, συνεργία βοδιών, και όλα τα άλλα με τα οποία εκ φύσεως η γεωργία ακμάζει. Από τον άνθρωπον όμως ποία; Η ακρότης του ήθους, η μισανθρωπία, η δυσκολία του να δώση.

Αυτά εις τον ευεργέτην και εν συγκρίσει προς τα ιδικά του ανταπέδωκεν ο άνθρωπος. Δεν ενεθυμήθη την κοινήν φύσιν, δεν ενόμισεν ότι έπρεπε να διαμοιράση το πλεό­νασμα εις τους πτωχούς, δεν ελογάριασε καθόλου την εντολήν «μη αρνηθής βοήθειαν εις τους πτωχούς» και «το έλεος και η αγαθή πίστις ας μη σε εγκαταλείψουν» και «να διαμοιράζης τον άρτον σου μ' αυτόν που πείνα». Και μολονότι το διαλαλούν δυνατά όλοι οι προφήται και όλοι οι διδάσκαλοι, όμως δεν εισηκούοντο. Αλλ' αι μεν απο­θήκαι, στενοχωρούμεναι από το πλήθος των αποθηκευομένων αγαθών, έσπαζαν, η άπληστος όμως καρδία δεν εχόρταινε. Διότι με το να προσθέτη πάντοτε τα νέα εισοδήματα εις τα παλαιά και να αυξάνη την ευπορίαν με τας ετησίας συγκομιδάς περιέπεσεν εις την αδιέξοδον αυτήν δυσχέρειαν, να μη επιτρέπη δηλαδή λόγω της πλεονεξίας να ανακόπτη άφ' ενός μεν την ορμήν του ως προς τα παλαιά, άφ’ ετέρου δε να μη επαρκή εις το να αποθηκεύη τα νέα, λόγω του πλήθους. Δια τούτο τα σχέδια του ήταν ακατόρθωτα και ανυπέρβλητοι αι φροντίδες του. «Τι να κάνω»;

Ποίος δεν θα ελεούσεν αυτόν που τόσον πολύ στενοχωρείται; Ταλαίπωρος εμπρός εις την μεγάλην εσοδείαν, ελεεινός εμ­πρός εις τα παρόντα αγαθά και ακόμη πιο ελεεινός εμπρός εις τα αναμενόμενα. Διότι η γη δεν του αποφέρει εισοδήματα· βλαστάνει δι' αυτόν στεναγμούς˙ δεν του συγκεντρώνει ευφορίαν καρπών, αλλά φροντίδας, λύπας και φοβεράν αμη­χανίαν. Θρηνεί παρομοίως με αυτούς που είναι φτωχοί. Ή μήπως και αυτός που στενοχωρείται λόγω της πτώχειας του δεν θα εκβάλη την ιδίαν κραυγήν «Τι να κάνω»; Από που τροφαί; από που ενδύματα; Τα ίδια λέγει και ο πλούσιος. Θλίβεται κατά την καρδίαν του, κατατρωγόμένος από την μέριμναν. Δηλαδή αυτό που ευφραίνει τους άλλους, στενοχωρεί τον πλεονέκτην. Διότι δεν χαίρει που όλα εις το σπί­τι του είναι γεμάτα προς χάριν του, αλλά ο πλούτος που τον περιβάλλει και ξεχειλίζει από τας αποθήκας του αγκυ­λώνει την ψυχήν, μη τύχη και σκύψη και προς τους έξω και γίνη αφορμή κάποιου καλού δια τους πτωχούς.

