Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Τά Χριστούγεννα ἐν ἔτει 2016 μ.Χ.


«Ἡ Γέννησίς σου, Χριστέ, ὁ Θεός ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τό φῶς τό τῆς γνώσεως…».

Φθάσαμε καί πάλι στήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων. Ἤ, ἄν θέλετε, μέσα στήν ἀλληλεγγυότητα θεανθρωπίνων καί ἀνθρωπίνων, αἰωνίων καί προσωρινῶν, μᾶς ἔφθασαν ὁσονούπω τά Χριστούγεννα. Ἡ ἑόρτια ἐκκλησιαστική βιωματική ἀνάμνηση τοῦ σωτηριώδους ὑπέρ ἡμῶν μυστηρίου τῆς Γέννησης τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος, Υἱός τῆς Παρθένου. Ὅπως τό θέλησε ὁ Πατέρας καί ὁ ἴδιος ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Γιά χάρη μας.

Αὐτή ἡ γιορτή εἶναι μιά ἐκκλησιαστική γιορτή, μιά γιορτή τῶν παιδιῶν τῆς Ἐκκλησίας. Μιά γιορτή τῆς βαπτισμένης καί μυρωμένης Ρωμηοσύνης. Μιά γιορτή πού κάποτε ἔδινε στά μικρά παιδιά περίσσια χαρά, ἀσύνειδη ἔστω κι ὅμως μέ μιάν πληρότητα ἐνθουσιώδη. Σήμερα μᾶς ἀπέμεινε ἡ γλυκιά μνημοσύνη της σέ ὅλους ὅσους τήν ξαναθυμόμαστε συνταιριασμένη μέ τήν χαμένη παιδικότητα καί ἀποζητοῦμε στίς ἐκκλησιαστικές γιορτές τήν θαλπωρή της.


Ὅμως, φέτος τά Χριστούγεννα εἶναι πολύ “παγερά”…

Ὁ Χριστός στά 2016 ψάχνει στίς πόλεις καί στά χωριά, νά βρεῖ τόπον (ναί, τόπον)… ποῦ νά γεννηθεῖ. Νά βρεῖ καρδιές λατρείας, γιά νά ἀνακλιθεῖ. Νά βρεῖ σπάργανα καλοσύνης, νά τυλιχθεῖ. Νά βρεῖ κάποιους πιστούς πού μέ ἁπλότητα νά κοιτάζουν καί πρός τά πάνω, πρός τόν οὐρανό (δηλαδή πρός τόν Θεό ὁλόψυχα) ἐπαναλαμβάνοντας τήν δοξολογία τῶν ἀγγέλων.

Ὅπως τότε, ἔτσι καί σήμερα, μᾶλλον δέν ὑπάρχει χῶρος στό δικό μας “κατάλυμα”. Καθώς γίνεται μιά νέα ἔκδοση οἰκονομικῆς ἀπογραφῆς, διακατεχόμαστε ἀπό τήν ψυχολογία τοῦ συνωστισμοῦ, τῆς ἀνησυχίας, τῆς ἀβεβαιότητας, τῆς ἀγωνίας, τῆς παγωνιᾶς τῶν αἰσθημάτων, τῆς ἀμηχανίας.

Δέν βρίσκεται “τόπος” στίς καρδιές. Μᾶς ταράζει ἡ διαταγή ὄχι τοῦ Καίσαρος Αὐγούστου, ἀλλά τοῦ οἰκονομικοῦ γονατίσματος. Αὐτός εἶναι ὁ καημός μας. Χάνουμε τά ἐγκόσμια στηρίγματα, κάθε ἔννοια βόλεψης. Καί ἀπό τήν ἰδιοκτησία δυστυχῶς κρεμούσαμε ὅλοι μας λίγο ἤ πολύ τήν ἐπίγεια… καί κάθε προτεραιότητα… “σωτηρίας”. Χάνουμε τόν ἐγκόσμιο “παράδεισό” μας. Ὅλες μας οἱ ἐλπίδες εἶναι στόν ἀέρα. Πῶς νά πορευθοῦμε; Ἀπό ποῦ νά πιαστοῦμε;

Λοιπόν; Πῶς; ποῦ; σέ “ποιά καρδιά” νά περισσέψει χῶρος γιά τόν Χριστό;

Δέν ὑπάρχει τόπος στό δικό μας “κατάλυμα”. Ἄς βρεῖ μόνος Του μέρος νά γεννηθεῖ, νά ἀνακλιθεῖ κάπου παραδίπλα, σέ κάποια σπηλιά, σέ κάποια φάτνη… Σέ κρυπτοχριστιανούς τῆς Τουρκίας; Στήν Ἄπω Ἀνατολή; Στή Λατινική Ἀμερική; Ὅπου βρεῖ. Θεάνθρωπος εἶναι… Ἔτσι φαίνεται νά λέμε.

