Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2025
Κυριακή Ε’ Ματθαίου: Η θεραπεία των Γεργεσηνών († Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom)
Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025
Βίος συνοπτικὸς τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης γεννήθηκε γύρω στὰ 1840 μ.Χ. στὰ Φάρασα ἢ Βαρασιό, στὸ Κεφαλοχῶρι τῶν ἕξι χριστιανικῶν χωριῶν τῆς περιφερείας Φαράσων τῆς Καππαδοκίας. Οἱ γονεῖς του ἦσαν πλούσιοι σὲ ἀρετὲς καὶ μέτριοι σὲ ἀγαθά. Εἶχαν ἀποκτήσει δύο ἀγόρια, τὸν Βλάσιο καὶ τὸν Θεόδωρο (τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο).
Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἔμειναν ὀρφανὰ καὶ τὰ προστάτεψε ἡ θεία τους, ἀδελφή της μητέρας τους. Ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς ποὺ συνέβηκε στὰ παιδιὰ καὶ τὴν θαυματουργικὴ διάσωση τοῦ μικροῦ τότε Θεοδώρου ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γεώργιο ποὺ τὸν ἔσωσε ἀπὸ βέβαιο πνιγμό, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα, γιὰ τὸν μὲν Βλάσιο νὰ δοθεῖ μὲ τὸν δικό του τρόπο στὸν Θεό, νὰ τὸν δοξολογεῖ ὡς δάσκαλος τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς καὶ κατέληξε ἀργότερα στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ τὸν Θεόδωρο δὲ νὰ θέλει νὰ γίνει καλόγερος. Στὴ συνέχεια μεγαλώνοντας, στάλθηκε στὴ Νίγδη καὶ μετὰ στὴ Σμύρνη ὅπου τέλειωσε τὶς σπουδές του.
Στὰ εἴκοσι ἕξι του περίπου χρόνια πῆγε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Φλαβιανῶν τοῦ Τιμίου Προδρόμου (Ζιντζὶ-Ντερὲ) ὅπου ἀργότερα ἐκάρη Μοναχὸς καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Ἀρσένιος. Δυστυχῶς ὅμως δὲ χάρηκε πολὺ τὴν ἡσυχία του, διότι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχαν ἀνάγκη μεγάλη ἀπὸ δασκάλους καὶ ὁ Μητροπολίτης Καισαρείας Παΐσιος ὁ Β´, τὸν χειροτόνησε Διάκο καὶ τὸν ἔστειλε στὰ Φάρασα γιὰ νὰ μάθει γράμματα στὰ ἐγκαταλειμμένα παιδιά. Αὐτὸ φυσικὰ γινόταν στὰ κρυφά, μὲ χίλιες δύο προφυλάξεις, γιὰ νὰ μὴ μάθουν τίποτε οἱ Τοῦρκοι. Στὸ τριακοστὸ ἔτος τῆς ἡλικίας του χειροτονήθηκε στὴν Καισάρεια πρεσβύτερος μὲ τὸ ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου καὶ τὴν εὐλογία ὡς Πνευματικός.