2. Και όμως μου φαίνεται πως το πάθος του ομοιάζει με το πάθος της ψυχής των κοιλιοδούλων, οι οποίοι προτι­μούν να σκάσουν καλύτερα παρά να δώσουν κάτι από τα υπολείμματα εις τους ενδεείς. Άκου, άνθρωπε, τον χορηγόν. Θυμήσου ποίος είσαι; τι διαχειρίζεσαι; από ποίον έλαβες; διατί επροτιμήθης ανάμεσα εις τους πολλούς; Εχεις γίνει υπηρέτης του αγαθού Θεού, οικονόμος των συνανθρώπων σου. Να μη νομίζης ότι όλα έχουν ετοιμασθή δια την ιδικήν σου κοιλίαν. Δι' αυτά που κρατάς εις τα χέρια σου να σκέ­πτεσαι, ωσάν να είναι ξένα. Σε ευφραίνουν δι’ ολίγον χρόνον και έπειτα ξεγλυστρούν και χάνονται· δι' αυτά όμως θα σου απαιτηθή λόγος με κάθε λεπτομέρειαν. Εσύ όμως όλα μαζί τα έχεις αμπαρώσει με θύρας και μοχλούς. Και αφού τα ασφάλισες καλά επαγρυπνείς με τας φροντίδας και σκέ­πτεσαι μέσα σου, χρησιμοποιών τον εαυτόν σου ασύνετον σύμβουλον. «Τι να κάνω»; Εύκολον ήταν να ειπή ότι θα χορτάσω τας ψυχάς αυτών που πεινούν, θα ανοίξω τας αποθήκας και θα προσκαλέσω όλους τους πτωχούς. Θα μιμηθώ τον Ιωσήφ εις το κήρυγμα της φιλανθρωπίας. Θα είπω γενναιόκαρδον λόγον. Όσοι δεν έχετε άρτον, ελάτε εις εμέ. Ο καθένας να λάβη από την δωρεάν που έχει δοθή από τον Θεόν, ωσάν από κοινήν πηγήν, όσον του είναι αρκετόν. Αλλά συ δεν είσαι τέτοιος. Από που; Συ ο οποίος φθονείς τους ανθρώπους δια την απόλαυσιν των αγαθών, που πο­νηρά βουλεύεσαι εις την ψυχήν σου και φροντίζεις όχι το πως θα δώσης εις τον καθένα τα αναγκαία, αλλά το πως αφού τα αποθήκευσης όλα, θα αποστέρησης όλους από την ωφέλειαν εξ αυτών. Εύρίσκοντο εμπρός του αυτοί που ζη­τούν την ψυχήν του και εκείνος διελέγετο με την ψυχήν του δια τα βρώματα. Την νύκτα αυτήν τον έπαιρνα και ε­κείνος εφαντάζετο πολυχρόνιον την απόλαυσιν. Του επε­τράπη να σκεφθή το κάθε τι και να γνωστοποίηση την γνώ­μην του, δια να δεχθή την απόφασιν που αξίζει εις την προαίρεσίν του.

3. Αυτό να μη το πάθης εσύ. Διότι δια τον λόγον αυ­τόν έχει γραφή, δια να αποφύγωμεν την ομοίωσίν με αυτόν. Να μιμήσαι την γην, άνθρωπε να καρποφορήσης όπως εκείνη. Να μη φανής κατώτερος από την άψυχον γην. Εκείνη λοιπόν εκτρέφει τους καρπούς, όχι δια να τους απολαμβάνη η ιδία, αλλά δια να υπηρέτηση εσέ. Εσύ όμως όποιον καρπόν της αγαθοεργίας και αν επίδειξης, δια τον εαυτόν σου τον μαζεύεις, διότι αι χάριτες των αγαθών έργων επι­στρέφουν εις αυτούς που δίδουν. Δίδεις εις αυτόν που πείνα και ιδικόν σου γίνεται αυτό που δίδεται, διότι επανέρχεται με προσθήκην. Διότι όπως ο σπόρος του σίτου, αφού πέση εις την γην, γίνεται κέρδος δια τον σπορέα, έτσι ο άρτος που κατετέθη εις τον πεινώντα αποφέρει ύστερα γόνιμον την ωφέλειαν. Να είναι λοιπόν δια σε το τέλος της γεωργίας αρχή της επουρανίου σποράς. Διότι λέγει «σπείρατε δια τον εαυτόν σας δικαιοσύνην». Διατί λοιπόν αγωνιάς; Διατί κόπτεσαι, προσπαθών να περίκλεισης τον πλούτον με πηλόν και πλίνθους; «Είναι προτιμότερον το καλόν ό­νομα από μεγάλα πλούτη». Εάν δε θαυμάζης τα χρήματα δια την τιμήν που λαμβάνεις από αυτά, σκέψου πόσον πολύ πιο ωφέλιμον δια δόξαν είναι να ονομάζεσαι πατέρας από μύρια παιδιά παρά να έχης μύριους στατήρας εις το βαλάντιόν σου.

