Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Κυριακής ΙΖ΄ Ματθαίου

(Ματθ. ιε΄, 21-28)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐξἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. Καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα· Ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυῒδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτουν αὐτὸν λέγοντες·
 Ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. ἡ δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. ἡ δὲ εἶπε· Ναί, Κύριε, καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. τότε ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης.
Έξω από τα όρια του κόσμου
Το Ευαγγέλιο της σημερινής Κυριακής ασχολείται με μια γυναίκα ειδωλολάτρισσα, τη Χαναναία, επειδή αποτελεί παράδειγμα αρετής, όχι μόνο για τους Ιουδαίους, αλλά και για τους Χριστιανούς. Τη συνάντησε ο Χριστός, όταν άφησε για λίγο τους Ιουδαίους και πήγε στα μέρη της Τύρου και της Σιδώνος, όπου κατοικούσαν εθνικοί (=ειδωλολάτρες). Ανάμεσα τους ήταν και η Χαναναία.
Όπως λέγει ο Χριστός στο σημερινό Ευαγγέλιο, ήλθε στον κόσμο για τους Ιουδαίους και σ’ αυτούς απευθύνει πρώτα τον ευαγγελικό λόγο, αλλ’ όσα ευαγγελίζεται αφορούν κάθε άνθρωπο, γιατί όλοι ανεξαίρετα είμαστε δικά Του δημιουργήματα, που φέρουμε μέσα μας τη δική Του εικόνα, έστω και φθαρμένη. Όπως διακηρύττει ο απόστολος Παύλος: «Ὁ Θεὸς πάντας ἄνθρωπους θέλει σωθῆναι» (Α' Τιμ. 6, 4) και ο ίδιος ο Χριστός είπε: «τον ερχόμενον προς με ου μη εκβάλω έξω» (Ἰω. 6, 37) οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός και απ’ οποιοδήποτε έθνος προέρχεται. Θα το δείξει και στο πρόσωπο της Χαναναίας, αλλά και σε πλείστες άλλες περιπτώσεις, που αναφέρονται στο Ευαγγέλιο. Οι Ιουδαίοι που ελεήθησαν τόσο πολύ, θα τον απορρίψουν, θα τον θανατώσουν και θα τον υπακούσουν οι εθνικοί.


Η Χαναναία λοιπόν ζούσε ένα καθημερινό δράμα, γιατί η κόρη της ήταν δαιμονισμένη. Κυριαρχούσε μέσα της το δαιμόνιο, το οποίο χαίρεται, όταν ο άνθρωπος πονεί και υποφέρει σωματικά και ψυχικά. Η κόρη αυτή γινόταν αναίσθητη, γιατί βρισκόταν σε μια διαρκή κόλαση τόσο για την ψυχή όσο και για το σώμα. Δαιμονισμένη σημαίνει μαρτύριο χωρίς τέλος. Ο δε πόνος της κόρης ήταν και πόνος για τη μητέρα, ίσως και περισσότερο για τη μητέρα.
Επειδή αυτά πάντοτε επαναλαμβάνονται, όταν ο άνθρωπος εγκαταλείπει τον Θεό, τη σχέση και κοινωνία μαζί Του, ο διάβολος αγωνίζεται συνεχώς να μας πείσει, να φύγουμε από τον Θεό, για να μας αιχμαλωτίσει στην τυραννία του. Όλοι οι εθνικοί ζούσαν χωρίς γνώση του αληθινού Θεού, είχαν για θεούς τα δαιμόνια και κυβερνούνταν από τις επιθυμίες της σάρκας και τα αμαρτωλά πάθη. Στους Ψαλμούς επιβεβαιώνεται ότι «πάντες οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν (= των ειδωλολατρών) δαιμόνια» (Ψαλ. 95, 5). Όταν ο διάβολος κυριαρχήσει στην ψυχή, κυριαρχεί και στο σώμα και τυραννεί και βασανίζει ολόκληρο τον άνθρωπο για να τον απολέσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούσε η θυγατέρα της Χαναναίας. Ο Χριστός είναι η μοναδική λύτρωση. Οι προϋποθέσεις για να θαυματουργήσει υπάρχουν. Ας τις δούμε:
1. «Εξήλθε των ορίων αυτής»
Η Χαναναία πίστευε, ότι το δράμα της, ούτε η ίδια, αλλ’ ούτε και οι άνθρωποι του κόσμου ήταν σε θέση να λύσουν. Με τη συναίσθηση της ανθρώπινης ανεπάρκειας ξεκινά να συναντήσει τον Χριστό. Πριν ακόμη γραφεί το Ευαγγέλιο, στο οποίο θα τονίζεται η αίσθηση της ανεπάρκειάς μας και ότι, χωρίς τον Χριστό τίποτε δεν μπορούμε να κάνουμε, η Χαναναία το κάνει βίωμά της. Ό,τι καλό έχουμε είναι από τον Θεό, δώρο δικό Του. Από τον εαυτό μας έχουμε μόνο αμαρτίες. Και ό,τι καλό πραγματοποιήσουμε, δεν το κάνουμε εμείς, αλλά η «Χάρις του Θεού, που είναι μαζί μας» (Α' Κορ. 15, 10).