Ἄρχισε πιὰ ἡ πνευματική του δράση νὰ γίνεται μεγαλύτερη καὶ νὰ ἁπλώνεται. Μὲ τὴν ἄφθονη Θεία Χάρη ποὺ τὸν προίκισε ὁ Θεὸς θεράπευε τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα τῶν πονεμένων ἀνθρώπων. Εἶχε πολλὴ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὴν εἰκόνα Του, τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι στὸν ἑαυτό του, διότι, ὅταν ἔβλεπε πολὺ πόνο καὶ καταπίεση τουρκική, ἡ ἀγάπη τὸν ἔβγαζε ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό του καὶ ἀγκάλιαζε καὶ τὰ γύρω χωριά. Θεράπευε ἀδιάκριτα τὸν ἀνθρώπινο πόνο ὅπου τὸν συναντοῦσε σὲ Χριστιανοὺς ἢ Τούρκους. Γιὰ τὸν Ἅγιο δὲν εἶχε καμιὰ σημασία, διότι ἔβλεπε στὸ πρόσωπό τους, τὴν μὲ πολλὴ ἀγάπη πλασθεῖσα εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Ἀναρίθμητα εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἐπετέλεσε ὁ Ἅγιος μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Στεῖρες γυναῖκες τεκνοποιοῦσαν, ἀφοῦ τὶς διάβαζε εὐχὴ ἢ ἔδιδε «φυλακτὸ» ποὺ ἦταν ἕνα κομμάτι χαρτὶ γραμμένο μὲ κάποιες εὐχὲς ποὺ τὶς ἔγραψε ὁ ἴδιος. Διάβαζε τὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο σὲ σοβαρὲς περιπτώσεις, ὅπως στοὺς τυφλούς, βουβούς, χωλοὺς παραλυτικούς, δαιμονιζομένους καὶ γινόντουσαν καλά, μόλις τελείωνε τὴν ἀνάγνωση. Πολλοὶ Χριστιανοὶ καὶ Τοῦρκοι εἶχαν θεραπευθεῖ, ἀφοῦ πῆραν χῶμα ἀπὸ τὸ κατώφλι τοῦ κελιοῦ του καὶ ἀναμιγνύοντάς το μὲ λίγο νερὸ τὸ ἔπιναν, πιστεύοντας ὅτι θὰ ἐθεραπεύοντο καὶ ἡ πίστη τους ποὺ εἶχαν στὸν Θεό, ἔκανε τὸ θαῦμα. Χρήματα φυσικὰ δὲ δεχόταν ποτὲ οὔτε κι ἔπιανε στὰ χέρια του.
Συνήθιζε νὰ λέγει «ἡ πίστη μας δὲν πουλιέται». Βίωνε ὁλοκληρωτικὰ καὶ «ἔπασχε τὰ Θεῖα». Ζοῦσε μὲ αὐταπάρνηση, διότι ἀγαποῦσε πολὺ πρῶτα τὸν Θεὸ καὶ μετὰ τὴν εἰκόνα Του, τὸν πλησίον. Αἱματηροὺς ἀγῶνες καὶ προσπάθειες κατέβαλε γιὰ νὰ διατηρήσει τοὺς συγχωριανοὺς καὶ τοὺς συμπατριῶτες του στὴν πίστη, γιὰ νὰ μὴν κλονιστοῦν καὶ ἀλλαξοπιστήσουν στὶς χαλεπὲς ἐκεῖνες ἡμέρες καὶ ἐποχές, ἀπὸ τὶς πολλὲς καὶ διάφορες πιέσεις ποὺ δέχονταν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ διάφορους προβατόσχημους λύκους, τοὺς προτεστάντες, ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ ποιμάνουν τὴν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ κελί του, μικρό, ἀπέριττο, εὑρισκόταν μέσα στὸν κόσμο. Ζοῦσε μέσα στὸν κόσμο, ἀλλὰ συγχρόνως κατόρθωνε νὰ ζεῖ καὶ ἐκτὸς τοῦ κόσμου. Σὲ αὐτό, καθὼς καὶ γιὰ τὰ θεῖα του κατορθώματα, πολὺ τὸν βοηθοῦσαν οἱ δύο ἡμέρες (ἡ Τετάρτη καὶ ἡ Παρασκευὴ) ποὺ ἔμενε ἔγκλειστος στὸ κελί του, προσευχόμενος, οἱ ὁποῖες καρποφοροῦσαν περισσότερο πνευματικὰ τότε, διότι ἁγίαζαν καὶ τὴν ἐργασία τῶν ἄλλων ἡμερῶν. Ὧρες ἔμενε γονατιστὸς προσευχόμενος στὸν Θεὸ γιὰ τὸν λαό Του, ποὺ τὸν εἶχε ἐμπιστευθεῖ στὰ ἀσκητικὰ χέρια τοῦ δούλου Του Ἀρσενίου.