Τα χρήματα βεβαίως, και χωρίς να το θέλης, θα τα εγκατάλειψης εδώ, την υπόληψιν όμως δια τα κα­λά έργα θα την προσκόμισης εις τον Δεσπότην, όταν ολό­κληρος λαός αφού σταθή εμπρός εις τον κοινόν κριτήν θα σε αποκαλή τροφέα και ευεργέτην και θα σου αποδίδη όλα τα ονόματα της φιλανθρωπίας. Δεν βλέπεις αυτούς που εις τα θέατρα δωρίζουν τον πλούτον τους εις τους αθλητάς του παγκρατίου, εις τους γελωτοποιούς και εις μερικούς θηριομάχους ανθρώπους, που θα εσιχαίνετο κανείς και να τους αντικρύση ακόμη, δια την στιγμιαίαν τιμήν και δια τας ζητωκραυγάς και τα χειροκροτήματα εκ μέρους του λαού; Και συ που μέλλεις να απόλαυσης τόσην μεγάλην δόξαν είσαι σφικτός εις τας δαπανάς αυτάς; Ο Θεός θα είναι αυτός που θα σε υποδεχθή. Άγγελοι πού θα επευφημούν όλοι οι άνθρωποι από κτίσεως κόσμου θα σε μακαρίζουν. Δόξα αιώνιος, στέφανος δικαιοσύνης, ουράνιος βασιλεία θα είναι τα έπαθλα δια σε λόγω της καλής διαχειρίσεως των φθαρτών τούτων πραγμάτων. Δια κανένα από αυτά δεν φροντίζεις, διότι λόγω της φροντίδος σου δια τα παρόντα περιφρονείς τα ελπιζόμενα αγαθά. Εμπρός λοιπόν, να δια­θέτης ποικιλοτρόπως τον πλούτον, αφού γίνης φιλότιμος και λαμπρός εις τας δαπανάς δι’αυτούς που έχουν ανάγ­κην. Ας λέγεται και δια σε˙ «εσκόρπισεν ελευθέρως, έδωκεν εις τους πτωχούς, η δικαιοσύνη του θα παραμένη αιωνίως». Να μη είσαι πολυδάπανος με το να προσθέτης πάντοτε νέας ανάγκας. Να μη περιμένης έλλειψιν σιταριού δια να ανοίξης τας σιταποθήκας. Διότι «αυτός που υπερτιμά το σιτάρι είναι λαοκατάρατος». Μη περιμένης την πείναν δια να κερδίσης χρυσόν, μήτε την κοινήν στέρησιν δια να πλουτίσης ο ίδιος. Μη γίνεσαι έμπορος των ανθρωπίνων συμφορών. Μη εκμεταλλευθής τον καιρόν της οργής του Θεού δια να αποκτήσης χρηματικήν περιουσίαν. Να μη εξερεθίσης τα τραύματα αυτών που έχουν ταλαιπωρηθή με το μαστίγιον της συμφοράς. Εσύ όμως αποβλέπεις εις το χρήμα και δεν προσβλέπεις εις τον αδελφόν. Και γνωρίζεις από μεν το νό­μισμα, το χαρακτηριστικόν χάραγμα και ξεχωρίζεις το πλαστόν από το γνήσιον, αγνοείς όμως καθ' ολοκληρίαν τον α­δελφόν σου, όταν ευρίσκεται εις την ανάγκην.

