Του Διαμαντή Μπασαντή
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, παιδάκι, ανέβηκα πρώτη φορά στη Μονή Παναχράντου. Ήταν του Αγίου Παντελεήμονα. Με ξύπνησαν στις 4.00. Αγουροξυπνημένος βγήκα στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού του θείου Πέτρου στα Λειβάδια. Κι εκεί έμεινα έκπληκτος να κοιτώ, πρώτη φορά στη ζωή μου, τον γαλαξία να απλώνει στο νυχτερινό θόλο.
Ξεκινήσαμε κατά τις 4.30 για το μοναστήρι με τα πόδια. Γύρω σκοτάδι. Προχωρούσαμε δίπλα στον ποταμό με έναν φακό. Σύντομα στο μονοπάτι βρέθηκαν και άλλοι που βάδιζαν για τον ίδιο προορισμό. Σφυρίζοντας, φωνάζοντας, συζητώντας. Πριν το Αλαδινού το μονοπάτι άρχισε να ανηφορίζει απότομα στα Φάλικα. Γύρω ρόδιζε η αυγή. Η άνοδος μου φάνηκε ατέλειωτη.
Όταν φτάσαμε είχε ξημερώσει για τα καλά. Ξέφυγα από τη θεία μου κι άρχισα να εξερευνώ τον χώρο. Σε πολλά σημεία το μοναστήρι έδειχνε παλιό, παραμελημένο, κατεστραμμένο. Όταν τέλειωσε η λειτουργία με μάζεψε η θεία μου και καθίσαμε να φάμε σε ένα δωμάτιο που κατέληγε σε ένα μισογκρεμισμένο εξωτερικό τοίχο. Από εκεί έβλεπα πανοραμικά στο βάθος την κοιλάδα των Λειβαδίων, τη Χώρα, το λιμάνι, τη θάλασσα. Κάτω μας η Μεσαριά και απέναντι οι Στραπουργίες και το Υψηλού. Μαγεμένος χάζευα επί πολύ ώρα το υπέροχο θέαμα. Κάποια στιγμή σκέφτηκα πως είναι σα να βλέπω την Άνδρο από αεροπλάνο.
Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε κατά τις 12.00. Ο κατήφορος ήταν πιο γρήγορος. Έκτοτε εκείνες οι πρώτες εικόνες με ακολούθησαν σε όλη μου τη ζωή όπου και αν πήγα. Κάπως έτσι το Μοναστήρι της Παναγιάς ξεκίνησε να είναι βασικό σημείο αναφοράς μου στο πατρικό νησί.
Τα χρόνια πέρασαν. Μεγαλώσαμε. Με το άνοιγμα του δρόμου άρχισα να επισκέπτομαι πάλι το μοναστήρι. Και πράγμα περίεργο κάθε φορά ένοιωθα κάτι από τη χαρά και τη μαγεία εκείνης της πρώτης άφιξης. Έτσι, με κάθε ευκαιρία χειμώνα-καλοκαίρι πέρναγα από εκεί και συχνά κουβαλούσα αρχικά επισκέπτες και αργότερα τα παιδιά μου. Ήθελα να μοιραστώ με όσο περισσότερους μπορούσα την χαρά της επίσκεψης.
Με τον καιρό γνωριστήκαμε και με τον πατέρα – Ευδόκιμο. Τον μοναδικό μοναχό της Μονής επί πολλά χρόνια. Κι άρχισα να νοιώθω πως η Μονή Παναχράντου και ο Ευδόκιμος ήταν ένα και το αυτό. Μερικές φορές πήγαινα μόνο για να συναντήσω τον Ευδόκιμο. Ακάματο φύλακα μιας παράδοσης χαμένης πίσω στον χρόνο. Αλλά και ένα αναπόσπαστο κομμάτι από τις αναμνήσεις μου για το νησί…
Από όλες τις συναντήσεις αξίζει να αναφέρω δύο που είναι χαρακτηριστικές της προσωπικότητας και του χαρακτήρα του σπάνιου αυτού ανθρώπου. Η πρώτη ήταν πριν χρόνια ένα ζεστό καλοκαιρινό μεσημέρι. Φτάσαμε κουρασμένοι και ατημέλητοι. Βρήκαμε τον Ευδόκιμο μόνο να ξαποσταίνει δίπλα στην πηγή. Ενθουσιάστηκε που μας είδε. Καθίσαμε ώρα. Μίλησε με χαρά στα παιδιά. Ήταν ανθρώπινος, απλός, γήινος. Αλλά και συνάμα διαφορετικός και μοναδικός. Φεύγοντας μας ξεπροβόδισε λέγοντας: «Να έρχεστε όπως και να είστε. Φτάνει να έρχεστε»… Η δεύτερη φορά ήταν μια κρύα άνοιξη. Με το που με είδε άρχισε να μου λέει πως με είχε ακούσει στο ραδιόφωνο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Με εξέπληξε. Και μου εξομολογήθηκε: «Τι να κάνω παιδί μου; Είμαι μόνος κι έχω όλη μέρα το ραδιόφωνο της Εκκλησίας για συντροφιά. Τα ακούω όλα»…
