ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΦΩΤΟ ΑΠΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑ
Εἶναι
ἐπαινετός καί αὐτός ὁ νόμος τῆς Ἐκκλησίας, πού μᾶς προετοιμάζει νά
πανηγυρίζωμε τήν ἀνάμνηση τοῦ ἀποθησαυρισμοῦ τοῦ Χριστοῦ στούς νεκρούς.
Διότι
ποῖος, ἀναλογιζόμενος τόν ζωοποιόν θάνατο τοῦ Σωτῆρος, δέν θά θεωρήση
ὅτι οἱ νεκροί μέσα στίς θῆκες τούς εἶναι ἐξαπλωμένοι σάν σέ σκηνές,
περιμένοντας τήν οὐράνιο σάλπιγγα, ἡ ὁποία θά καλή ὅλους μας πρός τήν
φοβεράν ἡμέρα τῆς κρίσεως;
Ποῖος
δέ, ἀποβλέποντας πρός ἐκεῖνον τόν σωτήριο τάφο, δέν πλησιάζει στούς
τάφους σάν σέ θαλάμους ζωῆς; Ποῖος, πιστεύοντας ὅτι ὁ Κύριος ἔχει ἐγερθῆ
ἀπό τούς νεκρούς, δέν συμπεριφέρεται μέ τρόπο πού φανερώνει ὅτι
πρόκειται νά ἀναστηθῆ καί ὁ ἴδιος, ἐπιτυγχάνοντας τήν ἀνάσταση διά μέσου
Ἐκείνου;
Ἐπειδή
λοιπόν, ὑπακούοντας στόν καλό νόμο τῆς Ἐκκλησίας, σεῖς πού εὐρίσκεσθε
σέ ἐγρήγορση, ἐτρέξατε πρός αὐτούς πού κοιμοῦνται στούς τάφους, καί ὁ
τόπος σᾶς στενοχωρεῖ, ὁ πόθος ὅμως σᾶς χαροποιεῖ, ἐπειδή εἶσθε τόσοι
πολλοί καί ἔχετε συμπτυχθῆ σάν τό σταφύλι, γι’ αὐτό ἀκοῦστε, ὅπως
ποθεῖτε, γιά τό μυστήριον τοῦ θανάτου, τό ὁποῖον ἠμπορεῖ κάποιος νά τό
μάθη, κανείς ὅμως δέν ἠμπορεῖ νά τό κατέχη.
Ὁ
Δεσπότης Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ὁ μονογενής, ἀπό ἰδικήν τοῦ
πρωτοβουλία, χωρίς νά ἀναγκασθῆ ἀπό κάποιον, ἀφοῦ ἀνέβη στόν Σταυρό, καί
ἁπλώνοντας τά χέρια, ἀπεκατέστησε τήν δικαιοσύνη ὑπέρ ὅλης της κτίσεως,
κατετρόπωσε δέ ὅλες τίς ἀόρατες καί πονηρές δυνάμεις μέ τό Πάθος στό
ὁποῖον ὑπέβαλε τό σῶμα του, ἠθέλησε νά γευθῆ ἡ ἁγία του σάρκα τήν
τριήμερο νέκρωση πρός χάριν ὅλης της φύσεως, γιά νά χαρίση διά μέσου
αὐτῆς στό νεκρωμένο γένος τήν ἀθανασία.
Καί μάλιστα, ἀφοῦ ἔγειρε τήν ἁγία κεφαλή του, διέταξε σάν δοῦλο τόν θάνατο νά προσέλθη στή σάρκα.
Ἔφθασε
ἀμέσως ὡς δοῦλος ὁ θάνατος, ὑπηρετώντας τό δεσποτικόν πρόσταγμα, ὡς καί
ἐπερχόμενος ἐκράτησε τό σῶμα πού τοῦ ἐπετράπη νά λάβη. Ὅταν δέ ἐκρατήθη
ἀπό τόν θάνατο τό σῶμα ἐκεῖνο, τό φοβερό γιά τά Χερουβίμ καί φρικτό γιά
τά Σεραφίμ, ὅπως ἠθέλησε ὁ Κύριος του σώματος, ἔτρεξε ἡ ψυχή τοῦ
Σωτῆρος νά εὐαγγελισθῆ στίς ψυχές τήν ἀπολύτρωσή τους.
Ἡ δέ Θεότης
τοῦ ἔμενε καί στό σῶμα καί στήν ψυχή, διότι δέν ἐχωρίσθη κατ’ οὐδένα
τόπο καί τρόπον ἡ θεότης ἀπό τήν ἀνθρωπότητα μετά τήν ἕνωσή τους. Ἀλλά
καί στούς οὐρανούς ἦταν καί στόν τάφο παρευρίσκετο, χωρίς νά ἐπηρεασθῆ
καθόλου, διατηρώντας ἄφθαρτο τήν περιβολήν της.