4. Και το μεν καλόν χρώμα του χρυσού σε υπερευχαριστεί, δεν λογαριάζεις όμως πόσον μεγάλος είναι ο στεναγμός ιού πτωχού που σε ακολουθεί. Πως να σου κάμω γνωστά τα βάσανα του πτωχού; Εκείνος, αφού παρατηρήση τα του σπιτιού του, βλέπει ότι ούτε χρυσός υπάρχει εις αυτόν ούτε θα υπάρξη ποτέ. Τα σκεύη δε και τα ενδύματα τέτοια, που αν γίνουν κτήματα των πτωχών, όλα όλα αξίζουν ο­λίγους άβολους. Τι λοιπόν; Στρέφει λοιπόν το βλέμμα του εις τα παιδιά και σκέπτεται να τα οδηγήση εις την αγοράν, δια να εύρη άπ' εδώ παρηγορίαν του θανάτου. Σκέψου εδώ τον αγώνα που επιβάλλεται από την ανάγκην της πείνης και από την πατρικήν στοργήν. Η μεν πείνα απειλεί τον οικτρότατον θάνατον, η δε φυσική στοργή των γο­νέων ανθίσταται και τον πείθει να πεθάνη μαζί με τα τέκνα του. Και αφού πολλάς φοράς ώρμησε και ωπισθοχώρησεν άλλας τόσας, τελικώς υπέκυψεν, εκβιασθείς από την αναγκαίαν και αμείλικτον στέρησιν. Και τι σκέπτεται ο πατέρας; Ποίον πρώτον να πωλήσω; Ποίον δε ο σιτοπώλης θα ιδή με ευχαρίστησιν; Να έλθω εις τον μεγαλύτερον; Εντρέπομαι όμως τα πρεσβεία του. Αλλά εις τον νεώτερον; Άλλ' ευσπλαγχνίζομαι την ηλικίαν του, διότι δεν ηξεύρει από συμφοράς. Το ένα φέρει ολοκάθαρα τα χαρακτηριστικά των γονέων. Εκείνος έχει καλήν επίδοσιν εις τα μαθήματα. Αχ τι αδιέξοδον! Τι να κάμω; Με ποίον από αυτούς να συγ­κρουσθώ; Ποίαν ψυχήν θηρίου να αναλάβω; Πως να λη­σμονήσω την φύσιν μου; Εάν όλους τους κρατήσω, θα τους ιδώ όλους να εξαντλούνται από την πείναν. Εάν ένα πωλήσω, με τι μάτια θα αντικρύσω τους υπολοίπους, εις τους οποίους θα έχω γίνει κιόλας ύποπτος δι' έλλειψιν εμπιστοσύνης; Πως θα κατοικήσω εις το σπίτι αφού κατέστησα τον εαυτόν μου άτεκνον; Πως θα έλθω να καθίσω εις το τραπέζι, που θα έχη τα αγαθά από μίαν τέτοιαν αιτίαν; Και αυτός μεν προσέρχεται να πωλήση με άφθονα δάκρυα το πιο αγαπητόν από τα παιδιά, εσύ δε δεν λυγίζεις από την συμφοράν; Δεν αναλογίζεσαι την φύσιν; Η πείνα συνθλίβει τον ταλαίπωρον και συ αναβάλλεις και ειρωνεύσαι, δια να κάμης διαρκεστέραν εις αυτόν την συμφοράν; Και αυτός μεν προσ­φέρει τα σπλάγχνα του τίμημα δια τας τροφάς, το ιδικόν σου όμως χέρι όχι μόνον δεν ξηραίνεται με το να δέχεται τι­μήματα από τέτοιας συμφοράς, αλλά και αγωνίζεσαι δια το πλεόνασμα και φιλονικείς πως να λάβης περισσότερα και να δώσης ολιγώτερα, επιβαρύνων από παντού την συμ­φοράν εις τον δυστυχή. Δεν σε μαλακώνουν ούτε τα θλιβερά δάκρυα, ούτε οι αναστεναγμοί της καρδίας, άλλ' είσαι αλύ­γιστος και σκληρός. Το κάθε τι το βλέπεις ως χρυσόν και παντού χρυσόν φαντάζεσαι. Αυτό σου έχει γίνει όνειρον όταν κοιμάσαι, και συνεχής έγνοια όταν είσαι ξύπνιος. Όπως δηλαδή αυτοί που παραφέρονται από τρέλλαν δεν βλέπουν τα πράγματα, αλλά φαντάζονται αυτά που τους υπαγορεύει το πάθος, έτσι και εις σε η ψυχή που έχει κατακυριευθή από την φιλαργυρίαν παντού χρυσόν, παντού άργυρον βλέπει. Περισσότερον ευχάριστα θα έβλεπες τον χρυσόν παρά τον ήλιον. Εύχεσαι όλα να αλλάξουν και να γίνουν χρυσός και όσον ημπορείς το εφευρίσκεις βέβαια.