Πιστεύει ότι ο Χριστός είναι ο μόνος, που μπορεί να λύσει το δράμα της κόρης της. Και για να συναντήσει τον Χριστό, «εξήλθε των ορίων εκείνων». Δεν περιμένει τον Χριστό να ‘ρθει στα πόδια της. Η «έξοδος» αυτή δεν ήταν απλά από τον γεωγραφικό χώρο της Τύρου και της Σιδώνος. Ήταν και «έξοδος» από τον αμαρτωλό κόσμο της καρδιάς, της αμαρτίας και των παθών, του ορθολογισμού και του φρονήματος της σαρκός, όπου κυριαρχούσε ο διάβολος.
Στον εσωτερικό της κόσμο αρχίζει τώρα να κυριαρχεί η πίστη στον Χριστό και η βαθειά ταπείνωση. Όπως λένε και οι Πατέρες, «των πιστών η ταπείνωσις και των ταπεινών η πίστις». Γι’ αυτό και ο Θεός της δίνει χάριν και φως και μιλά, όπως θα μιλούσε ένας πιστός άνθρωπος. Σιγά-σιγά δημιουργεί τις προϋποθέσεις, για να νικηθεί ο διάβολος. Αυτός, παρόλη την αλαζονεία του, όταν συναντήσει άνθρωπο ταπεινό «γίνεται ως χους», δηλαδή σαν χώμα που το πατάς από πάνω. Νικάται και «καταλύονται (= αφανίζονται) αι μηχαναί αυτού» (= τα πονηρά τεχνάσματά του) όπως λέγει ο άγιος Ισαάκ. Δεν έχει θέση σε μια καρδιά πονεμένη, γεμάτη δάκρυα, «συντετριμμένην και τεταπεινωμένην», που βαστάζει το μαρτύριο του πόνου, αλλά και γεμάτη πίστη στον Χριστό ως σωτήρα.
Με τον τρόπο ζωής της, που ήταν ζωή μετανοίας, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για να δεχθεί τη Χάρη του Θεού, να βρει τη σχέση και την κοινωνία μαζί Του, που θα είναι και η λύση του δράματός της. Τότε και το πένθος της θα γίνει χαροποιόν. Σ’ αυτές τις ψυχές ο Χριστός υποσχέθηκε την παράκληση (= παρηγορία).
2. Η προσευχή της
Η Χαναναία από την πρώτη στιγμή, που συνάντησε τον Χριστό, ζητούσε το έλεός Του. «Ελέησόν με, Κύριε, υιέ Δαβίδ», ήταν τα Λόγια της προσευχής της. Και τα έλεγε με κραυγή, που δεν ήταν του στόματος, άλλα η «ένδον», η εσωτερική, αυτή που εγεννάτο από τη φλογισμένη της καρδιά. Αυτός ο τρόπος της προσευχής δεν αφήνει τον προσευχόμενο να «χασμάται» (=χασμουριέται) κατά την ώρα της προσευχής, όπως λέγει και ο ιερός Χρυσόστομος. Ζητώντας το θείο έλεος, δέχεται ταπεινά την αδυναμία της να απαλλαγεί από τη μεγάλη συμφορά και καταφεύγει στον Χριστό να την βοηθήσει.
Καλώντας τον Χριστό, Κύριο, σημαίνει πως τον δέχεται Θεό, που έχει κυριότητα πάνω στη σκοτεινή δύναμη, που βασανίζει την κόρη της. Άλλωστε, ήταν γενική η αποδοχή, ότι μόνο ο Θεός ελεεί. Πρώτα ζητεί έλεος, άφεση για τις αμαρτίες της και μετά διατυπώνει το πρόβλημά της: «ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται». Δεν μπορούμε με τη ρυπαρότητά μας να πλησιάζουμε τον Καθαρό, αν δεν καθαρθούμε με τη μετάνοια.
Αυτό είναι πράξη της Εκκλησίας, που συνεχίζεται και στη θεία Λειτουργία. Ο ιερέας πρώτα ζητεί έλεος, συγχώρηση από τον Θεό, λέγοντας: «ὁ Θεὸς ἰλάσθητι μοὶτῷ ἁμαρτωλῶ» (τρις) και μετά σηκώνει τον Αμνό στα χέρια του. Το έλεος του Θεού, λένε οι Πατέρες, είναι μαστίγιο και αγχόνη για τον διάβολο. Και επειδή πρώτα αυτό ζητεί η Χαναναία, σημαίνει πως είναι φωτισμένη από τη Χάρη του Θεού.