Ἡ μεγάλη εὐαισθησία τοῦ Ἁγίου Πατρὸς δὲν ἄντεχε νὰ κάνει κανένα κακὸ στὴν πλάση, ἰδιαίτερα στὰ ζῷα. Ποτέ του δὲν κάθισε σὲ ζῷο νὰ τὸ κουράσει, γιὰ νὰ ξεκουράσει τὸν ἑαυτό του· προτιμοῦσε πάντοτε νὰ βαδίζει πεζὸς καὶ ὅπως συνήθιζε ξυπόλυτος. Εἶχε πάντοτε μπροστά του τὸν Χριστὸ ποὺ ποτὲ Τοῦ δὲν κάθισε σὲ ζῷο - μόνο μιὰ φορὰ - καὶ ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγε: «Ἐγὼ ποὺ εἶμαι χειρότερος καὶ ἀπὸ τὸ γαϊδουράκι, πῶς νὰ καθίσω σ᾿ αὐτό;»
Γιὰ νὰ κρύψει τὶς ἀρετές του ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ ἀποφύγει ἔτσι τοὺς ἐπαίνους, καταφευγε σ᾿ ὁρισμένες «ἰδιοτροπίες». Παρουσιαζόταν σὰν σκληρός, θυμώδης, ὀξύθυμος, ἀπόπαιρνε τὶς διάφορες γυναῖκες, ποὺ ἀπὸ ἀγάπη γι᾿ αὐτὸν καὶ εὐγνωμοσύνη προσπαθοῦσαν νὰ τὸν βοηθήσουν, μὲ διάφορους τρόπους, νὰ τοῦ μαγειρεύουν καὶ νὰ τοῦ στέλνουν φαγητό. Ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγε στὸν πιστό του φίλο καὶ ψάλτη Πρόδρομο Ἐζνεπίδη τὰ ἑξῆς: «Ἐὰν ἤθελα νὰ μὲ ὑπηρετοῦν γυναῖκες, θὰ γινόμουν ἔγγαμος ἱερεὺς καὶ θὰ μὲ ὑπηρετοῦσε παπαδιά. Τὸν καλόγηρο ποὺ τὸν ὑπηρετοῦνε γυναῖκες, δὲν εἶναι καλόγηρος».
Ὅταν ὕψωνε τὰ χέρια του γιὰ νὰ παρακαλέσει γιὰ κάτι τὸν Θεό, ἄρχιζε νὰ τὸν παρακαλεῖ προσευχόμενος καὶ φωνάζοντας, «Θεέ μου!» λὲς καὶ ξεκοβόταν ἡ καρδιὰ τοῦ ἐκείνη τὴν ὥρα, καὶ θαρρεῖς πὼς ἔπιανε τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ πόδια καὶ δὲν τοῦ ἔκανε τὸ αἴτημά του. «Ἐμεῖς», ὅπως ἔλεγαν οἱ Φαρασιῶτες, «στὴν πατρίδα μας τί θὰ πεῖ γιατρός, δὲν ξέραμε· στὸν Χατζεφεντῆ τρέχαμε. Στὴν Ἑλλάδα μάθαμε ἀπὸ γιατρούς, ἀλλὰ ἂν τὰ ποῦμε στοὺς ἐντοπίους, τοὺς φαίνονται παράξενα».
Ἡ ἁγία του μορφὴ συνέχεια σκοποῦσε χάρη καὶ παρηγοριά. Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ γυαλάδα, ποὺ ἔμοιαζε σὰν τὸ χρῶμα τοῦ φτιασμένου κυδωνιοῦ. Εἶχε πιὰ ἐξαϋλωθεῖ ἀπὸ τοὺς ὑπερφυσικοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, ποὺ ἔκανε ἀπὸ ἀγάπη στὸν Χριστό, καθὼς καὶ ἀπὸ τοὺς πολλούς του κόπους γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ ποίμνιό του, ποὺ τὸ ποίμανε πενήντα χρόνια σὰν καλὸς Ποιμένας.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα του χαρίσματα εἶχε καὶ τὸ προορατικὸ χάρισμα. Εἶχε πληροφορηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, πὼς θὰ ἔφευγαν ὡς πρόσφυγες γιὰ τὴν Ἑλλάδα· πράγμα ποὺ ἔγινε στὶς 14 Αὐγούστου τοῦ 1924 μ.Χ. μὲ τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν. Γνώριζε ἀπὸ προηγουμένως καὶ τὸν θάνατό του καὶ ὅτι αὐτὸς θὰ συνέβαινε σ᾿ ἕνα νησί.
Τρεῖς μέρες πρὶν τὴν ἐκδημία του ἦλθε ἡ Παναγία, τὸν γύρισε σ᾿ ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὰ Μοναστήρια, τοὺς Ναοὺς ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσε νὰ δεῖ καὶ δὲν εἶχε ἀξιωθεῖ καὶ τοῦ εἶπε ὅτι σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ παρουσιαστεῖ στὸν Κύριο, ποὺ τόσο πολὺ ἀγάπησε καὶ ἔδωσε ὅλο του τὸν ἑαυτὸ σ᾿ Αὐτόν.
Κοιμήθηκε στὶς 10 Νοεμβρίου τοῦ 1924 στὴν Κέρκυρα καὶ ἐτάφη ἐκεῖ.
Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025
Κυριακή Ζ’ Λουκά Η θεραπεία της αιμορροούσης γυναικός και η ανάσταση της κόρης του Ιαείρου Άγιος Κύριλλος, αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας Εξήγησις υπομνηματική εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, κεφ. η΄(Λουκά 8, 41-56)
«Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; (:Και είπε ο Ιησούς: Ποιος είναι αυτός που με άγγιξε;)» [Λουκ. 8, 45]
Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2025
Κυριακή Ζʼ Λουκά Η δύναμη του Θεού και η πίστη του ανθρώπου Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Λουκ. η’ 41-56)
Όταν οι ακτίνες του ήλιου πέφτουν σ’ ένα βράχο, τον κάνουν να λάμπει. Όταν η φλόγα αγγίξει ένα άκαφτο κερί, το ανάβει. Όταν ο μαγνήτης αγγίξει ένα μεταλλικό αντικείμενο, το μαγνητίζει. Όταν το ηλεκτροφόρο καλώδιο αγγίξει ένα συνηθισμένο σύρμα, και τα δυο τους ηλεκτρίζονται.
Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2025
Κυριακή Ζ’ Λουκά Επισκόπου Θεοφάνους Κεραμέως Ομιλία για τη θυγατέρα του Αρχισυναγώγου και για την αιμορροούσα
Σήμερα το ιερό Ευαγγέλιο μας (Λουκ. η’ 41-56) περιέγραψε διπλή ιστορία θαυμάτων. Και μάλλον αυτό είναι το κατά πολύ πιο παραδοξότατο των μεγάλων θαυμάτων, από όσα προηγήθηκαν. Από το να θεραπευθεί ο κωφάλαλος, ή ο παράλυτος, ή ο τυφλός, ή ο μανιακός, είναι πιο θαυμαστό το να ξαναζήσει αυτός που πέθανε. Και τώρα θαυματουργεί ο Κύριος, κάνοντας αρχή από την ανάσταση της θυγατέρας του Ιαείρου και παίρνει αυτήν την παρθένο από τον θάνατο απαρχή (πρώτη λεία) και αρχίζοντας έτσι να αιχμαλωτίζει τον άδη, το κάνει αυτό περισσότερο στη συνέχεια, γιατί η είσοδος του θανάτου στον κόσμο έγινε από την παρθένο Εύα. Αλλά, ανοίγοντας το ιερό βιβλίο του Ευαγγελίου, ας ακούσουμε τα ίδια τα λόγια του: «Εκείνο τον καιρό, πλησίασε τον Ιησού κάποιος άνθρωπος που τον έλεγαν Ιάειρο και ήταν άρχοντας της Συναγωγής. Αυτός έπεσε στα πόδια του Ιησού και Τον παρακαλούσε να πάει στο σπίτι του, γιατί είχε μια μοναχοκόρη δώδεκα χρόνων, που ήταν ετοιμοθάνατη» (Λουκ. η’ 41-42).
Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2025
Κυριακή Ζ΄Λουκά «ΘΕΟΣ ΕΓΓΙΖΩΝ ΕΓΩ ΕΙΜΙ» [Ιερεμ. 23, 23] π. Αθανάσιος Μυτιληναίος [Λουκά 8, 41-56] Απομαγνητοφωνημένη ομιλία που εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 9-11-1986
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή, αγαπητοί μου, μας διηγείται πώς ο Κύριος ανέστησε την θυγατέρα του Ιαείρου. Ενώ όμως ο Κύριος πήγαινε προς το σπίτι του Ιαείρου, συνέβη ένα άλλο θαυμαστό περιστατικό, που ήταν η θεραπεία μιας αιμορροούσης γυναικός.
Η γυναίκα αυτή ήταν άρρωστη από δώδεκα χρόνια· και ξόδεψε όλη της την περιουσία στους γιατρούς, χωρίς όμως θεραπεία. Και τώρα έρχεται και εγγίζει το κράσπεδο του ιματίου του Κυρίου μας, σε μια στιγμή που ο όχλος που Τον συνόδευε, κυριολεκτικά Τον συνέθλιβε. Και τότε ο Κύριος σταμάτησε και είπε: «Τίς ὁ ἁψάμενός μου;». «Ποιος είναι εκείνος ο οποίος με άγγιξε;» Και στη διαμαρτυρία των μαθητών ότι : «Κύριε, ο όχλος εδώ σε συνθλίβει, σε συμπνίγει, σε συνέχει· ερωτάς ποιος είναι εκείνος που σε άγγιξε;». Και ο Κύριος επέμενε: «ἥψατό μού τις (: Κάποιος με άγγιξε)· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ». «Γιατί εγώ», λέγει, «κατάλαβα γνωρίζω από μένα έφυγε κάποια δύναμις».
Αυτά τα λόγια του Κυρίου μας, αγαπητοί μου, δίδουν μία ωραιότατη εικόνα του πώς ο άνθρωπος εγγίζει τον Θεό και πώς ο Θεός εγγίζει τον άνθρωπο, για να του δώσει τα αγαθά Του. Είναι δηλαδή ένα αμοιβαίο άγγιγμα. Πράγματι, είναι δυνατόν ο Θεός να εγγίζει τα δημιουργήματά Του και τον άνθρωπο; Είναι αυτό δυνατόν; Δηλαδή ο άπειρος Θεός, το τέλειο Πνεύμα, είναι δυνατό να εγγίζει τα δημιουργήματά Του; Και τον βρωμερό άνθρωπο; Είναι αλήθεια ότι τόσο πολύ έχασε ο άνθρωπος από τον οπτικό του ορίζοντα τον Θεό, ώστε φθάνει να τοποθετεί τον Θεό στον ουρανό, ψυχρό και αδιάφορο έναντι ολόκληρης της Δημιουργίας. Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε εκείνη τη φιλοσοφική θέση του Ντεϊσμού –Deismus– η οποία θέλει τον Θεό, Δημιουργό μεν, αλλά αδιάφορο έναντι της δημιουργίας την οποία δημιούργησε. «Ο Θεός έβαλε τους νόμους», έτσι λέγει αυτή η φιλοσοφική θεωρία, «και αυτοί ρυθμίζουν τα πάντα μέσα στον κόσμο». Δηλαδή μοιάζει, λέγει, η δημιουργία, με ένα μεγάλο ρολόι που το χόρδισε ο Θεός και τώρα πλέον δουλεύει μόνο του το ρολόι αυτό, η δημιουργία αυτή, ενώ ο Θεός μένει αδιάφορος και ψυχρός έναντι των όσων δημιούργησε.
Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2025
Κυριακή ζ' Λουκά Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ομιλία του Αγίου Ιωάννου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου, περί της αναστάσεως της θυγατρός του Ιαείρου, και περί της αιμορροούσης.
Το έργον επρόφθασε τους λόγους, και οι Φαρισαίοι απεστομώθησαν ακόμη περισσότερο. Διότι ήταν αρχισυνάγωγος αυτός που ήλθε, και το πένθος βαρύ. Το παιδί μονογενές και στο άνθος της ηλικίας του, μόλις δώδεκα ετών. Και το ανέστησε δια μιάς. Εάν δε ο Λουκάς λέγει ότι ήλθαν και είπαν «μη σκύλλε, μη ταλαιπωρείς τον διδάσκαλον’ τέθνηκε γαρ», θα απαντήσωμε τούτο, ότι το «άρτι ετελεύτησε» το είπεν εκείνος στοχαζόμενος τον χρόνο της οδοιπορίας ή για να επαυξήσει την συμφορά. Συνηθίζουν, όσοι παρακαλούν, να μεγαλοποιούν με τα λόγια την συμφορά τους, και να προσθέτουν κάτι επιπλέον ώστε να προσελκύσουν περισσότερο τους ικετευομένους. Κοίτα όμως την απλοϊκότητά του. Δύο πράγματα απαιτεί από τον Χριστόν, και να έλθει ο ίδιος, και να βάλει το χέρι του επάνω. Πράγμα που σημαίνει ότι η μικρή ανέπνεε ακόμη όταν την άφησε. Το ίδιο απαιτούσε και εκείνος ο Σύρος Νεεμάν από τον Προφήτην.
Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2025
Ερμηνεία της Αποστολικής περικοπής της ΚΑ’ Κυριακής Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος [Γαλ. 2, 16-20]
«Εἰδότες δὲ ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν ᾿Ιησοῦν ἐπιστεύσαμεν διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ (: Επειδή όμως μάθαμε από τη δική μας πείρα ότι δεν γίνεται δίκαιος ο άνθρωπος και δεν σώζεται με την τήρηση των τυπικών διατάξεων του μωσαϊκού νόμου, αλλά μόνο με την πίστη στον Ιησού Χριστό, γι’ αυτό λοιπόν και εμείς πιστέψαμε στον Ιησού Χριστό, για να γίνουμε δίκαιοι και να σωθούμε από την πίστη στον Χριστό και όχι από τα έργα του μωσαϊκού νόμου· διότι όπως αναφέρεται και στους Ψαλμούς, με τα έργα του νόμου δεν θα δικαιωθεί και δεν θα σωθεί κανένας άνθρωπος)» [Γαλ. 2, 16· ερμ. απόδοση Παν. Τρεμπέλα].
Πρόσεξε και εδώ πώς με ασφάλεια λέγει τα πάντα. «Διότι όχι όμως ως κακό αλλά ως ασθενή στο να μας εξασφαλίσει τη σωτηρία», λέγει, «εγκαταλείψαμε τον μωσαϊκό νόμο». Εάν λοιπόν ο μωσαϊκός νόμος δεν παρέχει δικαίωση και σωτηρία στον άνθρωπο, είναι περιττή η περιτομή. Αλλά εδώ μεν έτσι αναφέρει· προχωρώντας όμως δείχνει ότι όχι μόνο είναι περιττή η περιτομή, αλλά και επικίνδυνη· κάτι το οποίο είναι και περισσότερο αξιοπαρατήρητο, το ότι δηλαδή στην αρχή μεν λέγει ότι «δεν δικαιώνεται ο άνθρωπος από τα έργα του νόμου», προχωρώντας όμως ομιλεί και με πιο βαριές εκφράσεις.