5. Διότι τι δεν μηχανεύεσαι δια να αποκτήσης χρυ­σόν; Το σιτάρι σου γίνεται χρυσός, το κρασί μετατρέπεται εις χρυσόν, τα μαλλιά δια σε γίνονται χρυσός. Κάθε εμπορική δουλειά, κάθε εφεύρεσις σου αποφέρει χρυσόν. Ο ίδιος ο χρυσός αποφέρει χρυσόν με το να πολλαπλασιάζεται με τα δανείσματα. Και όμως δεν υπάρχει κορεσμός και η επι­θυμία δεν ευρίσκει τέλος. Εις τα λαίμαργα από τα παιδιά πολλάς φοράς ατσιγκούνευτα επιτρέπομεν να παραχορταίνουν από εκείνα που πολύ επιθυμούν, ώστε με τον υπερβολικόν κορεσμόν να τα κάνωμεν να σιχαθούν. Εις τον πλεονέκτην δεν συμβαίνει το ίδιον. Άλλ' όσον πιο πολλά αποκτά, τόσον περισσότερα επιθυμεί. «Εάν ο πλούτος αυξάνη, μη προσκολλάτε εις αυτόν την καρδίαν». Εσύ όμως κατέχεις τον πλούτον που όλον αυξάνει και περιφράσσεις τας διεξό­δους. Έπειτα με το να κρατήται και να λιμνάζη, τι σου δημιουργεί; Θραύει τα εμπόδια βεβαίως και τώρα που κατά τρόπον βίαιον έχει άμπαρωθή και πλημμυρίζει, κρημνίζει τας αποθήκας του πλουσίου, κατεδαφίζει τα χρηματοκι­βώτια, ωσάν να επέδραμε κάποιος εχθρός. Αλλά θα κτίση μεγαλυτέρας; Δεν είναι φανερόν εάν δεν τας παραδώση κρημνισμένας εις τον κληρονόμου του. Διότι, πολύ πιο γρή­γορα ημπορεί να πεθάνη αυτός παρά να κτισθούν εκείναι σύμφωνα με τα σχέδια της πλεονεξίας. Άλλ' αυτός μεν έχει δια τα κακά του σχέδια ακόλουθον το τέλος, εσείς όμως, εάν με πιστεύσετε, αφού ανοίξετε όλας τα θύρας των χρηματο­κιβωτίων, θα προσφέρετε άφθονους διεξόδους εις τον πλού­του, και όπως εις μεγάλο ποτάμι που με πολυάριθμα κανάλια διοχετεύεται εις γην πολύκαρπον, έτσι και σεις να επιτρέ­πετε εις τον πλούτον να διασχίζη από διαφόρους δρόμους τα σπίτια των πτωχών. Τα πηγάδια όταν αντλούνται, δίδουν πιο άφθονον νερόν, όταν όμως εγκαταλείπωνται σα­πίζουν και στειρεύουν. Και ο πλούτος όταν στέκεται είναι άχρηστος, όταν όμως κινήται και μεταδίδεται, γίνεται και κοινωφελής και καρποφόρος. Ω πόσον μεγάλος είναι ο έπαι­νος που προέρχεται από τους ευεργετούμενους! Να μη τον καταφρόνησης. Και πόσον μεγάλος ο μισθός από τον δί­καιον κριτήν! Να μη απιστήσης εις αυτόν. Πανταχού το παράδειγμα του πλουσίου που κατηγορείται να σε συντροφεύη. Αυτός, με το να φυλάσση τα παρόντα και να αγωνιά δια τα ελπιζόμενα και με το να αγνοή, εάν θα ζήση την αυριανήν ημέραν, αμαρτάνει εκ των προτέρων σήμερον δια την αύριον. Δεν είχε προσέλθει ακόμη ο ζητιάνος και εκείνος προκαταβολικώς εφανέρωνε την αγριότητα. Δεν εμάζεψε τους καρπούς και είχε κιόλας το κατάκριμα της πλεονεξίας. Η γη μεν εχαιρέτιζε με τα προϊόντα της· προεφανέρωνε βαθειά εις τα οργώματα το σπαρμένον σιτάρι, επαρουσίαζε πλούσια τα σταφύλια επάνω εις τα κλήματα, παρείχε κατάφορτον την ελαίαν από καρπούς και υπέσχετο κάθε τρυφήν από τα καρποφόρα δένδρα. Εκείνος δε ήταν αφιλόφρων και άκαρ­πος· διότι ενώ ακόμη δεν έχει, φθονεί κιόλας αυτούς που έχουν ανάγκην. Και όμως πόσοι κίνδυνοι υπάρχουν προτού α­κόμη γίνη η συγκομιδή των καρπών! Διότι συνήθως και το χαλάζι κατατσακίζει και η ζέστη αρπάζει μέσα από τα χέ­ρια και βροχή που πίπτει παράκαιρα αχρηστεύει τους καρπούς. Δεν προσεύχεσαι λοιπόν εις τον Κύριον να ολοκληρωθή η δωρεά; Εσύ όμως εκ των προτέρων καθιστάς ανάξιον τον εαυτόν σου να υποδεχθής αυτά που σου έχουν φανερωθή.

6. Και συ μεν κρυφά συνομιλείς με τον εαυτόν σου, τα λόγια σου όμως κρίνονται εις τον ουρανόν. Δια τούτο από εκεί σου έρχονται αι απαντήσεις. Ποία όμως είναι αυ­τά που λέγει; «Ψυχή έχεις πολλά αγαθά δια πολλά χρό­νια φάγε, πίε, ευφραίνου» καθημερινώς. Ω τι παραλο­γισμός! Εάν είχες ψυχήν χοίρου, τι άλλο καλύτερον από αυτό θα ημπορούσες να της ευαγγελισθής; Πόσον κτη­νώδης είσαι, πόσον άμυαλος απέναντι των αγαθών της ψυχής, να χαιρετίζης αυτήν με τα βρώματα της σαρκός. Αυ­τά που καταλήγουν εις τον απόπατον, αυτά εσύ τα πα­ραπέμπεις εις την ψυχήν; Εάν μεν διαθέτη αρετήν, εάν είναι γεμάτος από αγαθά, εάν έχη προσοικειωθή τον Θεόν, έχει πολλά αγαθά και ας ευφρανθή την καλήν ευφροσύνην της ψυχής. Επειδή όμως σκέπτεσαι τα επίγειο και έχεις δια Θεόν την κοιλίαν και είσαι ολόκληρος σάρκες, υποδου­λωμένος εις τα πάθη, άκουε την προσωνυμίαν που σου αρμόζει και την οποίαν δεν σου την έδωσε κανείς από τους ανθρώπους, αλλά ο ίδιος ο Κύριος· «ανόητε αυτήν την νύ­κτα ζητούν από σε την ψυχήν σου. Αυτά που ετοίμασες, ποίος θα τα πάρη;». Το γέλιο της ανοησίας είναι μεγαλύτερον κακόν από την αιώνιον κόλασιν. Διότι αυτός που μέσα εις ολίγον μέλλει να αρπαγή, τι σκέπτεται; «θα κατεδαφίσω τας αποθήκας μου και θα κτίσω μεγαλυτέρας». Εσύ βέβαια κάμνεις καλά, θα ημπορούσα να του είπω. Διότι τα ταμεία της αδικίας αξίζει να κρημνισθούν. Ρίχνε κάτω με τα ίδια σου τα χέρια αυτά που κακώς έχεις οικο­δομήσει. Σπάσε τα αμπάρια του σιταριού από τα οποία κανένας ποτέ δεν έφυγε παρηγορημένος. Εξαφάνισε κάθε οίκη­μα που φυλάσσει την πλεονεξίαν, βγάλε την στέγην, γκρέ­μισε τους τοίχους, δείξε εις τον ήλιον το μουχλιασμένο σι­τάρι, βγάλε από την φυλακήν τον φυλακισμένον πλούτον, σύντριψε τα σκοτεινά καταγώγια του μαμμωνά. «Θα κατε­δαφίσω τας αποθήκας μου και θα κτίσω μεγαλυτέρας». Εάν όμως τας γεμίσης και αυτάς, τι λοιπόν θα διανοηθής; Ή μήπως πάλιν θα τας γκρεμίσης και πάλιν θα τας κτίσης; Και τι πιο ανόητον από αυτά, να κοπιάζης ατελεύτητα, να οικοδομής με βιασύνην και με βιασύνην να γκρεμίζης; Εάν θέλης, έχεις αποθήκας τα σπίτια των πτωχών. Θησαύ­ρισε, δια τον εαυτόν σου θησαυρούς εις τον ούρανόν. Αυτά που αποθηκεύονται εκεί ούτε ο σκόρος τα κατατρώγει, ούτε η σήψις τα σαπίζει, ούτε οι λησταί τα καταληστεύουν. Αλλά τότε θα δώσω εις αυτούς που έχουν ανάγκην, όταν γεμίσω τας δευτέρας αποθήκας. Έχεις προσδιορίσει δια τον εαυτόν σου χρόνια πολλά της ζωής. Κύττα να μη σε προλάβη αυτός που σύμφωνα με την προθεσμίαν επείγεται. Διότι η υπόσχεσις δεν είναι αγαθότης, αλλά απόδειξις της πονη­ρίας. Διότι υπόσχεσαι, όχι δια να δώσης κατόπιν, αλλά δια να αποφυγής το παρόν. Τι είναι αυτό που εμποδίζει τώρα την μετάδοσιν; Δεν είναι παρών ο πτωχός; Δεν είναι γεμάται αι αποθήκαι; Η αμοιβή έτοιμη; Δεν είναι ξεκάθαρη η εντολή; Αυτός που πεινά λυώνει. Ο γυμνός ξεπαγιάζει. Ο οφειλέτης καταπνίγεται και συ αναβάλλεις δια την αύριον την ελεημοσύνην; Άκου τον Σολομώντα «Να μη ειπής˙ πήγαινε και γύρισε, αύριον θα σου δώσω». Διότι δεν γνω­ρίζεις τι θα γέννηση η αυριανή ημέρα. Οποία παραγγέλ­ματα περιφρονείς με το να βουλώσης τα αυτιά σου με την φιλαργυρίαν!

Πόσην μεγάλην χάριν έπρεπε να χρωστάς εις τον εύεργέτην, πόσον να είσαι χαρούμενος και να λαμπρύνεσαι με την τιμήν, διότι ο ίδιος δεν ενοχλείς την πόρταν των άλλων, αλλά άλλοι κρούουν τας ιδικάς σου! Τώρα δε είσαι κατσούφης και αποκρουστικός, αποφεύγων τας απαν­τήσεις μη τυχόν κάπου αναγκασθής να βγάλης έστω και ολίγον από τα χέρια σου. Μίαν λέξιν γνωρίζεις· δεν έχω· ούτε θα δώσω, διότι είμαι πτωχός. Πράγματι πτωχός είσαι και στερείσαι από όλα τα αγαθά. Πτωχός από φιλανθρωπίαν, πτωχός από πίστιν εις τον Θεόν, πτωχός από ελπίδα αιώνιον. Κάμε συμμέτοχους εις τα σιτηρά τους αδελφούς. Αυτό που αύριον σαπίζει, δώσε το σήμερον εις τον έχοντα ανάγκην. Η πιο χειρότερα μορφή της πλεονεξίας είναι το να μη δίδη κανείς εις τους ενδεείς ούτε από αυτά που φθεί­ρονται.

7. Ποίον, λέγει, αδικώ με το να προστατεύω τα ιδικά μου; Ποία, πες μου, είναι ιδικά σου; Από που τα έλαβες και τα έφερες εις την ζωήν; Όπως όταν κάποιος, αφού καταλάβη εις το θέατρον θέσιν θέας, εμποδίζη έπειτα τους εισερχόμενους, με το να νομίζη ιδικόν του αυτό που είναι κοινόν κατά την χρήσιν εις όλους, τέτοιοι είναι και οι πλούσιοι. Δηλαδή αφού εκ των προτέρων εκυρίευσαν τα κοινά αγαθά, τα ιδιοποιούν­ται λόγω του ότι τα επρόλαβαν. Διότι εάν ο καθένας, κρα­τών αυτό που χρειάζεται δια να θεραπεύση τας ανάγκας του, άφηνε το περίσσευμα εις τον έχοντα ανάγκην, τότε κα­νένας δεν θα ήταν πλούσιος, κανένας δεν θα ήταν πτωχός. Δεν εξήλθες γυμνός από την κοιλίαν; Δεν θα επιστρέψης και πάλιν γυμνός εις την γην; Αυτά δε που έχεις τώρα, από που τα έχεις; Εάν μεν λέγης, ότι από την τύχην, είσαι άθεος, διότι δεν γνωρίζεις τον δημιουργόν, ούτε ευχαριστείς τον δοτήρα. Εάν δε παραδέχεσαι ότι από τον Θεόν είναι, πες μου τον λόγον δια τον οποίον τα έλαβες. Μήπως ο Θεός είναι άδικος που άνισα μοιράζει εις ημάς τα αναγκαία δια την ζωήν; Διατί εσύ πλουτείς και εκείνος είναι πτωχός; Δια κανένα άλλον λόγον παρά δια να λάβης εξάπαντος και εσύ τον μισθόν της αγαθότητος και της καλής διαχειρίσεως και εκείνος δια να τιμηθή με τα μεγάλα έπαθλα της υπομο­νής. Εσύ όμως, αφού τα περιέλαβες όλα εις τους αχόρταγους κόλπους της πλεονεξίας, νομίζεις ότι κανένα δεν αδικείς, όταν τόσους πολλούς αποστερής. Ποίος είναι ο πλεονέκτης; Αυτός που δεν αρκείται εις την αυτάρκειαν. Ποίος δε είναι ο άρπα­γας; Αυτός που αφαιρεί αυτά που ανήκουν εις τον καθένα. Δεν είσαι συ ο πλεονέκτης; Δεν είσαι συ ο άρπαγας, όταν ιδιοποιήσαι αυτά τα ίδια που εδέχθης προς διαχείρισιν; Ή αυτός μεν που απογυμνώνει τον ντυμένον θα ονομασθή λωποδύτης, εκείνος δε που δεν ενδύει τον γυμνόν, ενώ ημπο­ρεί να το κάμη, αξίζει να ονομασθή με άλλο όνομα; Το ψωμί που κρατάς εσύ, είναι αυτού που πείνα. Το ένδυμα που φυ­λάσσεις εις τας ιματιοθήκας είναι αυτού που γυμνητεύει. Τα παπούτσια που σαπίζουν εις σε είναι του ξυπόλυτου. Το αργύριον που έχεις παραχωμένον είναι αυτού που το χρειάζεται. Λοιπόν τόσους αδικείς, όσους ημπορούσες να ευεργετήσης!

8. Καλά είναι τα λόγια, λέγει, αλλά ακόμη πιο καλός είναι ο χρυσός. Ωσάν αυτοί που διαλέγονται περί εγκρά­τειας εις τους ακόλαστους. Πράγματι και αυτοί, όταν εξυβρί­ζεται η πόρνη, από την ενθύμησιν φλέγονται προς την επιθυμίαν. Πως να σου καταστήσω γνωστά τα βάσανα του πτω­χού, δια να γνωρίσης από πόσον μεγάλους καημούς θησαυρί­ζεις δια τον εαυτόν σου; Ω πόσον πολύτιμος θα σου φανή κα­τά την ημέραν της κρίσεως ο λόγος αυτός· «ελάτε οι ευλογη­μένοι του Πατέρα μου, κληρονομήσατε την βασιλείαν, η οποία είναι ετοιμασμένη δια σας από τον καιρόν της δημιουργίας του κόσμου. Διότι επείνασα και μου εδώκατέ να φάγω, εδίψασα και μ' εποτίσατέ, γυμνός ήμουν και μ' ενδύσατε»; Πόσον δε μεγάλην φρίκην, και ιδρώτας και σκοτάδι θα σε περιβάλη, όταν ακούσης την καταδίκην «Φύγετε από εμέ, καταραμένοι, εις την αιωνίαν φωτιάν, που έχει ετοιμασθή δια τον διάβολον και τους αγγέλους του. Διότι επείνασα και δεν μου εδώκατε να φάγω, εδίψασα και δεν μ' εποτίσατέ, γυμνός ήμουν και δεν μ’ ενδύσατε». Διότι εκεί ούτε ο άρ­παγας κατηγορείται, αλλά αυτός που δεν κοινωνεί εις τας ανάγκας του πλησίον κατακρίνεται. Εγώ μεν είπα όσα ενόμιζα συμφέροντα, εις σε δε αφού πιστεύσης, ολοφάνερα είναι τα αγαθά που σύμφωνα με τας επαγγελίας σε αναμέ­νουν, αφού όμως παράκουσης η απειλή σου έχει γραπτώς διατυπωθή. Την εμπειρίαν αυτήν σου εύχομαι να διαφυγής, αφού λάβης καλυτέραν απόφασιν, δια να σου γίνη λύτρον ο ίδιος ο πλούτος και δια να βάδισης εις τα έτοιμα ουράνια αγαθά, με την χάριν αυτού που μας εκάλεσεν όλους εις την βασιλείαν του, εις τον οποίον ανήκει η δόξα και η δύναμις εις τους απέραντους αιώνας. Αμήν.