Ζητεί από τον Θεό το έλεός Του για τον εαυτό της, για τις αμαρτίες της και όχι για την κόρη της. Ίσως να πίστευε πως είναι και δική της ευθύνη το δράμα της κόρης της. Αλλά και ευθύνη να μην είχε, η κόρη της είναι ο εαυτός της. Αυτό κάνουν και οι Άγιοι, όπως βλέπουμε στην ιστορία της Εκκλησίας, που τους ανέδειξε. Προσεύχονται και κλαίνε και ζητούν το έλεος του Θεού για το κακό, που υπάρχει στον κόσμο, ως να έχει γίνει από τους ιδίους. Αναλαμβάνουν οι ίδιοι την ευθύνη για ξένα αμαρτήματα, έστω κι αν αυτοί δεν φταίνε. Επειδή καθάρθηκαν από τα πάθη, κινούνται διαρκώς προς την αγάπη, δηλαδή στον Θεό, που είναι αγάπη.
Λόγω της πολλής αγάπης, η καρδιά τους καίγεται για τον άλλο, γιατί ο άλλος είναι ο εαυτός τους, μάλιστα δε, ο καλύτερος εαυτός τους. Διακατέχονται από «δριμύν και αφόρητον πόθον» να θυσιασθούν για τον άλλο, όσο αμαρτωλός και αν είναι και το θεωρούν λίγο. Όποιος φθάσει την αγάπη άφησε τέκνα, αλλά και τα κυνάρια, γι’ αυτό απαντά: «Ναί, Κύριε˙ καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν». Είναι ως να λέγει: Κύριε, δέχομαι να είμαι κυνάριο, αλλά δικό Σου, φτάνει να έχω εσένα Κύριο. Να είμαι δική Σου, να Σου ανήκω κι ας είμαι ένα σκυλί. Σε τέτοια περίπτωση και αν δεν απολαύσω τον άρτο Σου, όμως θα πάρω τα ψιχία, που θα περισσέψουν από τα τέκνα. Κι αυτό που ζητώ να θεραπεύσεις την κόρη μου από το δαιμόνιο, για Σένα είναι πολύ μικρό, ένα ψιχίο, αλλά για μένα πολύ μεγάλο.
Με την άκρα ταπείνωσή της, σε σημείο που να δέχεται να καταταγεί στα «κυνάρια», ήλθε η ώρα να λάβει τη Χάρη των ταπεινών, αφού ο Θεός «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν» (Ἰακ. 4, 6). Τώρα «εξήλθε των ορίων» του παλαιού κόσμου, για να πάρει ένα «ψιχίον» της Χάριτος. Όλος ο κόσμος δεν αξίζει όσο ένα τέτοιο «ψιχίον». Ο Θεός βραβεύει τη μεγάλη πίστη της. «Γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! Γενηθήτω σοὶ ὡς θέλεις καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης». Ο διάβολος δεν μπορεί να ζήσει στον χώρο της ταπείνωσης. Τον καίει. Γι’ αυτό εγκαταλείπει το θύμα του. Πράγματι ο Χριστός είναι ο Κύριος πάντων, όπως πίστευε και η Χαναναία. Έκανε το θαύμα από απόσταση, χωρίς να πάει κοντά στην άρρωστη. Και τα δαιμόνια υποτάσσονται. Η Χαναναία, με την αρετή της δημιούργησε τις προϋποθέσεις, συνεργάσθηκε με τον Χριστό για τη σωτηρία της κόρης της.
Αυτό το θαύμα, είναι το στεφάνι του μαρτυρίου της Χαναναίας, για το οποίο άθλησε και πήρε από τον Χριστό. Ζητούσε ψιχία και έλαβε «τον άρτον των τέκνων». Τον «Άρτον τον ζώντα», γιατί με το να «εξέλθει των ορίων» του κόσμου, του «φρονήματος της σαρκός», έγινε τέκνο της Χάριτος του Θεού.
Ο Κύριος πάντοτε ζούσε μέσα στον κόσμο, αλλά «εκτός των ορίων» του κόσμου, γιατί ήρθε στη γη να κάνει το θέλημα του Πατρός Του. Ο κόσμος με τη νοοτροπία του πεπτωκότος ανθρώπου, ποτέ δεν τον κατάλαβε. Προ πάντων δεν κατάλαβε το πάθος Του και τον Σταυρικό θάνατό Του, που υπήρξε ζωή και αφθαρσία. Γι’ αυτό και η θυσία Του έγινε «έξω της πύλης», του κόσμου.
Η πίστη στον Θεό, η ταπείνωση, η άρση του σταυρού των δοκιμασιών και των θλίψεων και η υπομονή στις δοκιμασίες συντρίβει τις κεφαλές των δαιμόνων, όπως είδαμε στη Χαναναία και μεταποιεί την κόλαση σε Παράδεισο.
Τώρα καταλαβαίνουμε, γιατί ο Χριστός «ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶΣιδῶνος». Ασφαλώς για να «καταλύση τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου» και να σώσει τον άνθρωπο.
Παύλου Μουκταρούδη, Διήρχετο διά τῶν Σπορίμων, Τόμος Α΄.
AΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ Ι.Μ.ΛΕΜΕΣΟΥhttp://www.imlemesou.org/