Χωρίς δουλειά, σύνταξη καί ἀσφάλεια (χωρίς σιγουριά στό χέρι), δέν χολοσκᾶμε γιά τό “εἶναι”, γιά τήν ὕπαρξή μας, γιά τόν ἀληθινό, τόν αἰώνιο σκοπό τῆς ζωῆς.

Μήπως πήραμε τήν ζωή μας λάθος; Ἄς ἀκούσουμε κάποια παλαιά–παλαιά ὡσεί “Κάλαντα”, μήπως καί ἀπορρίψουμε τήν μοιρολατρεία:

«Σέ Σένα πού ἤσουν μικρό νήπιο μέσα σέ μιά φάτνη, ὁ οὐρανός ὁδήγησε τήν πρώτη προσφορά ἀπό τά Ἔθνη• μέ ἕνα ἀστέρι προσκάλεσε τούς Σοφούς τῆς ἀνατολῆς. Κι ἐκεῖνοι ἀπόρησαν, ὅταν δέν εἶδαν νά ἔχεις σημάδια βασιλικά, σκῆπτρα καί θρόνους, ἀλλά τήν πιό τελευταία φτώχεια. Ὑπάρχει μεγαλύτερη ταπείνωση ἀπό τά σπάργανα τοῦ μωροῦ καί περισσότερος εὐτελισμός ἀπό μιά σπηλιά; Μέσα ἀπό αὐτά ἔλαμψε ὁ πλοῦτος τῆς θεότητάς σου. Δόξα νά ἔχεις, Κύριέ μας» (Ὑπακοή, μετά τήν τρίτη ὠδή τοῦ Ὄρθρου τῶν Χριστουγέννων).

Ὁ αἰώνιος καί ἄπειρος Θεός δέν γύρεψε ἰδιοκτησίες καί μεγαλεῖα, γιά νά μᾶς σώσει. Ἦρθε πολύ ταπεινά, γιά νά ἑνώσει τήν θεότητά Του μέ τήν ἀνθρωπότητα/ἀνθρωπινότητά μας, ὡς θεανθρωπότητα πλέον στό πρόσωπό Του. Καί μᾶς ἀποκάλυψε στό πρόσωπό Του τό μυστήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ! Μᾶς φανέρωσε τόν Τριαδικό Θεό πρός τόν ὁποῖο ἔπρεπε νά ζοῦμε. Καί γιαυτό ἐνανθρώπησε ὥστε νά μᾶς “πληρώσει” μέ τή ζωοποιό Τριαδική Χάρη Του, γενόμενος ὁ Ἴδιος ἡ Ὑποστατική ὁδός καί ἀλήθεια καί ζωή. «…ἐν τῇ Θείᾳ Τριάδι,… ἑκάστη Ὑπόστασις εἶναι ὁλοτελῶς ἀνοικτή πρός τάς ἄλλας. Ἐκεῖ ἡ κενωτική ἀγάπη εἶναι ὁ θεμελιώδης χαρακτήρ τῆς Θείας Ζωῆς, ἕνεκα τῆς ὁποίας ἡ ἑνότης τῆς Τριάδος εἶναι ἀπολύτως τελεία. Τοῦτο ἐκφράζεται ἐν τῇ θεολογίᾳ διά τοῦ ὅρου περιχώρησις» (Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, 21993, σ. 341). Ἡ ὕπαρξή μας εἶναι ἀπόλυτα δῶρο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Καί ἡ ὑπαρκτικότητά μας, ὁ τρόπος τῆς ὕπαρξής μας, αὐτό πού λέμε ζωντάνια-ζωή, δέν μπορεῖ νά ὑφίσταται ἐρήμην τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Αὐτό μᾶς ἀποκάλυψε ὁ Κύριος μέ τήν κενωτική Του σάρκωση, μέ τά Χριστούγεννα καί ὅλη τή θεία οἰκονομία Του γιά νά σωθοῦμε, νά σταθοῦμε “σῶοι” μέ Αὐτόν καί ἐν Αὐτῷ καί πρός Αὐτόν.

Αὐτήν τήν ὑποστατική προοπτική μας καθαίρων καί σώζων, ἔγινε ὁ Ἴδιος καί παρέμεινε πάμφτωχος. Μᾶς ἔδειξε ὅτι ἡ ἀξία μας δέν βρίσκεται στήν ἰδιοκτησία, ἀλλά στήν θεόκτιστη καί θεόσωστη ὀντότητά μας.Ὄχι ὅτι δέν χρειάζονται ὡς ἐργαλεῖο οἱ στοιχειώδεις οἰκονομίες (δέν θά τά ἀναλύσω, τώρα• δέν θά ἐξηγήσω τίς εὐθῦνες). Θέλω ὅμως νά τονίσω, ὅτι ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου δέν βρίσκεται στήν ἰδιοκτησία, στό “ἔχειν”, ἀλλά στό “εἶναι” καί μάλιστα στό ἐν Χριστῷ εἶναι! Ἡ “οὐσία” τοῦ ἀνθρώπου δέν βρίσκεται στήν τσέπη, ἀλλά στήν καρδιά! (Κι ἀκόμη βαθύτερα) ἡ ἀληθινότητά μας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός!