Από τότε έχουν περάσει χρόνια. Πλέον δίπλα στον πατέρα – Ευδόκιμο υπάρχουν και δύο νεώτεροι μοναχοί. Ο Αέτιος και ο Φιλάρετος. Η Μονή έκανε βήματα βελτίωσης, ανακαίνισης. Όμως, η φιλοξενία εξακολουθεί πάντα να είναι το ίδιο ζεστή και εγκάρδια. Το κλίμα πάντα οικείο και παρηγορητικό. Έτσι, κάθε φορά που φτάνω εκεί πάνω μοιάζει σαν να επιστρέφω για λίγο στον μακρινό και ανέσπερο τόπο της παιδικής μου ηλικίας. Τότε που ο κόσμος έμοιαζε απέραντος. Κι εγώ μικρός το έσκαγα από τη θεία Ειρήνη για να κοιτάξω από ψηλά την Άνδρο και το Αιγαίο…
Τα τελευταία χρόνια είδα το παλιό αγαπημένο μοναστήρι να αλλάζει. Ανακαινίστηκε. Βελτιώθηκε. Απόκτησε σύγχρονη πρόσβαση. Ακολουθεί κι αυτό με τον τρόπο του την εποχή, μιας και τα κτίσματα είναι δημιουργήματα μας και προσαρμόζονται κι αυτά στις ανάγκες και στην προσωπικότητα αυτών που τα κατοικούν, αλλά και αυτών που τα επισκέπτονται.
Εδώ και έξι δεκαετίες η Μονή Παναχράντου έχει ταυτιστεί με την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του πατέρα – Ευδόκιμου. Άντεξε στον χρόνο επειδή ήταν αυτός. Εξελίχθηκε επειδή ήταν αυτός. Ανακαινίστηκε επειδή υπήρξε αυτός. Σήμερα η Μονή αποτυπώνει με τον τρόπο της την θέληση, αλλά και την πίστη του Ευδόκιμου. Και μαζί με την Μονή και η Άνδρος έχει πια αποτυπωμένο κάτι από τη δράση αυτού του αεικίνητου Κυκλαδίτη, που επί τόσες δεκαετίες μας έκανε πλουσιότερους σε μνήμες και χάραξε με την παρουσία του τον τόπο μας…
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, παιδάκι, ανέβηκα πρώτη φορά στη Μονή Παναχράντου. Ήταν του Αγίου Παντελεήμονα. Με ξύπνησαν στις 4.00. Αγουροξυπνημένος βγήκα στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού του θείου Πέτρου στα Λειβάδια. Κι εκεί έμεινα έκπληκτος να κοιτώ, πρώτη φορά στη ζωή μου, τον γαλαξία να απλώνει στο νυχτερινό θόλο.
Ξεκινήσαμε κατά τις 4.30 για το μοναστήρι με τα πόδια. Γύρω σκοτάδι. Προχωρούσαμε δίπλα στον ποταμό με έναν φακό. Σύντομα στο μονοπάτι βρέθηκαν και άλλοι που βάδιζαν για τον ίδιο προορισμό. Σφυρίζοντας, φωνάζοντας, συζητώντας. Πριν το Αλαδινού το μονοπάτι άρχισε να ανηφορίζει απότομα στα Φάλικα. Γύρω ρόδιζε η αυγή. Η άνοδος μου φάνηκε ατέλειωτη.
Όταν φτάσαμε είχε ξημερώσει για τα καλά. Ξέφυγα από τη θεία μου κι άρχισα να εξερευνώ τον χώρο. Σε πολλά σημεία το μοναστήρι έδειχνε παλιό, παραμελημένο, κατεστραμμένο. Όταν τέλειωσε η λειτουργία με μάζεψε η θεία μου και καθίσαμε να φάμε σε ένα δωμάτιο που κατέληγε σε ένα μισογκρεμισμένο εξωτερικό τοίχο. Από εκεί έβλεπα πανοραμικά στο βάθος την κοιλάδα των Λειβαδίων, τη Χώρα, το λιμάνι, τη θάλασσα. Κάτω μας η Μεσαριά και απέναντι οι Στραπουργίες και το Υψηλού. Μαγεμένος χάζευα επί πολύ ώρα το υπέροχο θέαμα. Κάποια στιγμή σκέφτηκα πως είναι σα να βλέπω την Άνδρο από αεροπλάνο.
Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε κατά τις 12.00. Ο κατήφορος ήταν πιο γρήγορος. Έκτοτε εκείνες οι πρώτες εικόνες με ακολούθησαν σε όλη μου τη ζωή όπου και αν πήγα. Κάπως έτσι το Μοναστήρι της Παναγιάς ξεκίνησε να είναι βασικό σημείο αναφοράς μου στο πατρικό νησί.
Τα χρόνια πέρασαν. Μεγαλώσαμε. Με το άνοιγμα του δρόμου άρχισα να επισκέπτομαι πάλι το μοναστήρι. Και πράγμα περίεργο κάθε φορά ένοιωθα κάτι από τη χαρά και τη μαγεία εκείνης της πρώτης άφιξης. Έτσι, με κάθε ευκαιρία χειμώνα-καλοκαίρι πέρναγα από εκεί και συχνά κουβαλούσα αρχικά επισκέπτες και αργότερα τα παιδιά μου. Ήθελα να μοιραστώ με όσο περισσότερους μπορούσα την χαρά της επίσκεψης.
Με τον καιρό γνωριστήκαμε και με τον πατέρα – Ευδόκιμο. Τον μοναδικό μοναχό της Μονής επί πολλά χρόνια. Κι άρχισα να νοιώθω πως η Μονή Παναχράντου και ο Ευδόκιμος ήταν ένα και το αυτό. Μερικές φορές πήγαινα μόνο για να συναντήσω τον Ευδόκιμο. Ακάματο φύλακα μιας παράδοσης χαμένης πίσω στον χρόνο. Αλλά και ένα αναπόσπαστο κομμάτι από τις αναμνήσεις μου για το νησί…
Από όλες τις συναντήσεις αξίζει να αναφέρω δύο που είναι χαρακτηριστικές της προσωπικότητας και του χαρακτήρα του σπάνιου αυτού ανθρώπου. Η πρώτη ήταν πριν χρόνια ένα ζεστό καλοκαιρινό μεσημέρι. Φτάσαμε κουρασμένοι και ατημέλητοι. Βρήκαμε τον Ευδόκιμο μόνο να ξαποσταίνει δίπλα στην πηγή. Ενθουσιάστηκε που μας είδε. Καθίσαμε ώρα. Μίλησε με χαρά στα παιδιά. Ήταν ανθρώπινος, απλός, γήινος. Αλλά και συνάμα διαφορετικός και μοναδικός. Φεύγοντας μας ξεπροβόδισε λέγοντας: «Να έρχεστε όπως και να είστε. Φτάνει να έρχεστε»… Η δεύτερη φορά ήταν μια κρύα άνοιξη. Με το που με είδε άρχισε να μου λέει πως με είχε ακούσει στο ραδιόφωνο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Με εξέπληξε. Και μου εξομολογήθηκε: «Τι να κάνω παιδί μου; Είμαι μόνος κι έχω όλη μέρα το ραδιόφωνο της Εκκλησίας για συντροφιά. Τα ακούω όλα»…
Από τότε έχουν περάσει χρόνια. Πλέον δίπλα στον πατέρα – Ευδόκιμο υπάρχουν και δύο νεώτεροι μοναχοί. Ο Αέτιος και ο Φιλάρετος. Η Μονή έκανε βήματα βελτίωσης, ανακαίνισης. Όμως, η φιλοξενία εξακολουθεί πάντα να είναι το ίδιο ζεστή και εγκάρδια. Το κλίμα πάντα οικείο και παρηγορητικό. Έτσι, κάθε φορά που φτάνω εκεί πάνω μοιάζει σαν να επιστρέφω για λίγο στον μακρινό και ανέσπερο τόπο της παιδικής μου ηλικίας. Τότε που ο κόσμος έμοιαζε απέραντος. Κι εγώ μικρός το έσκαγα από τη θεία Ειρήνη για να κοιτάξω από ψηλά την Άνδρο και το Αιγαίο…
Τα τελευταία χρόνια είδα το παλιό αγαπημένο μοναστήρι να αλλάζει. Ανακαινίστηκε. Βελτιώθηκε. Απόκτησε σύγχρονη πρόσβαση. Ακολουθεί κι αυτό με τον τρόπο του την εποχή, μιας και τα κτίσματα είναι δημιουργήματα μας και προσαρμόζονται κι αυτά στις ανάγκες και στην προσωπικότητα αυτών που τα κατοικούν, αλλά και αυτών που τα επισκέπτονται.
Εδώ και έξι δεκαετίες η Μονή Παναχράντου έχει ταυτιστεί με την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του πατέρα – Ευδόκιμου. Άντεξε στον χρόνο επειδή ήταν αυτός. Εξελίχθηκε επειδή ήταν αυτός. Ανακαινίστηκε επειδή υπήρξε αυτός. Σήμερα η Μονή αποτυπώνει με τον τρόπο της την θέληση, αλλά και την πίστη του Ευδόκιμου. Και μαζί με την Μονή και η Άνδρος έχει πια αποτυπωμένο κάτι από τη δράση αυτού του αεικίνητου Κυκλαδίτη, που επί τόσες δεκαετίες μας έκανε πλουσιότερους σε μνήμες και χάραξε με την παρουσία του τον τόπο μας…