Τό μεγαλύτερο δῶρο τοῦ Θεοῦ σέ μᾶς (μεγαλύτερο κι ἀπό τήν δημιουργία τοῦ κόσμου) εἶναι ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ. Ὁ Χριστός ἔγινε ὁ Ἴδιος δωρητής καί δωρεά σέ μᾶς. «Ὁ προσφέρων καί προσφερόμενος καί προσδεχόμενος καί διαδιδόμενος», λέμε στήν προσευχή τοῦ Χερουβικοῦ Ὕμνου. Εἶναι Ἐκεῖνος πού προσφέρει τόν Ἑαυτόν Του στήν ἀνθρώπινη διάσταση, καί δέχεται τήν θυσία σάν Θεός καί διαμοιράζει τό σῶμα καί τό αἷμά Του, καί δίνει τήν θεϊκή Χάρη καί εὐλογία Του. Αὐτό (στή γλώσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων) λέγεται θεϊκή οἰκονομία, θεϊκή μέριμνα καί φροντίδα γιά ὅλο τόν κόσμο.

Δέν χρειάζεται νά κάνουμε ἅλματα. Ἔγινε ὁ ἴδιος ὁ Θεός ὅμοιος μέ μᾶς, παραμένοντας Θεός. Θεός καί ἄνθρωπος, ἄνθρωποςκαί Θεός, ὁ Χριστός μας. Αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο ΔΩΡΟ πού ἔχουμε νά προσφέρουμε ὁ ἕνας στόν ἄλλον. Οἱ γονεῖς στά παιδιά, τά παιδιά στούς γονεῖς καί τούς παπποῦδες, οἱ δάσκαλοι στούς μαθητές, οἱ κοινωνικοί καί πολιτιστικοί φορεῖς στό κοινωνικό σύνολο, οἱ φίλοι στούς φίλους. Χωρίς μεγαλοστομίες καί τυπολατρεῖες.

Ὅταν καταλάβουμε ὅτι ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ εἶναι τό ΔΩΡΟ μας, θά Τόν θυμόμαστε συνεχῶς, θά Τόν ἀναπνέουμε συνεχῶς, κι αὐτό πολύ ἁπλά θά γίνει ἕνα φυσικό ἄρωμα τῆς παρουσίας Του. Χωρίς ταμπέλες.

Μέ μιάν τέτοια ὁλοτελή ἀπολυτότητα, θά δοῦμε ἤ θά ξαναδοῦμε τήν ἐκκλησιαστικότητα ὡς συμμετοχικότητα καί μέσα ἀπό τή μυστηριακή μέθεξη τῆς παρουσίας/κοινωνίας τοῦ Κυρίου μας θά ζήσουμε τό πρός Χριστόν εἶναι, τό σύν Χριστῷ εἶναι, τό ἐν Χριστῷ εἶναι. Τά Χριστούγεννα ὡς δῶρο δικό Του πρός ἐμᾶς, καί τήν δική μας ἐκκλησιαστική ἐμβίωση τῶν Χριστουγέννων ὡς δῶρο δικό μας πρός Ἐκεῖνον.

Καλήν ἀρχή. Ἄς ἀνοίξουμε τόπο νά γεννηθεῖ, νά σπαργανωθεῖ, νά ἀνακλιθεῖ ὁ Χριστός στήν δική μας φάτνη, στήν δική μας καρδιά, στό δικό μας σπίτι.

Εἶναι μιά εὐχή πού τήν χαρίζω ὁλοκάρδια σέ κάθε ὁμογάλακτο ἀδελφό πανοικεί, ὅπως καί τήν προσμένω ἀμοιβαῖα ἀπό ὅλους. Γιά τό δικό μας ἐποφειλόμενο “παρών” στήν κοινωνούμενη ταλαιπωρία τοῦ κόσμου μας, πού θά συνεχίζει νά ταλαιπωρεῖται ὁριακά ὥσπου νά “θεανθρωπισθεῖ” ἐν Χάριτι μετέχοντας ἐκκλησιαστικά στή σωτήρια θεανθρωπότητα τοῦ Κυρίου μας.

†Ὁ Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως & Πολυκάστρου Δημήτριος

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΠΟΙΜΗΝ